του Frederick Wiseman
(κριτική: Σπύρος Γάγγας)
Το Titicut Follies ανήκει στο πάνθεο των ντοκιμαντέρ (μαζί με το House is Black της Farrokhzad, το L’Ordre του Pollet, το Land of Silence and Darkness του Herzog μεταξύ άλλων) που καταγράφουν τον εγκλεισμό και ισορροπούν μεταξύ του δράματος των τροφίμων ή των φυλακισμένων και της ποιητικότητας που αναδεικνύεται από την έκκεντρη μορφή, την περιπλάνησή τους ή ακόμη και από το συχνά απλανές βλέμμα προς τον φακό.
Υψηλό δείγμα της αμεσότητας του Direct Cinema το απαγορευμένο για δεκαετίες, δηλαδή μέχρι το 1991 για το ευρύ κοινό, ντοκιμαντέρ του Frederick Wiseman το οποίο καταγράφει την αναξιοπρεπή αντιμετώπιση των τροφίμων στο κρατικό νοσοκομείο του Bridgewater στη Μασαχουσέτη. Σαν ένα αδιαφοροποίητο μείγμα εγκληματιών με έντονες ψυχικές διαταραχές και του προσωπικού (ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί, δεσμοφύλακες), το πλαίσιο του νοσοκομείου αδρανοποιείται καθώς η θολή κινηματογραφική φόρμα συγκλίνει με τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ παθολογίας και κανονικότητας.
Δεν είναι καθόλου δύσκολη η αντιστοιχία με τη φημισμένη και βραβευμένη ταινία του Milos Forman ‘Στη Φωλιά του Κούκου’ (1975), μόνο που εδώ έχουμε το ίδιο το πρωτογενές υλικό από το οποίο εμπνέονται δραματοποιημένες αναπαραστάσεις του στον κινηματογράφο. Η εναρκτήρια αλλά και καταληκτική σεκάνς (χορωδία, κωμωδία στάνταπ) συνθέτουν από μόνες τους ένα σχεδόν Χερτζογκικό σουρεαλισμό της πραγματικότητας (αντίστοιχο με εκείνο του μουσικού ντουέτου που απαρτίζεται από την μαντάμ και τον μαστροπό ενός πορνείου στο τέλος του Fata Morgana). Φανερώνουν, μέσα από την εορταστική ατμόσφαιρα αυτό που η παράσταση κρύβει: το ‘θέαμα’ που θα ακολουθήσει ως κεφάτη εκκεντρική θεατρικότητα, καθρέπτη του τρόπου λειτουργίας της σωφρονιστικής αυτής μονάδας (κάτι περίπου αντίστοιχο ως προς την αναξιοπρέπεια των τροφίμων στη χώρα μας υπήρξε το διαβόητο για δεκαετίες ψυχιατρείο της Λέρου).
Χαρακτηριστικές ψηφίδες αυτού του έκκεντρου μωσαϊκού είναι η ομολογία ενός φυλακισμένου περί βιασμών ανηλίκων όπου η παραδοχή του ‘έτσι είμαι’ αφήνει εμβρόντητο τον εμιγκρέ ψυχίατρο, η αλληλεπίδραση με τους δεσμοφύλακες, η κακόφωνη τζαζ ενός αφροαμερικανού, η απελπισμένη απόπειρα ενός άλλου κρατούμενου να πείσει την Διεύθυνση ότι η έλλειψη γυμναστηρίου και αθλοπαιδιών δεν δρα με επικουρικό τρόπο για την δυνητική επανένταξή του στην κοινωνία, η γιόγκα στάση sirsasana ενός άλλου σε συνδυασμό με κήρυγμα, η αναπαραγωγή των ‘πολιτισμικών πολέμων’ στις ΗΠΑ (λ.χ. όπως αυτοί μεταξύ William Buckley Jr. και Gore Vidal) στο προαύλιο με την νομιμοποιημένη επέμβαση στο Βιετνάμ από τη μια και από την άλλη την κριτική αυτής της πολιτικής. Ο εκπρόσωπος της δεύτερης δηλώνει με απελπισμένη βεβαιότητα: «ο κομμουνισμός είναι κοινότητα. Είμαστε η κοινότητα του κόσμου», επιχειρώντας και μια ανάλυση της παράλογης συσσώρευσης των πυρηνικών όπλων, συσσώρευση η οποία, κατ’ αυτόν, ισοδυναμεί τη χρήση τους! Μια τοποθέτηση, δηλαδή, περί συστημικής παραγωγής κρίσεων στον αμερικανικό καπιταλισμό, προκειμένου αυτός να αναπαραχθεί! Τέτοιες στιγμές επιφώτισης προκύπτουν από έναν χειμαρρώδη και θορυβώδη λόγο όπου σκότος και φως περιπλέκονται τραβώντας το ένα το άλλο προς την απόλυτη σχάση της συνείδησης.
Ως απεικόνιση της τελευταίας θα πρέπει ίσως να θεωρήσουμε το σπουδαίο και ιδιαίτερα θλιβερό επίτευγμα του Wiseman.
Titicut Follies (Frederick Wiseman, Η.Π.Α., 1967)