Κατά τη διάρκεια της θέασης την ταινία «Δύο έρωτες» με τον Χοακίν Φοίνιξ και την Γκουίνεθ Πάλτροου, νομίζω πως είχα μια αίσθηση «εξωαισθητηριακής εμπειρίας» που είχα βιώσει με τη ρουμάνικη ταινία «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες» και με την τούρκικη ταινία «Κλίματα αγάπης».
Ήταν σαν να βίωνα μια μαγική εμπειρία, που είχε σχέση με την ουσία του σινεμά και ήταν πέρα από ό,τι προσελάμβανα ως αφήγηση της ιστορίας με τις αισθήσεις και τη λογική… Σαν να είχε ενεργοποιηθεί μια «έκτη αίσθηση» που έκανε να ακούω και να βλέπω πράγματα που δεν λέγονταν στους διαλόγους και δεν δείχνονταν καν ερμηνευτικά, στις εκφράσεις των προσώπων… Όπως όταν, για παράδειγμα, ο Λάινοελ λέει στη Μισέλ ότι την αγαπά και της προτείνει να φύγουν μαζί, σαν να αναδύεται από το δισταγμό της Μισέλ ένα σμήνος ανέκφραστων αποριών, λαχτάρας και δισταγμού, ευγνωμοσύνης που υποχρεώνει απέναντι στον άλλον, αντιδράσεων που πρέπει να συγκρατηθούν για να μην πληγώσουν, αμφιθυμιών, προσδοκιών, επιφυλάξεων -διότι πώς διάολο ένας ανώριμος άντρας, που ακόμα μέχρι τώρα εργάζεται στο καθαριστήριο του πατέρα του, θα φροντίσει μια τέτοια γυναίκα; Ο Λάιονελ δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται αυτό, υπάρχει όμως στην αγωνία του να την πείσει ένας φόβος μήπως το σκέφτεται εκείνη, η οποία ούτε κι αυτή τολμάει να το σκεφτεί διότι θα ήταν ποταπό για έναν τόσο αγαπημένο φίλο. Και η οποία Μισέλ -σαν να νιώθει διαισθητικά αυτό που νιώθει ο Λάιονελ- για να μην τον κάνει να νιώσει ότι τον απορρίπτει για λόγους ποταπούς, του δίνεται, παρασυρμένη από μια δίνη ανομολόγητων παρορμήσεων, που καταλήγουν να εκδηλωθούν εντέλει σαν ερωτικός ενθουσιασμός, ενώ δεν είναι… Κι όλα αυτά στο χώρο του άρρητου και του αοράτου, στην πιο κρίσιμη σκηνή της ταινίας, που είτε τα πιάνεις διαισθητικά είτε δεν τα πιάνεις.
Η Μισέλ θα βρεθεί κατά λάθος στον κόσμο του Λάιονελ, προερχόμενη από έναν κόσμο παράλληλο, τόσο κοντά και τόσο μακριά από το δικό του κόσμο. Και στο πρόσωπό του θα βρει μια «αδερφή ψυχή» που είναι πρόθυμη να την ακούσει και να την φροντίσει. Ο Λάιονελ θα μπει για λίγο στον κόσμο της Μισέλ σαν συνοδός της, απ’ όπου αν βγει για λίγο, δεν του επιτρέπεται να επιστρέψει χωρίς αυτήν, όπως συμβαίνει στο κλαμπ που πηγαίνουν να χορέψουν. Σε μια τέτοια παράταιρη -τυχαία- επαφή, ακόμα κι αν υπάρξει μια σπίθα ερωτικής έλξης, δεν μπορεί παρά να καταλήξει σ' έναν «έρωτα δίχως αύριο».
Σωτήρης Ζήκος