(Αναμνήσεις από ένα ταξίδι στη Λιθουανία)
του Jonas Mekas
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_reminiscences.jpg

25 χρόνια μετά την αναγκαστική φυγή τους απ’ τη Λιθουανία για να ξεφύγουν από τους Ναζί, τα αδέλφια Γιόνας και Αντόλφας Μέκας, σκηνοθέτες της πρωτοπορίας και ιδρυτές του περίφημου περιοδικού Film Culture, κατορθώνουν, για πρώτη φορά, να επιστρέψουν στον γενέθλιο τόπο τους και να ξαναδούν τα μέρη και τους ανθρώπους που αγαπάνε. Ο Γιόνας, που θεωρείται και πατέρας του αμερικανικού avant-garde σινεμά, έχει όπως πάντα μαζί την αγαπημένη του κάμερα, για να καταγράψει εικόνες απ’ το ταξίδι. Τα φιλμάκια αυτά θα αποτελέσουν το μεσαίο και μεγαλύτερο μέρος των Αναμνήσεων από ένα ταξίδι στη Λιθουανία, της τρίπτυχης ημερολογιακής ταινίας του, που πρωτοβγήκε στις αίθουσες το 1972. Τα άλλα δύο μέρη επικεντρώνονται στα πρώτα χρόνια της ζωής των αδελφών Μέκας ως μεταναστών στο Μπρούκλιν, σε μεταγενέστερη επίσκεψή τους στο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης που υπήρξαν κρατούμενοι και σε συναντήσεις με φίλους στη Βιέννη, την πόλη που δεν μπόρεσαν κάποτε να φτάσουν επειδή συνελήφθησαν. Στο τέλος της ταινίας, η παλιά φρουταγορά της Βιέννης καίγεται.
Αν υπάρχει ένας λόγος για να μην πει κανείς αυτή την ταινία αριστούργημα, είναι για να αφήσει  στο θεατή την ικανοποίηση να το ανακαλύψει μόνος του, έτσι όπως θα βουλιάζει απολαυστικά στον ανεπιτήδευτο λυρισμό και στην γαλήνια ποίηση των εικόνων του Μέκας, που, σαν ένα είδος εσωτερικών επίκαιρων, αλλάζουν χώρες κι εποχές, διατηρώντας, όμως, τη συνοχή τους κι εκπορευόμενες πάντα απ’ τον ίδιο συνειρμό που αφορά στην ξενιτειά, στην αίσθηση του εκτοπισμού και στο σπίτι. Η συνεχόμενα εκτός κάδρου αφήγηση του Μέκας, δρα υπνωτιστικά, έτσι όπως η μνήμη συνυφαίνεται με το παρόν, με σκέψεις που εκφέρονται δυνατά, διαυγείς και καθάριες σαν το νερό απ’ το πηγάδι του σπιτιού του στο Σεμένισκιάι– «που μόνο αυτό, μπορεί στ’ αλήθεια να σε ξεδιψάσει». Ο σχολιασμός του σκηνοθέτη, που συχνά υποβοηθιέται απ’ τη μουσική, αφορά στον εαυτό του, αλλά και σ’ ένα ολόκληρο κομμάτι μιας γενιάς που, άλλαξε χώρα με τον πόλεμο κι αισθάνεται σαν πουθενά να μην ανήκει. Η γλυκόπικρη αίσθηση έλλειψης που αφήνουν οι βόλτες κι οι γιορτές του πρώτου μέρους, παραμένει στο δεύτερο ως κρυφό παράπονο που, όμως, δεν κάνει λιγότερη τη χαρά, αφού ο χρόνος έχει ξαναρχίσει να κυλά χάρη στην επιστροφή κι η καθημερινότητα, έστω για λίγο, είναι πλήρης, τώρα που η μάνα στέκεται στο κατώφλι με το άσπρο μαντήλι της κι η οικογένεια τραγουδά και παίζει όλη μαζί και τα μούρα κόκκινα λαμπυρίζουν ξανά κάτω απ’ τον ήλιο.
Ο Μέκας, που στην ελευθερία της φόρμας του και στην αμεσότητα και αθωότητα της ματιάς του, ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένος κι απ’ το γαλλικό νέο κύμα, θεωρούσε την επιμονή στην ομορφιά και την καθημερινότητα ως πολιτική πράξη και πίστευε πως «χρειαζόμαστε λιγότερες τέλειες, αλλά περισσότερο ελεύθερες ταινίες».  Μ’ έναν πολύ συγκινητικό τρόπο, οι Αναμνήσεις από ένα ταξίδι στη Λιθουανία, κατορθώνουν να είναι και τα δύο, ένα κινηματογραφικό ποίημα που έχει μοντάρει τις εικόνες του σαν στίχους, με τόσο λεπτοδουλεμένη κι άρτια γλώσσα, που, μέσα από το διαφορετικό υλικό, αναδεικνύει την ίδια ουσία, με τον τρόπο ενός ποιήματος που το νιώθεις ακριβώς, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις πάντα τι λέει. Πόσο μάλλον που εδώ το περιεχόμενο μας γίνεται ξεκάθαρο και μας ανοίγεται σαν ένα παιδί που μιλάει για τα συναισθήματά του. Αυτό δεν κάνει το εγχείρημα λιγότερο σπαρακτικό για τον ίδιο τον καλλιτέχνη που όσο κι αν θέλει να εμείνει στο παρόν, κατακλύζεται συνεχώς απ’ τις αναμνήσεις του κι ίσως πότε-πότε να ζηλεύει κρυφά τους άκαρδους βιεννέζους που, εντελώς αδικαιολόγητα, έκαψαν την πανέμορφη, παλιά φρουταγορά γιατί αποφάσισαν πως ήθελαν να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο.