Από το 1973 μέχρι το 1984, ο Mike Leigh έκανε 9 φιλμ -τα περισσότερα στα τηλεοπτικά στάνταρ των 16mm και επιπλέον διάφορες ταινίες μικρού μήκους και διάρκειας μισής ώρας-, όλα εκτός από ένα για το BBC και τα περισσότερα χαμένα μετά την αρχική τους μετάδοση. Ως σώμα δουλειάς είναι εξαιρετικό -αρκετές απο τις ταινίες είναι το ίδιο καλές με τις μεγάλου μήκους του, και όλες είναι ανώτερες από τις ταινίες του βρετανικού σινεμά της ίδιας περιόδου που προβαλλόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Οι ταινίες High Hopes και Life is Sweet τον καθιέρωσαν ως σκηνοθέτη αιχμηρών κωμωδιών, όμως θα ’ταν ίσως πιο ακριβές αν λέγαμε ότι είναι σκηνοθέτης αιχμηρών φιλμ με κωμικούς τόνους. Το Naked - “όχι τυπικά” καυστικό για τους πρόσφατους οπαδούς του Leigh-, είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο αντιπροσωπευτικό της σκηνοθετικής του γκάμας, που περιλαμβάνει κωμικές, συναισθηματικά σπαραχτικές, ζοφερές, ευφάνταστες, αποκρουστικές στιγμές. Όμως το Naked επίσης δεν είναι αντιπροσωπευτικό του έργου του, γιατί είναι λιγότερο έργο συνόλου και περισσότερο εστιασμένο στον πρωταγωνιστή -και εδώ η tour-de-force της σκηνοθετικής χειρονομίας έρχεται σε αντίθεση με τo συνηθισμένο τρόπο δουλειάς του Leigh: που είναι γη συσσώρεση επεισοδίων έως ότου φθάσουν σ' ένα ορισμένο σημείο έκρηξης, όπως συμβαίνει στο Grown-Ups ή όπως δεν γίνεται στο The Kiss Of Death.
Τα γέλια, που προκαλούνται στις ταινίες του Leigh, είναι συχνά σκληρά και βεβιασμένα, προέρχονται από καταστάσεις λεπτής αμηχανίας ή υπερβολικής λύπης, και μπορούν να περάσουν στο συναισθηματισμό χωρίς προειδοποίηση. Υπάρχουν δυο βασικά είδη στις ταινίες του Leigh: υπερκινητικές σατυρικές φάρσες (Grown-Ups, Abigail’s Party, Nuts in May, Who’s Who) και νατουραλιστικά δράματα παρατήρησης (Four Days in July, The Kiss of Death, Home Sweet Home). Στα τελευταία, όπως και στις ταινίες του Κασαβέτη/ Cassavetes, το χιούμορ είναι συμπτωματικό και αβίαστο, μέρος της καθημερινής ζωής. Να σημειωθεί ότι και στα δύο είδη του Leigh κυριαρχούν χαρακτήρες με ιδιόρρυθμες εκκεντρικότητες στη συμπεριφορά και τικ, που συχνά είναι τόσο αξιαγάπητοι όσο και αβάστακτοι.
(Αποσπάσματα από κείμενο που δημοσιεύθηκε στο Film Comment, Vol. 30, Nο 5, September-October 1994. Μετάφραση Δ.Μ.)