(Τα παιδιά του χειμώνα)
του Alexander Payne
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_the-holdovers.jpg

Με κοκκώδες φιλμ, σκρατσάρισμα στον ήχο και αισθητική seventies στα λογότυπα της Focus  και της Miramax  το «The Holdovers», πριν καλά καλά ξεκινήσει, στέλνει τον θεατή κατευθείαν πίσω στον χρόνο, ενώ ο δημιουργός του παίζει έξυπνα το παιχνίδι της ψηφιακής παλαίωσης.  Ό,τι ακολουθεί διαδραματίζεται πράγματι στη δεκαετία του 1970, σε μια ελιτίστικη, απομονωμένη εκπαιδευτική  γωνιά της χιονισμένης Νέας Αγγλίας, αντανακλώντας έντονα το πνεύμα και τα ήθη της εποχής,-  ακόμα και τις αφηγηματικές και κινηματογραφικές τεχνικές της-, διαπνέεται ωστόσο από μία φρεσκάδα αλλά και από την κομψή  διαχρονικότητα έργων κλασικών. Και ενώ η ταινία θα μπορούσε να είναι αμερικανικό μυθιστόρημα του Salinger φαίνεται περισσότερο να βγαίνει μέσα από τις σελίδες ενός σύγχρονου Dickens.
Η ιστορία είναι φαινομενικά απλή αλλά με αναπάντεχες υποπλοκές. Ένας στρυφνός καθηγητής κλασικών σπουδών, πέντε μαθητές και η αρχιμαγείρισσα έχουν «κολλήσει» σε ένα οικοτροφείο αρρένων κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 70 και οι αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Βιετνάμ είναι σε εξέλιξη, παράλληλα με τις πυρετώδεις προετοιμασίες της χριστουγεννιάτικης θείας λειτουργίας και την αναχώρηση των νεαρών οικότροφων της Barton Academy, ενός διακεκριμένου σχολείου λίγο έξω από τη Βοστώνη, που προετοιμάζει τους γόνους καλών οικογενειών για τα επιφανή κολέγια της περιοχής. Τελικά η ομάδα θα περιοριστεί σε τρεις ετερόκλητες μοναχικές ψυχές, που κουβαλούν το δικό της τραυματικό φορτίο η κάθε μια και σχηματίζουν δεδομένων των συνθηκών μία «κατ’ ανάγκη» οικογένεια.   
Με φόντο το χιονισμένο τοπίο ενός αμερικάνικου campus, επενδυμένου με τη νοσταλγική μελαγχολία χριστουγεννιάτικων μουσικών θεμάτων αλλά κυρίως μιας λυρικής ποπ, φολκ  μουσικής (το «Silver Joy» του Damien Jurado επανέρχεται ως σταθερό μοτίβο και δένει απόλυτα με παλιότερα τραγούδια της εποχής),  η ταινία εισάγει σύντομα τον θεατή στους χώρους ενός αχανούς σχολικού ιδρύματος  στους οποίους επικρατούν οι ζεστές καστανές αποχρώσεις ενός κόσμου παλαιακού. Μέσα στον κόσμο αυτό ο Alexander Payne, βασισμένος σε σενάριο του David Hemingson και έχοντας εξαρχής στο νου του τον Paul Giamatti για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, στήνει με μελετημένη ακρίβεια τον καμβά μιας γλυκόπικρης  ιστορίας, που ζωντανεύει χάρη σε τρεις εξαιρετικές ερμηνείες. Οι ήρωες κάνουν την εμφάνισή τους διαδοχικά, στον δικό τους εργασιακό χώρο ο καθένας, - ένα μοναχικό γραφείο, μια σκοτεινή κουζίνα, οι θορυβώδεις μαθητικοί κοιτώνες-, προϊδεάζοντας αλλά και αφήνοντας περιθώριο για ανατροπές, σε μια αφήγηση που βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, ρέει με φυσικό ρεαλισμό και μετατοπίζεται, από δράμα δωματίου, εμποτισμένου με άφθονο περιπαιχτικό χιούμορ, σε ταινία δρόμου που επιφυλάσσει εκπλήξεις.
Κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η ιστορία,  είναι ο καθηγητής Paul Hunham (ο σκηνοθέτης κρατάει ακόμα και το όνομα του αγαπημένου του ηθοποιού). Μισάνθρωπος και μοναχικός, δύστροπος, απαιτητικός αλλά και καυστικά επικριτικός, είναι σίγουρα ο λιγότερο δημοφιλής ανάμεσα στους καθηγητές της Barton Academy. Επιπλέον πέρα από το πάθος του για τους αρχαίους πολιτισμούς, τις προσωπικές του ανασφάλειες και μία ευφυή ρητορική, που δεν περιορίζεται στην καθηγητική έδρα, ο Hunham διακατέχεται έντονα από ένα σχεδόν αλαζονικό πνεύμα δικαίου και ηθικής που παραπέμπει στους παλιούς κώδικες τιμής και αξιών των αμερικανικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αυτών που στη δεκαετία του 70 έχουν ήδη υποχωρήσει έναντι του κέρδους. Το ότι του ανατίθεται η επίβλεψη όσων έχουν ξεμείνει χριστουγεννιάτικα στο σχολείο, πέρα από δυσχερές για τον ίδιο αποδεικνύεται εξαιρετικά  δυσάρεστο για τους μαθητές.  Πλάι του η Mary Lamb, η θρησκευόμενη μαύρη αρχιμαγείρισσα, βουτηγμένη στη δική της βουβή θλίψη λόγω του πρόσφατου χαμού του γιου της στον πόλεμο του Βιετνάμ, πνίγει τον καημό της στο κάπνισμα και στο αλκοόλ (σημεία στα οποία συγκλίνουν οι δύο ήρωες) και σε ψυχαγωγικά τηλεοπτικά show, διατηρώντας παρά τις συστημικές ανισότητες και την περιθωριοποίηση, μία εξανθρωπισμένη λογική και μία δυναμική αποφασιστικότητα. Τέλος απέναντι στον ιδιόρρυθμο καθηγητή Hunham θα σταθεί , ως αντίπαλο δέος,  το τρίτο έγκλειστο πρόσωπο της ομάδας, ο ψηλόλιγνος και ετοιμόλογος Angus Tully, γόνος εύπορης αλλά δυσλειτουργικής οικογένειας, μαθητής ευφυής αλλά ατίθασος με οξυμένο εξίσου το καυστικό χιούμορ και το αντιδραστικό πνεύμα. Από αγώνας δρόμου μεταξύ δύο άσπονδων εχθρών η ταινία σταδιακά εξελίσσεται σε ιστορία συνάντησης και συμφιλίωσης δασκάλου-μαθητή, οι οποίοι  θα επηρεάσουν καθοριστικά ο ένας τον άλλον. Αλλά και σε ένα ταξίδι αποκαλύψεων και ενηλικίωσης δύο εντελώς διαφορετικών, εξίσου όμως ευάλωτων χαρακτήρων.
Ακροβατώντας διαρκώς ανάμεσα στο δραματικό και το χιουμοριστικό, με την πλάστιγγα να γέρνει συχνά υπέρ του δεύτερου,  το The Holdovers φιλοξενεί, μέσα σε υπέροχα και λειτουργικά πλάνα-σεκάνς,  όλη τη μοναξιά και αποξένωση των «παρατημένων», προνομιούχων και μη. Ενσωματώνοντας με αληθοφάνεια και συγκαλυμμένη τρυφερότητα κάποια αναπόφευκτα κλισέ και υπερβαίνοντάς τα ταυτόχρονα, μέσα από αναπάντεχες μικρές και πνευματώδεις διαλογικές σκηνές- πραγματικά διαμάντια, η ταινία δίνει ένα μάθημα ερμηνειών, κοφτερών και σπινθηροβόλων διαλόγων, μελετημένων ισορροπιών(λόγου, εικόνας και μουσικής που υπογραμμίζει χαμηλόφωνα την αφήγηση)  και προοδευτικών εμβαθύνσεων. Οι ήρωές του - που καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την ομιλία τους, τις σποραδικές σιωπές  και  κάποιες χαρακτηριστικές σωματικές εκφράσεις -απογυμνώνονται σταδιακά και αποκαλύπτονται, μέσα σε ένα πλούσια εναλλασσόμενο πολιτισμικό σκηνικό, που παρόλο που ανασυστήνει  μια συγκεκριμένη εποχή , παραμένει πάντα επίκαιρο.