του Herbert J. Biberman
Μια ταινία που προασπίζεται τα δικαιώματα των εργατών, των γυναικών, των μεταναστών. Μια από τις πιο τολμηρές πολιτικές ταινίες στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά, Το Αλάτι της Γης/ Salt of the Earth είναι βασισμένη σε μια πραγματική απεργία, και χρησιμοποιεί ως ηθοποιούς εργάτες του ορυχείου. Αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα αμερικανικής ταινίας που προωθεί τον κοινωνικό ρεαλισμό.
Η ταινία αποκαλύπτει τις άθλιες συνθήκες εργασίας και ζωής της Μεξικανο-αμερικανικής κοινότητας και την σκληρή εκμετάλλευση των κατοίκων από τους λευκούς (Αγγλο- Αμερικάνους,όπως αποκαλούνται) βιομηχάνους.
Κάποτε η γη ανήκε στην κοινότητα, η Εταιρεία Ψευδαργύρου, όμως, ήρθε ξαφνικά, ανέλαβε την εκμετάλλευσή της κι άφησε στους κατοίκους την «επιλογή» είτε να φύγουν ή να δεχτούν να εργαστούν με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς κι άθλιες συνθήκες.
Αναγκάζονται να ζουν σε σπίτια που ανήκουν στη διεύθυνση, να ψωνίζουν σε καταστήματα που ανήκουν στη διεύθυνση. Τα σπίτια είναι καλύβες ανθυγιεινές και χωρίς υδραυλικά. Τα καταστήματα πουλούν τα προϊόντα τους σε πολύ υψηλές τιμές, πράγμα που αναγκάζει τους εργάτες να ζουν χρεωμένοι. Οι συνθήκες ασφαλείας για τους εργάτες είναι ανύπαρκτες, ειδικά αν συγκριθούν μ’ αυτές των ορυχείων όπου εργάζονταν λευκοί. Ενώ στους λευκούς επιτρέπεται να δουλεύουν σε ζευγάρια, οι Μεξικάνοι αναγκάζονται να διεκπεραιώνουν τις πιο επικίνδυνες εργασίες μόνοι, κι όταν διαμαρτύρονται, η διεύθυνση τους απειλεί με απολύσεις.
Η αστυνομία συνωμοτεί με τους ιδιοκτήτες του ορυχείου για να σπάσει η απεργία, διαλύοντας τις συγκεντρώσεις των απεργών. Βρίζοντας και χρησιμοποιώντας ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, αλλά και σωματική βία, η αστυνομία συλλαμβάνει έναν από τους εργάτες, τον Ραμόν κι ύστερα τον κατηγορεί για αντίσταση κατά της αρχής. Καθώς η απεργία συνεχίζεται, διώχνει τους εργάτες από τα σπίτια τους και καταστρέφει τις περιουσίες τους....
Η ταινία ξεκινά με την αφήγηση της Esperanza Quintero: «Πώς ν’ αρχίσω ν’ αφηγούμαι την ιστορία μου που δεν έχει αρχή; Τ’ όνομά μου είναι Εσπεράνζα, Εσπεράνζα Κουιντέρο. Είμαι η γυναίκα ενός εργάτη στο ορυχείο. Εδώ είναι το σπίτι μας. Το σπίτι δεν είναι δικό μας. Τα λουλούδια, όμως... τα λουλούδια είναι δικά μας. Αυτό είναι το χωριό μου. Όταν ήμουν παιδί, λεγόταν Σαν Μάρκος. Οι Αγγλοαμερικανοί άλλαξαν το όνομα σε Zinc Town. Ζινκ Τάουν, Νιου Μέξικο, Η.Π.Α. Οι ρίζες μας φτάνουν βαθιά σ’ αυτόν τον τόπο, πιο βαθιά κι από τα πεύκα, πιο βαθιά κι απ’ το ορυχείο. Σ’ αυτούς τους ξεροπόταμους ο προπάππους μου έβοσκε τα βοοειδή του πριν ακόμα έρθουν οι Αγγλοαμερικανοί. Η γη όπου στέκει τώρα το ορυχείο – αυτή η γη ανήκε στον παππού του συζύγου μου. Τώρα ανήκει στην εταιρεία. Δεκαοχτώ χρόνια έφαγε ο άντρας μου σ’ αυτό το ορυχείο. Ζώντας τη μισή του ζωή με τον δυναμίτη και το σκοτάδι. Ποιος μπορεί να πει που αρχίζει, η ιστορία μου; Δεν ξέρω. Εκείνη, όμως, τη μέρα τη θυμάμαι σαν την αρχή του τέλους. Ήταν η μέρα της γιορτής μου. Ήμουν τριανταπέντε χρονών. Ημέρα γιορτής. Κι ήμουν εφτά μηνών έγκυος στο τρίτο μου παιδί. Κι εκείνη τη μέρα – Θυμάμαι έκανα μια ευχή... μια τόσο αμαρτωλή σκέψη... μια τόσο σατανική σκέψη που παρακάλεσα τον Θεό να με συγχωρέσει. Ευχήθηκα... ευχήθηκα να μη γεννηθεί ποτέ το παιδί μου. Όχι. Όχι σ’ αυτόν τον κόσμο.»
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, στο «Το Βήμα» (25-10-1977) γράφει μεταξύ άλλων για την ταινία: "(...) Γιατί όλη αυτή η φασαρία γύρω από ένα τυπικότατα ανθρωπιστικό φιλμ, που ούτε σε στάση παρακινεί ούτε την επανάσταση επαγγέλλεται; Διότι: 1) Οι βασικοί παράγοντες της ταινίας ήταν «μαυροπινακισμένοι», που σημαίνει κατηγορηματική απαγόρευση για δουλειά, 2) δείχνει πως οι απεργίες, δηλαδή πράξεις ειρηνικής συλλογικής αντίστασης στη βουλιμία των αφεντικών, είναι δυνατόν να πετύχουν ακόμα και στην Αμερική, χώρα της απόλυτης κυριαρχίας της μυθικής «ατομικής πρωτοβουλίας», και 3) κηρύσσει τη φυλετική ισότητα.
Τι απομένει απ' αυτή τη θρυλική ταινία σήμερα; Η παρακινηματογραφική μπαρουτοκαπνισμένη ιστορία της, μια διακήρυξη πίστης στην αξία του συνδικαλισμού που ηχεί λιγάκι παράτονα και ο παραδοσιακός ανθρωπισμός της που αποδεσμεύει ως υστερικός σε κατάσταση υπεροξυμένης καταληψίας".
Στην έκδοση Στούντιο Παράλληλο Κύκλωμα στο κριτικό σημείωμα για την ταινία επισημαίνεται: "(...) Συνδυάζοντας την αισθητική του ντοκιμαντέρ και του κινηματογράφου της μυθοπλασίας, το Αλάτι της Γης κινείται σε δυο επίπεδα πολιτικού στοχασμού: από τη μια δείχνει τον απεργιακό αγώνα των εργατών του ορυχείου που ζητούν καλύτερες συνθήκες δουλειάς, περισσότερη ασφάλεια και ισότητα ανάμεσα στους λευκούς και έγχρωμους μετανάστες. Κι από την άλλη παρουσιάζει την παράλληλη συνειδητοποίηση και κινητοποίηση των γυναικών των εργατών, που σε μια δύσκολη στιγμή συνεχίζουν μόνες τους τον απεργιακό αγώνα. Όμως οι γυναίκες ταυτόχρονα με το βασικό αίτημα της απεργίας, προβάλλουν και τα δικά τους αιτήματα για καλυτέρευση της οικογενειακής τους ζωής και ισότητας των δύο φύλων. Ο απεργιακός αγώνας συνοδεύεται λοιπόν από ένα γενικότερο αντιρατσιστικό και φεμινιστικό πολιτικό στοχασμό, που δείχνει ότι για να υπάρξει μια ουσιαστική αλλαγή στη ζωή αυτών των ανθρώπων θα πρέπει ν' αλλάξουν και οι κοινωνικοί θεσμοί που καλλιεργούν τις προλήψεις και την ανισότητα.
Μ' αυτόν τον τρόπο το Αλάτι της Γης αποφεύγει τη στείρα εξύμνηση του συνδικαλισμού κι αποκτά μια πολιτική ευρύτητα στο στοχασμό του, που το κάνει να είναι μια γνήσια πολιτική ταινία, όχι μόνο γιατί αφηγείται μια ιστορία πολιτικού περιεχομένου, αλλά κυρίως γιατί την επεξεργάζεται με πολιτικό και διαλεκτικό τρόπο. Ίσως να είναι αυτός ο λόγος που παραμένει ακόμα και σήμερα μια ταινία-ορόσημο για την ιστορία του πολιτικού κινηματογράφου, ένα έργο δυναμικό και πρωτότυπο, που δεν έχει χάσει καθόλου σ' επικαιρότητα κι ενδιαφέρον. "
(πηγή δελτία τύπου )