Ένα λονδρέζικο σπίτι γύρω στα 1950, μια γυναίκα πίσω από ένα παράθυρο με τραβηγμένες κουρτίνες και ο τραυματισμένος ψυχικός της κόσμος είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η τελευταία ταινία του μεγάλου βρετανού σκηνοθέτη Terence Davies. Μια ποιητική εικονογράφηση προσωπικών αναμνήσεων και έντονων συναισθημάτων που γεννιέται από μια ερωτική απογοήτευση σε ένα μεταβατικό μεταπολεμικό περιβάλλον. Σε μια Αγγλία κουρασμένη, η οποία ισορροπεί δύσκολα ανάμεσα στα χαλάσματα του παλιού και την συγκρατημένη ελπίδα του νέου, τα ερείπια και ο πεσιμισμός που αφήνει πίσω του ο πόλεμος αντικατοπτρίζονται ανάγλυφα στη μελαγχολία και τα αδιέξοδα της ηρωίδας.
Η ιστορία απλή, βασισμένη σε θεατρικό έργο του Terence Rattigan. Η γοητευτική σύζυγος ενός αριστοκράτη δικαστή ερωτεύεται παράφορα νεαρό πρώην πιλότο της πολεμικής αεροπορίας και τον ακολουθεί τυφλά αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Η συντηρητική κοινωνία της εποχής και το βάρος μιας αυστηρής καθολικής αγωγής δε θα σταθούν εμπόδια στην απόφασή της αυτή.
Το «The Deep Blue Sea» θα μπορούσε να είναι μια ακόμη ιστορία για τα πάθη του έρωτα. Τη θλίψη και την απογοήτευση που ακολουθούν την πρόσκαιρη ερωτική ευφορία, όταν η τελευταία εξατμίζεται ή χάνει τη λάμψη της. Κι όταν αργά ή γρήγορα έρχεται η πικρή συνειδητοποίηση ότι το αντικείμενο του έρωτα δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκε κανείς. Η ταινία όμως απεικονίζει με τον ιδιαίτερα κομψό στιλιστικό τρόπο του βρετανού σκηνοθέτη κάτι πολύ πιο σύνθετο από μια ιστορία ερωτικής απογοήτευσης.
Στην τελευταία του κινηματογραφική δημιουργία ο Terence Davies ζωντανεύει τη σεξουαλική αλλά και κοινωνική αφύπνιση μιας γυναίκας. Το βλέμμα του εστιάζει από την αρχή σε αυτήν και δεν την εγκαταλείπει ποτέ. Η Hester, ιδιαίτερα ευφυής αλλά και ευαίσθητη προσπαθεί απεγνωσμένα να συμφιλιώσει τη φαντασία με την πραγματικότητα. Κόρη ιερέα, σύζυγος αριστοκράτη και ερωμένη ενός πρώην στρατιώτη θα ακολουθήσει την καρδιά της αδιαφορώντας για τις επιταγές της κοινωνίας. Διαθέτοντας όλα τα χαρακτηριστικά μιας γνήσιας ρομαντικής ηρωίδας αλλά και τη λογική μιας μοντέρνας γυναίκας πληρώνει το τίμημα της επιλογής της. Η Hester δεν ανήκει στην πραγματικότητα σε κανέναν από τους δύο κόσμους. Και οι δυο άντρες είναι κατώτεροί της, αδύναμοι να ανταποκριθούν στις προσδοκίες της. Πραγματοποιώντας τη βαθύτερη επιθυμία της για ελευθερία γίνεται έρμαιο του ερωτικού της πάθους. Όταν απογοητεύεται, χάνει την ισορροπία της και καταρρέει. Για να γεννηθεί ξανά μέσα από την αυτοκαταστροφική εμπειρία του έρωτα.
Η ιστορία της ταινίας δίνεται αποσπασματικά μέσα από προσωπικές μνήμες. Η χωροχρονική ενότητα καταργείται και η αφήγηση ξεδιπλώνεται συνειρμικά. Με αφετηρία το δραματικότερο αλλά και καταλυτικότερο γεγονός ανασύρονται από την ηρωίδα με συνεχή flashback αναμνήσεις που φωτίζουν το παρελθόν της. Θραύσματα μνήμης συναρμολογούν το πορτρέτο της με οικονομία και ελλειπτικότητα. Οι λιτοί διάλογοι έρχονται να συμπληρώσουν ένα πορτρέτο που εξελίσσεται σε καμβά των προσωπικών επιθυμιών και των ταξικών αντιθέσεων στη μεταπολεμική Αγγλία. Αργοί ρυθμοί, συμμετρικά καδραρισμένα πλάνα, σύλληψη και των πιο λεπτών αποχρώσεων. Μέσα σε αυτό το σκηνικό η ηρωίδα-που την ερμηνεύει σαγηνευτικά η Rachel Weisz- εκπέμπει μια εσωτερική ακτινοβολία σαν τα πορτρέτα των προραφαηλικών ζωγράφων. Ο χρόνος και οι αισθήσεις οπτικοποιούνται. Η μυρωδιά του καπνού, η αφή του δέρματος και των λεπτών υφασμάτων, το παιχνίδι με το φως και το σκοτάδι, καθώς οι κουρτίνες ανοιγοκλείνουν και το παρελθόν μπαινοβγαίνει στο παρόν, είναι οι κύριοι δημιουργοί συναισθημάτων. Κι όλα αυτά δοσμένα μέσα από εξαιρετικά φωτισμένα κάδρα εικαστικής τελειότητας που δημιουργούν μια διακριτική αισθησιακή ατμόσφαιρα. Το φως όπως και η μουσική- το υπέροχο κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Samuel Barber- συμμετέχουν ενεργά σε αυτό το παιχνίδι , τονίζουν και σχολιάζουν τη δράση και τις σιωπές. Για άλλη μια φορά ο Davies επικεντρώνεται στη λεπτομέρεια για να αποδώσει το ουσιαστικό.
Στο «The Deep Blue Sea» ένας από τους μεγαλύτερους Βρετανούς σκηνοθέτες απεικονίζει με υπαινικτικό τρόπο τα έντονα συναισθήματα που σιγοκαίνε κάτω από την ηρεμία και τις κομψά διακοσμημένες επιφάνειες μιας εποχής που γνωρίζει καλά. Σε έναν κόσμο όπως σε αυτόν της ταινίας του, που δεν κρίνει αλλά ούτε και συμπάσχει και που προτείνει ως ιδεώδες το συγκρατημένο ενθουσιασμό και τη χριστιανική ιδέα της αυταπάρνησης η ερωτική επιθυμία δεν μπορεί παρά να θεωρείται παράλογη. Η άβυσσος της βαθιάς θάλασσας φαντάζει ωστόσο προτιμότερη ως τελική επιλογή.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]