του Max Ophüls
κριτική του James Travers
laronde2.jpg
(...)Μέσα από μια σειρά δέκα μικρών, αλλά καλοστημένων και τέλεια συναρμογημένων ενοτήτων, ο Οφίλς μεταμορφώνει το έργο του Σνίτσλερ/ Arthur Schnitzler σε μία ιδιαίτερα δηκτική απεικόνιση της εφήμερης φύσης του έρωτα, με τρόπο μελαγχολικό και χιουμοριστικό ταυτόχρονα.
(...) Η δημιουργική ελευθερία που βίωσε ο Οφίλς στην κατασκευή της ταινίας, τον ώθησε να αναπτύξει το εντελώς προσωπικό του οπτικό στιλ, που χατακτηρίζεται από τον όμορφο κιαροσκούρο φωτισμό και τις ρέουσες κινήσεις της μηχανής. Ο τρόπος που ο Οφίλς κινεί την κάμερα ανάμεσα από τα λεπτοδουλεμένα σκηνικά έχει κάτι από την χάρη των βιεννέζικων βαλς και ενισχύει το μοτίβο του καρουζέλ, που ο δημιουργός εύστοχα χρησιμοποιεί για να συνδέσει τις δέκα σκηνές. Λίγοι άλλοι σκηνοθέτες έχουν εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες των μακρών λήψεων και της κινούμενης μηχανής τόσο σωστά και αριστοτεχνικά όσο ο Οφίλς, τόσο στην συγκεκριμένη ταινία, όσο και στις τρεις επόμενες: Η Ηδονή (1952),  Η Άγνωστη κυρία (1953) και Λόλα Μοντέζ (1955).
laronde1.jpgΗ άλλη μεγάλη συμβολή της ταινίας είναι η ένταξη ενός θεοποιημένου σχεδόν τελετάρχη που τον υποδύεται εκπληκτικά ο Anton Walbrook. Ο τελευταίος, όχι μόνο συνδέει τις σκηνές, αλλά συμμετέχει ενεργά σε μερικές απ’ αυτές, παίζοντας άλλοτε τον ρόλο του συμβούλου, άλλοτε του εξομολογητή και άλλοτε του θεού του έρωτα. Ο αινιγματικός χαρακτήρας του Γουόλμπρουκ αφενός επιτρέπει στον Όφιλς να ενδώσει σε ένα απολαυστικό γκρέμισμα του «τέταρτου τοίχου» της ταινίας, δηλαδή της εμπλοκής του θεατή σ’ αυτήν (κάτι που καθιστά την ταινία σχόλιο πάνω στην απάτη του κινηματογράφου) και αφετέρου δίνει στην ταινία την απαιτούμενη συνοχή, κάτι που έλειπε από τις επόμενες σπονδυλωτές ταινίες της εποχής. Όταν οι καταστάσεις γίνονται ιδιαίτερα «καυτές», μεταφερόμαστε βίαια από την κρεβατοκάμαρα σε πλάνα του Γουόλμπρουκ που, περίλυπος, κόβει με το ψαλίδι καρέ από μια μπομπίνα -μια άμεση και σαρκαστική μεταφορά της λογοκρισίας που μάστιζε τα στούντιο του Χόλιγουντ εκείνη την εποχή. Ένας άλλος αποτελεσματικός μηχανισμός σύνδεσης είναι το εκλεπυσμένο και διαρκώς επανερχόμενο μουσικό μοτίβο του Oscar Strauss, που έχει μία φαινομενικά χαρούμενη ατμόσφαιρα, αλλά και έναν υπόγειο λυπητερό τόνο, ακριβώς όπως και η ταινία, που με θαυμαστό τρόπο δείχνει την πικρή παροδικότητα του έρωτα.

(απόσπασμα απο κριτική που δημοσιεύθηκε στο http://filmsdefrance.com)