Το Edvard Munch, το σημαντικότερο βιογραφικό φιλμ στην Ιστορία του σινεμά μαζί με το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» δεν μοιάζει σε τίποτα με τις δεκάδες βιογραφίες ζωγράφων, ποιητών κλπ. που βασίζονται σε κλισέ και γλυκερούς ρομαντισμούς με τον καθαγιασμένο καλλιτέχνη να στέκεται πάνω απ’ τη ζωή, φυσικά πιο ταλαντούχος αλλά και πιο θαρραλέος, πιο ηθικός, καλύτερος άνθρωπος από όλους. Το Edvard Munch είναι ένα φιλμ γεμάτο αρρώστια, φυσική και πνευματική, γεμάτο ταξικές αλλά και εσωτερικές συγκρούσεις, μισογυνισμό.
Ο Peter Watkins δηλώνει: «Το φιλμ δίνει έμφαση στη σημασία της σχέσης μας με την Ιστορία, υπογραμμίζοντας την πολυπλοκότητα αυτής της σχέσης. Αμφισβητεί τον απλουστευτικό και χειραγωγικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα Μαζικά Οπτικοακουστικά Mέσα την ζωή και την Ιστορία. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας σύνθετης δομής, με το παρελθόν, το μέλλον και το παρόν να στροβιλίζονται το ένα μέσα στο άλλο. Θραύσματα μνήμης, επανερχόμενα μοτίβα, η χρήση του ήχου, η διάρρηξη του άκαμπτου συγχρονισμού, η αποσύνδεση εικόνας και ήχου, όλα παίζουν σημαντικό ρόλο… Άλλωστε κι εμείς, τα ανθρώπινα όντα, έτσι βιώνουμε τη ζωή. Κι όμως, αυτή η εμπειρία, ελάχιστη σχέση έχει με τις μονολιθικές δομές των παραγωγών των σύγχρονων μαζικών οπτικοακουστικών μέσων. Η πλειοψηφία των ταινιών για το σινεμά ή την τηλεόραση που διατείνονται πως ασχολούνται με την Ιστορία του παρόντος και του παρελθόντος, κωδικοποιούν την δική μας οπτικοακουστική εμπειρία αυτής της Ιστορίας με ιεραρχημένες, άκαμπτες φόρμες, με συγκεκριμένα μονταζιακά σχήματα και αφηγηματικές δομές, σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο που εμείς βιώνουμε πραγματικά τη ζωή.»
Και συνεχίζει: «Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο «διότι» στο γιατί γύρισα αυτή την ταινία. Οι λόγοι πηγάζουν από ένα σύμπλοκο συναισθημάτων και αναγκών. Πάντως, αν υπάρχει τελικά κάποιος «λόγος» για το γύρισμα αυτής της ταινίας είναι η ενστικτώδης αίσθηση που ένοιωσα, πως ο ίδιος ο Munch, παρά τις ατέλειωτες δοκιμασίες και την προσωπική του αγωνία, παρά την έντονη καταπίεση του περιγύρου του αλλά και του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εργαζόταν, παρέμεινε ολοκληρωτικά ειλικρινής στον εαυτό του σε κάθε επίπεδο της ύπαρξής του και δεν επέτρεψε σε κανέναν και σε τίποτα να σταθεί εμπόδιο στην εξωτερίκευση του εσωτερικού του κόσμου, χωρίς να λογαριάζει πόσο πόνο ή επαγγελματική οπισθοδρόμηση θα του προξενούσε αυτή η ίδια η εξωτερίκευση. Με αυτή την βάση προσπάθησα να κάνω αυτή την ταινία, αναγνωρίζοντας πως ο Munch αποτελεί ένα παράδειγμα για μένα και για όλους μας… Αισθάνθηκα μια μεγάλη συνάφεια με αυτόν τον Σκανδιναβό καλλιτέχνη. Ήταν τότε που υπέφερα από την απαγόρευση του War Game, την ομαδική επίθεση της κριτικής εναντίον του Privilege. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο ο ίδιος ο Munch κυνηγήθηκε στην ίδια του την χώρα. Γρήγορα κατάλαβα πως το να γυρίσω μια ταινία για τον Munch ήταν σαν να γυρίζω μια ταινία για τον εαυτό μου».
Το προσωπικό cinema direct στυλ του Watkins είναι κι εδώ παρόν, όμως το πολύπλοκο μοντάζ εικόνας και ήχου, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα προσώπων και λουλουδιών, το voice over, η χρήση ακόμα και μαύρης αμόρσας για τη σύνδεση της αφήγησης με ιστορικά γεγονότα και πολιτική ανάλυση διαμορφώνουν μια πολύ πιο σοφιστικέ αναζήτηση του πραγματικού προσώπου του ζωγράφου. Ακόμα, το Edvard Munch αποτελεί και έναν μεγάλο θρίαμβο του οπερατέρ και μόνιμου συνεργάτη του Watkins, Odd Geir, που εισήγαγε τεχνικές πραγματικά καινοτόμες για τα standard των ως τότε παραγωγών. Η χρήση φυσικών πηγών και ρεφλεκτέρ, η διαχείριση της διάχυσης του φωτός και ο πειραματισμός με διάφορους τύπους φιλμ φέρνει σε απόλυτη ισορροπία την «ντοκιμαντερίστικη» και την «δραματική» διάσταση του φιλμ, αν και οι όροι αυτοί για το σινεμά του Watkins είναι σχετικοί.
Ο Watkins κατορθώνει να δημιουργήσει ένα χρονικό συνεχές, το οποίο συνέχεια παλινδρομεί μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, νοσηρότητας και ερωτισμού, δημιουργίας και οργής. Μπορεί σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να δούμε τον Munch ως παιδί, τον Munch νεαρό, την ερωμένη του, τη σαγηνευτική γκουβερνάντα του. Η αφήγηση (στα Αγγλικά από τον ίδιο τον Watkins) μοιάζει με την ψυχρή καταγραφή των γεγονότων από έναν αόρατο ρεπόρτερ.
Οι διάλογοι (όπως συμβαίνει συχνά στον Watkins) γίνονται ασύγχρονοι, πλέκονται με φυσικούς ήχους, με μουσική διακριτών οργάνων. Το ανεπανάληπτο φινάλε, όπου ο χρόνος κυκλώνεται αδιάκοπα και παρακολουθούμε διαφορετικά γεγονότα σε διάστημα ενός λεπτού φέρνει τον Joseph Gomez να δηλώσει πως «Ο θεατής βιώνει ένα επίπεδο πυκνότητας πιθανόν ασύγκριτο στην ιστορία του σινεμά.» Με το Edvard Munch ο Watkins απογειώνει την τέχνη του Σινεμά, αλλά και αυτή του μεγάλου Νορβηγού ήρωά του.
(πηγή δελτίο τύπου)