του Χρήστου Νίκου
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_fingernails.jpg

Μπορούν να μπουν κανόνες σε ζητήματα καρδιάς; Και θα άξιζε να θυσιάσει κανείς ένα απ’ τα νύχια του -όποιο θα επέλεγε- για να μάθει αν ο έρωτάς του έχει μέλλον;  Σε μια άλλη εκδοχή της σημερινής εποχής το Ινστιτούτο Αγάπης έχει αναπτύξει ένα τεστ που δείχνει αν δύο άνθρωποι είναι πραγματικά ερωτευμένοι μεταξύ τους. Πριν εξεταστούν, όσα ζευγάρια θέλουν μπορούν να παρακολουθήσουν μαζί ένα πρόγραμμα ασκήσεων για να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας. Αν όμως το τεστ βγει αρνητικό, τότε το ζευγάρι θα πρέπει να χωρίσει. Ευτυχώς, η  Άννα (Τζέσι Μπάκλεϊ) κι ο Ράιαν (Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ) δεν χρειάζεται να ανησυχούν για όλα αυτά. Το δικό τους τεστ βγήκε θετικό τρία χρόνια πριν και τώρα χαίρονται αμέριμνοι την κοινή ζωή τους. Η Άννα, όμως, από περιέργεια θα πιάσει δουλειά στο Ινστιτούτο κι η γνωριμία της, με τον νέο της συνεργάτη, Αμίρ (Ριζ Άχμεντ) είναι αμφίβολο αν θα την βοηθήσει προς τα εκεί που νομίζει.   
Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το αγγλόφωνο Fingernails, ο Χρήστος Νίκου, σκηνοθέτης των εξαιρετικών Μήλων, που εντυπωσίασαν την Κέιτ Μπλάνσετ σε βαθμό ώστε να του κάνει εδώ την παραγωγή, αποδεικνύει πως είναι ικανός για μεγάλα πράγματα με μια πολύ καλή ταινία, ρομαντική, τρυφερή και ενίοτε αστεία, συνδυασμό επιστημονικής φαντασίας και «πειραγμένης» ερωτικής κομεντί, που θα συγκινήσει και θα αγγίξει το θεατή, και θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή χωρίς κάποια απ’ τη στατικότητα που ο σκηνοθέτης εσκεμμένα εισάγει κάποιες στιγμές για να δείξει τη  ρουτίνα στη σχέση της Άννας και του Ράιαν, αλλά που τελικά εκφράζει εξίσου καλά τη διαφορά φάσης όλων εν τέλει των πρωταγωνιστών με τη στιγμή, το χώρο, την εποχή ή και την ίδια τους τη σχέση.
Τη διάσταση αυτή, ανάμεσα σ’ αυτό που συμβαίνει εσωτερικά και στους κανόνες που διέπουν τη εξωτερική πραγματικότητα, συμπυκνώνει εξαιρετικά η σκηνή του πάρτι όπου η Άννα μοιάζει κάπως με αστεία εξωγήινη, αλλά και η φιγούρα του αστροναύτη των Μήλων που τον βλέπουμε σε παιχνίδι-μικρογραφία κι εδώ, να αιωρείται σ’ ένα υπαρξιακό κενό, χωρίς να μπορεί να ταυτιστεί και να συμβιβαστεί με τους κανόνες των άλλων. Οι ήρωες του Νίκου είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι -γι αυτό άλλωστε τους νοιώθουμε και τόσο οικείους- που όπως είναι πιθανό να έχει συμβεί και σ’ εμάς, βρίσκονται κάποια στιγμή να αισθάνονται «παρείσακτοι» σ’ ένα σύστημα, απ’ το οποίο διαπιστώνουν πως διαφέρουν χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί, όχι επειδή το ήθελαν, αλλά επειδή συμβαίνει. Ο Νίκου πραγματεύεται το δίλημμα του ανθρώπου που θέλει να συμβιβαστεί, αλλά η ψυχή του δεν τον αφήνει, μαζί με την πολύ κατανοητή ανθρώπινη ανάγκη να τιθασευτεί το απρόβλεπτο του έρωτα, κάνοντας ταυτόχρονα ένα κοινωνικό σχόλιο για την σημερινή «εμπορευματοποιημένη» σκέψη που θέλει να βλέπει ακόμα και τα συναισθήματα ως επένδυση που θα κρίνονται με βάση την απόδοσή τους, και μαθαίνει να έχει εμπιστοσύνη στην τεχνολογία ακριβώς επειδή δεν είναι ανθρώπινη, πιστεύοντας πως μετρά πιο πολύ απ’ την καρδιά μας.
Η ταινία δεν είναι, ωστόσο, ρομαντική μόνο ως θέμα, αλλά και ως προς την ίδια της την κατασκευή αφού γυρίστηκε με φιλμ 35mm για να λειτουργήσει ακόμα πιο αποτελεσματικά στα μέτρα του ανθρώπου, από εκεί δηλαδή που τον κοιτά με την κάμερά της, αλλά και ως προς τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις μουσικές προτιμήσεις της για να αλαφρύνει την ατμόσφαιρα, να την κάνει αστεία ή ρομαντική  – ας μην ξεχνάμε πως η μουσική παίζει μεγάλο ρόλο στον έρωτα, όπως κι η μυρωδιά – μια ακόμα εξαιρετική σκηνή αυτή με τον νεαρό με τα δεμένα μάτια.  Το Fingernails έχει εκλεκτικές συγγένειες με τον Αστακό του Λάνθιμου στον τρόπο που δείχνει, μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά αυτά που απαιτεί από εμάς η αγάπη, ο Νίκου, όμως, που υπήρξε και βοηθός του Λάνθιμου στον Κυνόδοντα, θεωρεί πως δεν έχει επηρεαστεί απ’ το έργο του, μια κι οι εννοιολογικές ιστορίες του, αποτελούν πιο γειωμένους σχολιασμούς της κοινωνίας μας, κι η ανθρωποκεντρική τους ματιά γειτνιάζει περισσότερο με το σενάριο του Τσάρλι Κάουφμαν, στην Αιώνια Λιακάδα ενός καθαρού μυαλού. Η αγάπη είναι πράγματι αλληλένδετη με τη μνήμη, και ένα ερώτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων εδώ, αφορά το κενό που δημιουργείται όταν κάποιος που αγαπήσαμε σταματά να την τροφοδοτεί συναισθηματικά, έτσι ώστε ξαφνικά να νοιώθουμε ζωντανοί μόνο όταν είμαστε με κάποιον άλλο.
Η απροσδιόριστη χρονικά, μελαγχολική ατμόσφαιρα των Μήλων υπάρχει κι εδώ, η αισιοδοξία, όμως, ενός καινούργιου έρωτα που όσο κι αν πάμε να τον αποφύγουμε αυτός επιμένει να’ρθει δεν την αφήνει να καταλάβει την οθόνη. Και οι τρεις πρωταγωνιστές, αναδεικνύουν με το παίξιμό τους, τις ποιότητες της ταινίας που αντιστοιχούν στο ρόλο τους, με τον Ριζ Άχμεντ να μένει περισσότερο στο μυαλό ως φιγούρα και ως δυνατότητα να εκφράσει συνολικότερα αυτά που η ταινία λέει, δίνοντας της κι ένα επιπλέον νόημα με τον τρόπο που κάνουν οι πολύ καλοί ηθοποιοί, έτσι όπως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό είχε κάνει κι ο Άρης Σερβετάλης στα Μήλα  δείχνοντας μας πως ένας σπουδαίος ηθοποιός μπορεί να μεταβάλλει ακόμα και την αίσθηση του χρόνου σε μια ταινία.