(Μου αρέσει εδώ)
του Ralph Arlyck
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Απ’ όλα τ’ ανθρώπινα κοινά, μόνο ο θάνατος δεν αποφεύγεται, όταν είμαστε νέοι εκ των πραγμάτων δεν τον σκεφτόμαστε, εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις, μεγαλώνοντας, όμως, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τον αγνοήσουμε μια και το μονοπάτι της φθοράς στο οποίο αναγκαστικά εισήλθαμε, μας δείχνει όλο και πιο ξεκάθαρα την κατάληξή του. Τι μπορεί να κάνει λοιπόν κάποιος, όταν έχει φτάσει σ’ αυτό το σημείο της διαδρομής, που παρ’ ότι αγαπά πολύ τη ζωή, είναι αναπόφευκτες κάποιες σκέψεις περί φθοράς, γηρατειών και θανάτου, όταν ας πούμε αυτός ο κάποιος είναι σκηνοθέτης που διανύει ήδη την έβδομη δεκαετία του, τα κόκκαλά του πονάνε απ’ τις αλλαγές του καιρού και σκέφτεται πως το κουτί με τα υπερβολικά πολλά μολύβια που αγόρασε, μια και δεν τα πολυχρησιμοποιεί μπορεί να είναι και το τελευταίο του;
Επιστρατεύοντας το χιούμορ, την καλή του διάθεση, την ικανότητά του για αναστοχασμό και ανασκόπηση και το ταλέντο του στο σινεμά παρατήρησης κι αυτό-παρατήρησης, ο Αμερικανός ντοκιμαντερίστας Ραλφ Άρλικ, δημιουργεί το Μου αρέσει εδώ, ένα αξιομνημόνευτο, ευφάνταστο και διόλου μεμψίμοιρο ντοκιμαντέρ για τα γηρατειά, τη φθορά και το θάνατο μέσα από τις δικές του -κι όχι μόνο- ιστορίες κι αναμνήσεις. Το «εδώ» του τίτλου του είναι ευέλικτα διττό, όπως είναι κι όλη η ταινία - και είναι πράγματι κατόρθωμα να ελίσσεται κανείς κινηματογραφικά τόσο ανθρωποκεντρικά κι ευαίσθητα γύρω απ’ την ανθρώπινη μοίρα. Αφορά στη ζωή ως τόπο που ο σκηνοθέτης θέλει να συνεχίσει να ενοικεί, αλλά και στην ύπαιθρο ως χώρο που απολαμβάνει να μένει με την οικογένειά του.
Τα ειδυλλιακά τοπία της εξοχής, η αίσθηση ασφάλειας και συνέχειας που παρέχει η γη κι η φύση, οι συναντήσεις κι οι ερωτήσεις ουσίας σε παλιούς φίλους, και σε μερικούς αξιοπρόσεκτους γείτονες τις ιστορίες των οποίων μαθαίνουμε (αναρωτιέται κανείς πως γίνεται να βρέθηκαν τόσοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στο ίδιο μέρος, ή αν η αίσθηση αυτή οφείλεται στο αφηγηματικό ταλέντο του Άρλικ), για να μην αναφέρουμε και τα πλάνα του υπέροχου αλόγου, οι βόλτες με το ποδήλατο -αν και στην ηλικία του αποδεικνύεται πως πρέπει κανείς να προσέχει –, τα παλιά βίντεο, οι φωτογραφίες, κι οι εξιστορήσεις απ’ την προσωπική του ζωή, συνυφαίνονται όλα μαζί σ’ ένα χορό παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος που αποκτά συνοχή και νόημα μέσα απ’ τον εκτός κάδρου σχολιασμό του Άρλικ.
Δομημένες ως συμπαγής αφήγηση, οι σκέψεις του αναδεικνύουν την δυνατότητα του ανθρώπινου μυαλού να αντιστέκεται στη φθορά και τη χρονική γραμμικότητα, με το να αποτυπώνει, να ανακαλεί και να φαντάζεται, μετατρέποντας κάθε άλλο χρόνο σ’ ενεστώτα. Τα ίδια που μπορεί να κάνει κι η κάμερα δηλαδή με τη διαφορά ότι η ταινία -όπως πιο περιορισμένα κι η φωτογραφία πριν απ’ αυτήν- μπορεί να γίνει μνήμη διαχρονικά ανεξίτηλη και να κερδίζει το χαμένο χρόνο κάθε φορά και γι άλλο κοινό, ακόμα κι όταν αυτός που την έφτιαξε θα έχει φύγει. Το Μου αρέσει εδώ, γίνεται έτσι μια κατάφαση στα όσα θ’ αφήσουμε πίσω μας για όσο μπορούμε ακόμα να τα χαρούμε, ένα ναι ειπωμένο ολόψυχα, ένα κινηματογραφικό μάντρα υπέρ της ζωής, που εμπνέει και συγκινεί ακριβώς γιατί κρατάει στο τέμπο του κάτι κι απ’ την ισχύ του θανάτου.
Χωρίς να μας καλεί σ’ εξέγερση ενάντια στο αναπόφευκτο, όπως ο Ντίλαν Τόμας που με την ορμή του ποιητή μας ζητάει να μην πάμε ήσυχα στην ευλογημένη νύχτα, αλλά πιο κοντά στο «Ανάθεμά τον που ξεδίψασε» του Καζαντζάκη (όπως το βλέπουμε να καθρεφτίζεται και στο πρόσωπο του φοβερού 91χρονου Λου), το Μου αρέσει εδώ εκφράζει τις υπαρξιακές αλήθειες του Άρλικ, με τόση αμεσότητα, ειλικρίνεια και τρυφερότητα όση άφηνε να φανεί ευθύς εξαρχής κι ο τίτλος του, σαν την ψυχή ενός παιδιού που ξεπερνά τους εξωτερικούς περιορισμούς, παίζοντας ελεύθερο στο εδώ και το τώρα, με μια επιθυμία που δεν προλαβαίνει να γίνει παράπονο. Μου αρέσει εδώ, που πάει να πει ας μείνουμε όσο μπορούμε κι άλλο.