"Σύμφωνα με την όχι ιδιαίτερα ταπεινή μου άποψη, Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΟΛΑ ΜΟΝΤΕΣ είναι η σπουδαιότερη ταινία όλων των εποχών"
Andrew Sarris
Η Λόλα Μοντές βρίσκεται κάθε βράδυ στη σκηνή ενός τεράστιου τσίρκου και είναι αναγκασμένη να ξαναζεί το δραματικό παρελθόν της, έχοντας ξεπέσει από τη δόξα και τα πλούτη σε κατάσταση πλήρους παρακμής. Έτσι, κάπου στην Αμερική, ζωντανεύει επάνω στο ταπί η ιστορία μιας μοιραίας γυναίκας του 19ου αιώνα, μέσα από αναδρομές στα γεγονότα και τους άντρες που καθόρισαν την πορεία της. Η Λόλα Μοντές, μια ύπαρξη μεταξύ "μοιραίας γυναίκας" και "άγριου ζώου σε κλουβί", είναι υποχρεωμένη να αναπαριστά την εικόνα της μέχρι το τραγικό τέλος, πλάθοντας μια καρικατούρα της ζωής της με δραματική κορύφωση: ένα άλμα στον κενό…
Η Η πτώση της Λόλα Μοντές(Lola Montes) (1955) είναι ένα ιστορικό φιλμ, το τελευταίο που σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Μαξ Οφίλς(Max Ophuls ) πριν το θάνατό του το 1957. Η ταινία βασίστηκε στη ζωή της Λόλα Μοντές, της "πιο σκανδαλώδους γυναίκας του κόσμου", που στην ταινία την ερμηνεύει η Μαρτίν Καρόλ. Η Λόλα Μοντές ήταν περιβόητη χορεύτρια του 19ου αιώνα (ο "Χορός της Αράχνης" παραμένει γνωστός μέχρι σήμερα) και ερωμένη πολλών σημαντικών αντρών, όπως ο μουσικός Φραντς Λιστ και ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος ο Πρώτος. Στην αρχική της εκδοχή η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1955. Οι θεατές παρακολουθούσαν την ιστορία της Λόλα Μοντές μέσα από αναδρομές στο παρελθόν (flashback). Η χρήση αυτής της τεχνικής αφήγησης επικρίθηκε σφοδρά με αποτέλεσμα η ταινία να μην γνωρίσει επιτυχία στα ταμεία, παρότι υπήρξε η πιο ακριβή γαλλική παραγωγή που είχε γυριστεί ποτέ και η πρωταγωνίστρια Μαρτίν Καρόλ ήταν το απόλυτο σύμβολο του σεξ της δεκαετίας του '50 στη Γηραιά Ήπειρο. Οι παραγωγοί λοιπόν αποφάσισαν να μοντάρουν την ταινία ξανά, κόβοντας σκηνές και ακολουθώντας μια γραμμική αφήγηση παρά τις έντονες αντιρρήσεις του σκηνοθέτη.
Σύμφωνα με τον Ρότζερ Έμπερτ μια "βάναυσα πετσοκομμένη" εκδοχή της ταινίας προβλήθηκε στις αίθουσες μετά το θάνατο του Μαξ Οφίλς. Από το 1963 μέχρι το 1968,τόσο ο Άντριου Σαρίς όσο και άλλοι λάτρεις του φιλμ, αποπειράθηκαν να προβάλλουν μια εκδοχή της ταινίας πιο κοντά στις επιθυμίες του σκηνοθέτη. Το κατάφεραν όμως μέχρις ενός σημείου γιατί από τη μια υπήρχε υλικό που παρέμενε χαμένο και από την άλλη το υπάρχον υλικό παρουσίασε προβλήματα στα χρώματα αφού είχε τραβηχτεί και εμφανιστεί με την χρωματικά ασταθή επεξεργασία Eastmancolor. Ευτυχώς, κάποιες σκηνές που πολλοί θεωρούσαν για πάντα χαμένες, βρέθηκαν απρόσμενα και επέτρεψαν μια νέα μονταρισμένη εκδοχή της ταινίας πιστή στις αρχικές προθέσεις του Οφίλς. Επιπλέον η Ταινιοθήκη της Γαλλίας κατάφερε και έκανε μια λαμπερή χρωματικά ψηφιακή αποκατάσταση στο φιλμ. Αυτή η τελική εκδοχή προβλήθηκε στις Κάννες για πρώτη φορά το Μάιο του 2008 στα πλαίσια του προγράμματος Cannes Classics και αποτέλεσε μείζον κινηματογραφικό γεγονός.
Φαινομενικά μια βιογραφία, Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΟΛΑ ΜΟΝΤΕΣ, το τελευταίο αριστούργημα του Μαξ Οφίλς είναι στην πραγματικότητα μια σπουδή επάνω στο χρόνο και την εφήμερη διάσταση της δόξας και του πλούτου. Καθώς η κάμερα κινείται με εξαιρετική μαεστρία - χαρακτηριστικό του Οφίλς -παρακολουθώντας τη Λόλα σε σκηνές απερίγραπτης χλιδής και λαμπρότητας, ο θεατής ξέρει ότι όλα αυτά θα χαθούν μια μέρα και ότι τελικά και η ίδια η ζωή δεν είναι παρά ένα όνειρο που κάποτε θα τελειώσει.
Η Μαρτίν Καρόλ είναι η σταρ της ταινίας (λέγεται ότι ο λόγος που την επέλεξε ο Οφίλς ήταν για να καταφέρει να βρει τα χρήματα για να γυρίσει την ταινία) και οι Πίτερ Ουστίνοφ, Άντον Γουόλμπρουκ και ο - νεαρός τότε - Όσκαρ Βέρνερ είναι οι άντρες της ζωής της. Όμως ο πραγματικός πρωταγωνιστής στην ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΟΛΑ ΜΟΝΤΕΣ είναι ο ίδιος ο Οφίλς, ο οποίος έδωσε τα πάντα για να γυριστεί η ταινία. Η αποτυχία της στα ταμεία και η κατακρεούργησή της στο μοντάζ από τους παραγωγούς υπήρξαν από τις κύριες αιτίες που οδήγησαν στον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 54 ετών.
Max Ophuls (6 Μαϊου 1902 - 25 Μαρτίου 1957)
Ο Max Ophuls / Μαξ Οφίλς γεννήθηκε Μαξ Οπενχάουερ στο Σάαρμπρουκεν της Γερμανίας το 1902. Ξεκίνησε από το θέατρο, αρχικά ως ηθοποιός και στη συνέχεια ως παραγωγός. Το 1929 δούλεψε ως υπεύθυνος διαλόγων δίπλα στον Ανατόλ Λίτβακ στα στούντιο UFA στο Βερολίνο. Σκηνοθέτησε για πρώτη φορά την κωμωδία μικρού μήκους "Dann schon lieber Lebertran" το 1931 και γνώρισε την πρώτη του επιτυχία το 1933 με την ταινία "Liebelei" όπου εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα χαρακτηριστικά που τον καθιέρωσαν: σετ διακοσμημένα με χλιδή, φεμινιστική προσέγγιση και η αναμέτρηση ενός νεαρού με έναν ώριμο άντρα. Την ίδια χρονιά προβλέποντας την άνοδο των Ναζί, μετακομίζει στη Γαλλία όπου το 1938 αποκτά τη γαλλική υπηκοότητα. Το 1941 μετά την παράδοση της Γαλλίας στους Ναζί, φεύγει στις ΗΠΑ. Τα πρώτα χρόνια δεν εργάζεται. Το 1947 γυρίζει το φιλμ "The Exile" με τον Ντάγκλας Φαίαρμπανκς Τζούνιορ και ακολουθούν άλλες τρεις ταινίες πριν την επιστροφή του στην Ευρώπη το 1950. Το 1951 για την ταινία "La Ronde" (Η περιπολία) θα κερδίσει το βραβείο BAFTA Καλύτερης ταινίας καθώς και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ σεναρίου. Θα ακολουθήσει άλλη μία υποψηφιότητα για Καλλιτεχνική Διεύθυνση (α/μ) για την ταινία "Le plaisir" που γύρισε το 1952. Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΟΛΑ ΜΟΝΤΕΣ του 1955 ήταν η τελευταία του ταινία. Πέθανε το 1957 στο Αμβούργο.
(πηγή δελτίο τύπου )