της Kelly Reichardt
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
Είναι γνωστή η μεγάλη συμπάθειά μου για το κινηματογραφικό έργο της Αμερικανίδας Kelly Reichardt, γνωστής-άγνωστης στο πλατύ ελληνικό κοινό, με εξαίρεση το “Wendy and Lucy”, 2008, που παίχτηκε στις αίθουσες και στην ελληνική τηλεόραση. Όλες οι άλλες ταινίες της, συμπεριλαμβανομένης και της εξαιρετικής «Certain Women», 2016, για την οποία έχουμε ξαναμιλήσει εδώ στο FB, εξακολουθούν να παραμένουν, σκανδαλωδώς, άγνωστες. Κάτι που είναι κρίμα διότι πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες γυναίκες δημιουργούς του σινεμά, παγκοσμίως.
Η ταινία της «First Cow», 2020, πολυβραβευμένη και πολυ-παινεμένη από τη διεθνή κριτική, έχει τα ίδια ακριβώς προτερήματα με τις προηγούμενες ταινίες της, που έχουν στο επίκεντρο απλές ιστορίες ανθρώπων, τοποθετημένες στα βάθη της καρδιάς των ΗΠΑ, σε ανώνυμες επαρχιακές πόλεις, σε δάση ή πλάι σε ακροποταμιές, εκεί ακριβώς όπου ο ορίζοντας κάθε άλλο παρά ανοιχτός είναι. Αντιθέτως, όλα εξελίσσονται μέσα σε κλειστά χωρικά πλαίσια, τα οποία με τη σειρά τους εγκλωβίζουν τους ανθρώπους που κινούνται εντός τους. Η απλότητα και καθαρότητα του κινηματογραφικού βλέμματος έχει να κάνει με τους χαμηλούς, μινιμαλίστικους, τόνους της αφήγησης, εκεί όπου σημασία κυρίως δίνεται στον υποδόριο πλούτο των νοημάτων και στη λεπτοδουλεμένη εικαστικότητα της φιλμικής κατασκευής. Αλήθεια, πόσο συχνά συναντούμε σήμερα αυτού του είδους τη σημαντικότητα των ανθρωπίνων συναισθημάτων και σχέσεων, με προεξάρχουσες την εξύμνηση της φιλίας, την έλλειψη οικονομικών πόρων σε αντίθεση με την υπερεπάρκεια των προθέσεων και προσδοκιών, την περιπλάνηση σε άγνωστους τόπους προς εξεύρεση καλύτερων συνθηκών ζωής, την ήρεμη αναζήτηση της ευτυχίας, και τον διαρκή ματαιωμένο νόστο για μια πατρίδα που ποτέ δεν θα πάρει ακριβές όνομα και γεωγραφικό στίγμα;
Το «First Cow», μια περιπετειώδης ιστορία του 1820, τοποθετημένη στα δάση και στα παραποτάμια τοπία του Όρεγκον, αφηγείται την επεισοδιακή φιλία δυο περιπλανώμενων και κακοπαθημένων ανθρώπων, αρκετά ξεροκέφαλων όμως, ενός λιγομίλητου μάγειρα, ζαχαροπλάστη και φούρναρη, του Otis Figowitz, κι ενός εμιγκρέ, τυχοδιώκτη και δολοφόνου Κινέζου, ο οποίος συστήνεται ως King-Lu. Συμπρωταγωνίστριά τους και συνένοχός τους, μια όμορφη και παραγωγική αγελάδα, που στερείται αρσενικού συντρόφου, όπως και οι δυο πλάνητες της ιστορίας στερούνται γυναικείας συντροφιάς – άρα θα αρκεστούν στη δύναμη της συντροφικότητας του ντουέτου που αποτελούν. Μια υπόνοια ανεκδήλωτης ομοφυλοφιλίας, ενδεχομένως, πέρα από έναν ύπνο κόπωσης δύο ανδρών, που κείτονται πλάι-πλάι στο χώμα, στο σημείο ακριβώς το οποίο θα αποτελέσει και τον τάφο τους (από τα πλέον δυνατά σημεία της όλης ιστορίας). Η αγελάδα δίνει το γάλα, οι δύο περιπλανώμενοι θα το εκμεταλλευτούν αυτό επαγγελματικά (παρασκευάζοντας νοστιμότατες τηγανίτες που μοσχοπουλιούνται στα πέριξ), όλα δείχνουν να βαίνουν κατ’ ευχήν, μέχρις ότου η βλάχικη μπουρζουαζία της περιοχής θα το πάρει είδηση και θα τους χαλάσει τα σχέδια: ουδείς περιπλανώμενος ιουδαίος, και πληβείος, μπορεί να κλέβει, ατιμωρητί, το γάλα μιας αγελάδας με μαστάρια που ανήκουν στην τοπική αριστοκρατία. Κάτι που οδηγεί στην καταδίωξη των δύο παραβατών, στην παγίδευσή τους, και στον θάνατό τους. Τι θα απομείνει από αυτούς τους δύο; Δυο χωμένοι, βαθιά στη γη, σκελετοί, που θα ’ρθουν στο φως πολλά χρόνια αργότερα, από μια ντόπια περιπατήτρια πού έχει βγάλει βόλτα τον σκύλο της. Το μάτι του θεατή, το συνηθισμένο «σε» και βολεμένο «με» εντυπωσιακές εικόνες, το χορτασμένο με κινηματογραφικό «άρτον συν θεάματα», μάλλον θα ξενιστεί με τη λιτότητα, την αμεσότητα, την αντισυμβατική cool κινηματογράφηση και το υποφώσκον χιούμορ της Reichardt. Ο προσεκτικός, απεναντίας, σινεφίλ, θα τα χαρεί όλα τούτα, με την ψυχή του.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)