του Josef von Sternberg
κριτική του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου
Η Λόλα Λόλα του Γαλάζιου Άγγελου είναι η εκπληκτική εξιδανίκευση του χυδαίου. Αναδύεται μέσα στο άθλιο καμπαρέ, με τις γυναίκες-μέγαιρες, σαν αμαρτωλός διφορούμενος κρίνος, «πλασμένη για την αγάπη από το κεφάλι ως τα πόδια». Η κιλότα της και η μυρωδιά της μετασχηματίζονται από ωμές προκλήσεις σε φετίχ της σύμπτωσης πόθου και αισθητικής. Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός διασταυρώνεται με το Χόλιγουντ, και το υπέροχο αυτό υβρίδιο εκπέμπεται, κατακτά θριαμβευτικά την υφήλιο μέσα από τις σαγηνευτικές εικόνες του κινηματογράφου.
Η Λόλα Λόλα είναι κόρη της τρομερής Λούλου του Βέντεκιντ. Αλλά ο Στέρνμπεργκ δεν ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές προεκτάσεις της Λούλου, ούτε και του μυθιστορήματος του Χάινριχ Μαν, που διασκεύασε. Η Λόλα Λόλα, ενσάρκωση της αντρικής ερωτικής επιθυμίας, είναι το αιώνιο θηλυκό σαν εικόνα, σαν έμμονη σαγηνευτική εικόνα. Μέσα στο καμπαρέ τη βλέπει ο καθηγητής, τη βλέπουμε κι εμείς μαζί του, ανακαλύπτουμε όλοι με ταραχή τον αισθησιασμό που εκπέμπει η προκλητική στάση της, οι γυμνοί μηροί της, αλλά και η βραχνή φωνή της στα τραγούδια του Φρίντριχ Χόλεντερ. Γι' αυτό δεν τη γνωρίζουμε ποτέ σαν δραματικό πρόσωπο. Στέκει εκεί, μεγαλόπρεπη και απόμακρη, και εκπέμπει σκοτεινή ομορφιά και φυσική θηλυκή δύναμη της σάρκας. Ο άντρας, ο ανέραστος χόμο φάμπερ, αφοσιωμένος στην εργασία και την κοινωνική τάξη, θα ανακαλύψει την έκσταση του υλικού έρωτα και θα καεί σαν κούτσουρο στη μεγάλη πυρά.
Η Μάρλεν της οθόνης είναι ένα εφεύρημα του κινηματογράφου, ένα γοητευτικό φάντασμα του πόθου του Στέρνμπεργκ και του θεατή. Την υποχρέωσε να αδυνατίσει και να βγάλει δυο τραπεζίτες για να πάρουν τα μάγουλα της εκείνο το θείο βαθούλωμα. Κατόπιν έπλασε το πρόσωπο της με φως και σκιά. Ποτέ το φως του ήλιου, πάντα οι μαγικοί προβολείς των στούντιο πάνω στο μελετημένο μακιγιάζ. Η έκφραση ακίνητη σαν λαμπερή μάσκα, τα βλέφαρα βαριά πάνω από ένα βλέμμα μακρινό, χαμένο. Το κορμί αγαλματένιο, αγέρωχο, σε ιερατική σχεδόν στάση. Και το ντύσιμο, σχεδιασμένο από τον Τράβις Μπάντον, εντελώς παράλογο σε σχέση με τις ρεαλιστικές συνθήκες της σκηνής, αλλά και έξω από κάθε μόδα. Από τη μια μαύρες βραδινές τουαλέτες, παγιέτες, λευκά φτερά, όλα υπερβολικά, εκκεντρικά, μπαρόκ. Από την άλλη το αντίθετο: αντρικό ντύσιμο, μαύρο, βραδινό, με ψηλό καπέλο. Έτσι η Μάρλεν γίνεται η γυναίκα-μύθος με διπλή πάντα υπόσταση, διφορούμενη. Μαζί με τη συνταρακτική θηλυκότητα υπάρχει ο υπαινιγμός του ανδρόγυνου. Μαζί με την επίδειξη του αντικειμένου της λατρείας, που είναι οι γυμνές γάμπες και οι μηροί, υπάρχει η απόκρυψη, η αποστέρηση με τα παντελόνια. Από τότε όλες οι ερμηνεύτριες των καμπαρέ, η Γκάρλαντ, η Μινέλι, η Βαρτάν θα φορέσουν αντρικά βραδινά κοστούμια.
Όμως η Ντίτριχ δε «σταμάτησε» στον Στέρνμπεργκ. Άλλοι δημιουργοί, όπως ο Μπορζέιγκι στον Πόθο (1936) και ο Λούμπιτς στον Άγγελο (1937), αποκάλυψαν μιαν άλλη πτυχή της, το χιούμορ και τη ζωντανή κινητικότητα της σύγχρονης γυναίκας, που θα αποτελέσουν βασικές συνισταμένες της μακράς καριέρας της.
Η ίδια δήλωνε ήρεμα: «Τα πόδια μου δεν είναι τόσο όμορφα. Απλά ξέρω τι να κάνω μ' αυτά... Υπάρχει κάποια έλλειψη αξιοπρέπειας στην ιδιότητα του κινηματογραφικού σταρ... Ποτέ δεν έδωσα μεγάλη σοβαρότητα στην καριέρα μου... Ήμουν ηθοποιός. Έκανα τις ταινίες μου. Τέλος».
Στο τέλος, φυσικά, επανέρχεται το ερώτημα για το μυστικό της καθολικής γοητείας της. Ίσως μια απάντηση περιέχεται στον αφορισμό του Κένεθ Τάιρναν:
«Έχει σεξουαλισμό, αλλά όχι σταθερό γένος. Η ανδρικότητά της αρέσει στις γυναίκες και η σεξουαλικότητα της στους άνδρες...»