του Götz Spielmann
(οι δηλωσεις του σκηνοθέτη)
(...) Είναι για την εκδίκηση; Είναι για τη συμφιλίωση; Την αναζήτηση της ταυτότητας; Όλες αυτές είναι απλές προτάσεις, που στην πραγματικότητα δεν σημαίνουν κάτι. Δεν είναι αυτός ο τρόπος που δουλεύω. Το «Revanche» είναι μια ιστορία κι όχι μια θεωρία ενισχυμένη από εικόνες. Οι ταινίες μου προσπαθούν να διεισδύσουν στα θεμέλια της ζωής, όχι με το να επικεντρώνονται στο κοινωνικό πλέγμα, αλλά στα υπαρξιακά ερωτήματα. Αυτό είναι το πάθος μου, αυτό πυροδοτεί την περιέργειά μου και μου δίνει ώθηση: να εντοπίζω την ουσία της ζωής, το βαθύ της νόημα. Πέρα και πίσω από τις οδυνηρές καταστάσεις που διαδραματίζονται στις ταινίες μου, υπάρχει μια θεμελιώδης σπίθα αισιοδοξίας – η πεποίθηση ότι η ζωή δεν είναι ένα λάθος.
(...) Το «Revanche» είναι ένα συναισθηματικό έργο, όπως οι υπόλοιπες ταινίες μου. Οι χαρακτήρες βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση αναζήτησης, εμπνέονται από υποσυνείδητα συναισθήματα αγάπης, θλίψης, εκδίκησης, επιθυμίας, μοναξιάς, στοργής και οίκτου. Μου αρέσουν οι συναισθηματικές ταινίες, αλλά μισώ τις κακόγουστες και δακρύβρεχτες ταινίες, γιατί είναι χειριστικές και απομακρύνουν το θεατή απ’ την πραγματικότητα. Τα συναισθήματα δεν είναι το αντίθετο της διαυγούς σκέψης.
(...) Πίσω απ’ τις σκηνές στην περιοχή με τα κόκκινα φανάρια, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το κέρδος, πώς θα μαζευτούν μικροποσά από δω κι από κει ή πώς μπορούν να βγουν «χοντρά» λεφτά. Τα υπόλοιπα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Αυτή είναι η ουσία της κοινωνίας μας, της κοινωνίας που δημιουργήσαμε και στην οποία ζούμε. Κι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα. Η περιοχή με τα κόκκινα φανάρια είναι απλά η συμπυκνωμένη εκδοχή του πολιτισμού μας. Πόρνες πουλούν τα σώματά τους και πολλοί «επιτυχημένοι» άνθρωποι πουλούν τις συνειδήσεις τους. Έχουν κερδίσει το σεβασμό της κοινωνίας, ενώ στην πραγματικότητα είναι οι μεγαλύτερες πόρνες, γιατί δρουν περισσότερο από απληστία παρά από ανάγκη. Αντί να κακομεταχειρίζονται τον εαυτό τους, κακομεταχειρίζονται άλλους, το περιβάλλον και τον κόσμο.
(...) Αυτή είναι η πρώτη μου ταινία, εδώ και πολύ καιρό, που η φύση παίζει ρόλο-κλειδί. Τα δάση, η απόμερη λίμνη, αλλά και το φως και ο καιρός, όλα αυτά είναι σημαντικά στοιχεία της ταινίας. Το «Revanche» ξεκινάει με ορμή, με μια δυνατή πλοκή και σταδιακά ρέει μέσα σε ένα είδος σιωπής, μιας ισχυρής σιωπής, ελπίζω. Στο μυαλό μου, η φύση αντιπροσωπεύει τη σιωπή πίσω από τις διενέξεις. Όχι σαν ένα ειδυλλιακό καταφύγιο, αλλά σαν μια δύναμη, μια ενέργεια με τη δική της τρομερή ευφυΐα.
(...) Η μοναξιά είναι πιθανώς ένα αναπόσπαστο κομμάτι της μοντέρνας ζωής, εντούτοις τη θεωρώ μια ψευδαίσθηση. Πάντα διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από τον υπόλοιπο κόσμο και έτσι εξαπατόμαστε. Ο διαχωρισμός είναι απλά μια εφεύρεση της φαντασίας μας, γιατί με διάφορους τρόπους βρισκόμαστε σε συνεχή και άμεση αλληλεπίδραση με ένα μεγαλύτερο σύνολο. Η μοναξιά είναι ίδιον της περιορισμένης μας συνειδητοποίησης κι όχι της ίδιας της ζωής. Ο γέρος άντρας φαίνεται να είναι ο πιο μοναχικός χαρακτήρας, αλλά νομίζω ότι νιώθει λιγότερη μοναξιά απ’ τους υπόλοιπους. Έχει μια ξεκάθαρη ταυτότητα, διατηρεί την πίστη του και δε φοβάται το θάνατο.
(...) Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Η σύμπτωση είναι κάτι που η νοημοσύνη μας δεν μπορεί να καταλάβει. Βλέπουμε μόνο κομμάτια του όλου και ποτέ ολόκληρη την εικόνα. Αυτή είναι η πρόκληση στην αφήγηση: να πάρεις τη «σύμπτωση» που θέτει την ιστορία σε κίνηση και να την ενσωματώσεις και συμπυκνώσεις στο σενάριο με τέτοιο τρόπο, που να αναδυθεί σε ένα βαθύτερο πλαίσιο στο τέλος. Η μυθολογία είναι μια ανεξάντλητη πηγή για το συγκεκριμένο θέμα.
(...) Η δουλειά με τον καμεραμάν Μάρτιν Γκσλαχτ ήταν διαισθητική, ακριβής, χωρίς πολλές συζητήσεις κι αναλύσεις. Πριν ξεκινήσουμε, δεν αναλύουμε πολύ τις σκηνές και τα διάφορα τεχνικά θέματα, αντίθετα μιλάμε για την ιστορία, τα κρυμμένα νοήματα, τη φορμαλιστική σύλληψη της ταινίας, το ρυθμό, το στιλ. Σκεφτόμαστε αυτά τα στοιχεία στην κάθε τους λεπτομέρεια και όταν φιλμάρουμε, μπορούμε να δουλέψουμε διαισθητικά και με ακρίβεια. Θέλω να γυρίζω ταινίες που δεν χειρίζονται τον θεατή με τα εφέ τους. Το στιλ, η φόρμα των ταινιών μου, που είναι κάτι πάνω στο οποίο δουλεύω συνεχώς, στοχεύει στη σαφήνεια και στην απλότητα. Αυτό ίσως δεν ακούγεται πολύ θεαματικό, αλλά είναι δύσκολο να γίνει και πιστεύω ότι κρύβει μεγάλη δύναμη. Πιστεύω ότι η φόρμα της ταινίας βρίσκεται στην ατομικότητα και η ατομικότητα είναι πηγή της αληθινής ομορφιάς.
(...) Πιστεύω ότι οι ηθοποιοί είναι άψογοι όταν συνδυάζουν τη ζωντάνια με την ακρίβεια. Προσπαθώ να καθοδηγώ τους ηθοποιούς μου προς αυτή την κατεύθυνση. Μεταξύ τους διαφέρουν όλοι, ο καθένας τους έχει τη δική του προσέγγιση. Γι’ αυτό το λόγο, δεν έχω μια συγκεκριμένη μέθοδο, αλλά διαφορετικές.
(...) Η Ιρίνα Ποταπένκο πέρασε μερικά βράδια ινκόγνιτο σε ένα μπορντέλο, ήπιε σαμπάνια με τους πελάτες, χόρεψε πάνω σε στύλο, ήρθε σε επαφή με τη δουλειά. Ο Αντρέας Λουστ πέρασε σχεδόν μια βδομάδα στο αστυνομικό τμήμα του Γκφελ, έκανε αλκοτέστ, εξασκήθηκε στο σημάδι και έμαθε πολλά για τους αστυνομικούς και τον τρόπο ζωής τους. Ο Γιοχάνες Κρις πέρασε αρκετά βράδια οδηγώντας στην πόλη μαζί μ’ έναν οδηγό μπορντέλου. Οι ηθοποιοί ενσωμάτωσαν αυτή τη γνώση στην ιστορία, με αποτέλεσμα να υποδύονται πιο φυσικά και πιο αυθεντικά το ρόλο τους.
(...) Η ταινία μου δεν έχει ευτυχισμένο τέλος. Για ποιο λόγο άλλωστε; Παρά τα φοβερά πράγματα που συμβαίνουν τον κόσμο, παρά τα προβλήματα και τις διενέξεις, πιστεύω ότι η ζωή είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι. Γι’ αυτό ενδιαφέρομαι μόνο για την τέχνη που είναι «επικυρωμένη» απ’ τη ζωή. Η ζωή δίνει δύναμη στην τέχνη.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή).