Ο βαρόνος που έχει καταστραφεί εντελώς από το χαρτοπαίγνιο, ανακαλύπτει μέσα στο σπίτι του τον διαρρήκτη Πεπέλ. Αντί να φωνάξει την αστυνομία, ανοίγει σαμπάνια και πιάνει κουβέντα μαζί του. Όταν το πρωί φτάνουν οι κλητήρες για να πραγματοποιήσουν την κατάσχεση, ο βαρόνος ακολουθεί τον Πεπέλ στο παράξενο, εξαθλιωμένο ξενοδοχείο όπου ζει. Μια τρώγλη για τους απόκληρους της κοινωνίαςΟ ιδιοκτήτης ένα ύποπτο μούτρο και τοκογλύφος, θέλει να παντρέψει την αδελφή της γυναίκας του, την Νατάσα με ένα χωροφύλακα για να του κάνει πλάτες στις βρωμιές του. Ο Πεπέλ που είναι εραστής της γυναίκας του, παίρνει το μέρος της και τον σκοτώνει…
Σε μια εποχή πολύ δημιουργική (1936), ο Ζαν Ρενουάρ γύρισε πολύ διαφορετικές και σπουδαίες ταινίες. («Το έγκλημα του κυρίου Λάνζ», «Η ζωή είναι δική μας», «Εκδρομή στην εξοχή», «Η Μασσαλιώτιδα»). Εδώ μεταφέρει ένα κλασσικό θεατρικό του Μαξίμ Γκόργκι στον κινηματογράφο. Φυσικά το διασκευάζει με την δική του σφραγίδα, ιδίως παραλλάσσει την ρωσική λαϊκότητα με την γαλλική. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά με πρωταγωνιστές τον Ζουβέ και τον Γκαμπέν, ένα πολύ ενδιαφέρον δίδυμο. Ιδιαίτερα ο πρώτος, προσφέρει μια εκπληκτική ανθρώπινη φιγούρα, με το αμίμητο στυλ του.
Το Στο βυθό, προσέφερε στον Ρενουάρ την δυνατότητα να αναπτύξει την νατουραλιστική, ανθρωποκεντρική και κοινωνική θεματολογία του. Οι απόκληροι είναι οι εμβληματικοί άνθρωποι (όπως και για τον Γκόργκι άλλωστε) εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο και υφίστανται πιο αδυσώπητα τα χτυπήματα από τις «συστροφές» της μοίρας. Βλέπει σ’ αυτούς κάποια πρωτογενή αθωότητα, κάποιες θεμελιακές αρετές, μακριά από τους συμβιβασμούς και τα συμφέροντα της οργανωμένης αστικής κοινωνίας του χρήματος. Ακόμη και ο ξεπεσμένος μπον βιβέρ αριστοκράτης αναβαπτίζεται μέσα στη λαϊκή κολυμβήθρα της χαμοζωής. Τηρώντας τους κανόνες κάποιας θεατρικότητας, ο Ρενουάρ ενστερνίζεται το δράμα τους, τους καλύπτει με τον μανδύα της αγάπης του.
(πηγή δελτίο τύπου Κινηματογραφική Λέσχη ΕΤ1)