(Η Λάμψη)
του Stanley Kubrick
(κριτική του Σωτήρη Ζήκου)
Πρόκειται για την ιστορία μιας σταδιακής, εσωτερικής και εξωτερικής μεταμόρφωσης, που κάπου κορυφώνεται και ξεσπάει. Ένας άνθρωπος νηφάλιος και σιωπηλός γίνεται ένας Άλλος, ένας άνθρωπος – φάντασμα μεταξύ φαντασμάτων, άγριος, παρανοϊκός, τρομερός. Η απομόνωση, η αδράνεια, η σιωπή, ξεγεννάει το τέρας που κοιμόταν μέσα του. Οι καταχθόνιες ενορμήσεις ελευθερώνονται. Καταλύονται τα όρια του κλειστού κόσμου της φαντασίας. Αυτός που φοβάται πως οι άλλοι τον επιβουλεύονται αντιδράει, ξεσπάει με μανία, κάνει τον εφιάλτη του πραγματικότητα. Τα νοσηρά φαντάσματα της διαταραγμένης ψυχής ζωντανεύουν και συμμαχούν με τα φαντάσματα του χώρου που τον στοιχειώνει ένα παλιό έγκλημα.
Ο χώρος της δράσης γίνεται ένας ζωντανός οργανισμός και ό,τι έκρυβε φανερώνεται μέσα σε ένα διάχυτο χρυσαφένιο φως. Ο χρόνος φουσκώνει και απλώνεται και πλημμυρίζει τα πάντα, χάνει κάθε λογικό ειρμό. Το παλιό αίμα επιστρέφει. Οι αναστημένες εικόνες και μορφές του παρελθόντος αποκτούν υπόσταση, ζητούν εκδίκηση, απαιτούν την επανάληψη τους στο τώρα, υποδεικνύουν επιτακτικά αυτούς που θα πρέπει πάλι να εξοντωθούν. Αποκτούν πάλι την λάμψη τους. Τη λάμψη που φέρνει πίσω τους νεκρούς και θαμπώνει τους ζωντανούς. Μέσα στους ατέλειωτους διαδρόμους, μέσα στην αστραφτερή αίθουσα των δεξιώσεων, μέσα στις κόκκινες τουαλέτες, μέσα στο φέγγος της χιονισμένης νύχτας, μέσα στον παγωμένο λαβύρινθο.
Η νύχτα αυτή είναι λαμπερή, όμορφή και παρανοϊκή. Ο παρτέρας καταδιώκοντας τον γιο του θα χαθεί μέσα στον ίδιο τον λαβύρινθο της παραφροσύνης του. Κι αυτή είναι η τελευταία λάμψη που διαρκεί... Η λευκή λάμψη της επιθανάτιας σιωπής.
Ασφαλώς και το έργο οφείλει την αφηγηματική δυναμική του στην εξαιρετική ερμηνεία των ηθοποιών του. Ο Τζακ Νίκολσον ενσαρκώνει εδώ τον πιo “διπλό” ρόλο που δόθηκε ποτέ σε ηθοποιό: του θύτη και του θύματος που είναι το ίδιο πρόσωπο.
Στην εκπληκτική εκείνη σκηνή που αποκαλύπτεται πως έχει μεταμορφωθεί στον “άλλο” του εαυτό, σαν να αναποδογυρίζει το “μέσα” του στο “έξω”, είναι ακόμη η οικεία μορφή και δεν είναι πια, ο αγαπημένος σύζυγος και πατέρας, αλλά κάποιος που μεταμορφώνεται /φανερώνεται μπροστά τους – κι όλο αυτό χωρίς κανένα εφέ, παρά μόνο με την εκφραστική δύναμη του ηθοποιού: το σαρκαστικό χαμόγελο, την οργισμένη όψη, την τρελή λάμψη του βλέμματος, τις σπασμωδικές χειρονομίες, το βαρύ σώμα που κινείται αργά και απειλητικά.
Αυτή εξάλλου είναι και αλήθεια του έργου: Όταν το σκοτεινό, ταραγμένο βάθος της ψυχής έρθει στην επιφάνεια, η λάμψη του θα είναι σαγηνευτική και συνάμα τρομακτική. Η πιο τρομερή απ’ όλες τις άλλες.