Η ταινία έχει στον κέντρο της τον Brandon (Michael Fassbender, ο οποίος βραβεύτηκε ως καλύτερος ηθοποιός στο Φεστιβάλ Βενετίας), έναν 30χρονο ανίκανο να διατηρήσει οποιαδήποτε συναισθηματική επαφή, εθισμένο στο σεξ. Η ζωή του ανατρέπεται όταν δέχεται μια αιφνιδιαστική επίσκεψη από την εξίσου προβληματική νεώτερη αδελφή του (Carey Mulligan). Με αφορμή αυτό το γεγονός ωθείται να προβεί σε κάποιες αναπόφευκτες και τραυματικές ενδοσκοπήσεις.
Ο σκηνοθέτης Steve McQueen, σε συνέντευξη του στο thefilmstage.com, δηλώνει: «Νομίζω ότι ο Brandon είναι ως χαρακτήρας εξαιρετικά συμπαθής, γιατί είναι κάποιος σαν εμάς. Δεν είναι ένα τέρας. Είναι ένας από μας, και το προσπαθεί: Έχει απλώς αυτόν τον εθισμό. Ωστόσο αυτό που με έκανε να θέλω να κάνω μια ταινία για τη σεξουαλική εξάρτηση ήταν επειδή αυτή είναι όπως ο εθισμός στο αλκοόλ. Όμως για τον εθισμό στο αλκοόλ, λέμε: "Ω, ο εθισμός στο αλκοόλ! Δεν πρόκειται να εθιστώ. Δεν θα να πιω οποιοδήποτε αλκοολούχο ποτό. Ή δεν θα πάρω ναρκωτικά. ή ηρωίνη, ή κοκαΐνη, ή οτιδήποτε άλλο». Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με το σεξ, κάτι που μας αφορά όλους. Είναι πολύ πιο κοντά στην δική μας πραγματικότητα.»
Συγκρίνοντας τις ταινίες Shame και Hunger επισημαίνει: «Η ταινία Hunger αφορούσε τον Bobby Sands/ Μπόμπι Σαντς, ο οποίος ήταν φυλακισμένος σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας. Βρίσκεται σε μια κατάσταση επίσημου περιορισμού εξαιρετικά έντονου –όμως μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, προκειμένου να δημιουργήσει το δικό του περιβάλλον ελευθερίας, σταμάτησε να τρώει. Στην άλλη πλευρά, στην ταινία Shame, υπάρχει ο Brandon, ο οποίος ζει σε μια μητρόπολη στο Manhattan. Και μέσα στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει η αντίληψη της Δύσης περί ελευθερίας. Και αυτός είναι ένας ελκυστικός άντρας, έχει μια καλή δουλειά, έχει ένα αρκετά καλό μισθό. Όμως ο ίδιος φυλακίζει τον εαυτό του μέσω των σεξουαλικών συνευρέσεων. Έτσι, με κάποιο τρόπο οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες στις ταινίες Shame και Hunger είναι διαμετρικά αντίθετοι, όμως επίσης συνδέονται στενά.
(…)Όμως, μια άλλη διαφορά ανάμεσα στις ταινίες Shame και Hunger, είναι η γλώσσα. Με τον IRA αυτό που συνέβη ήταν η βία να οδηγηθεί στα ακρότατά της. Και νομίζω ότι συνέπεια αυτού ήταν και οι άνθρωποι να ωθήσουν τη γλώσσα στα ακρότατά της: αυτό είναι που κάνει ο Bobby Sands. Μιλάει για να μπορέσει να αποκτήσει κάποιου είδους αλήθεια. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα, την πιέζει, την αμφισβητεί όσο μπορεί – όπως για παράδειγμα κάνει με τον ιερέα.
Αλλά, από την άλλη πλευρά στην ταινία Shame υπάρχει ο Brandon ο οποίος με το ζόρι λέει μια κουβέντα. Νομίζω ότι αυτό είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό τού τι συμβαίνει σήμερα. Ακόμα και όταν συζητάνε -όπως στη συνομιλία μεταξύ του David και Brandon στο γραφείο- η συνομιλία τελικά αφορά κάτι τελείως άλλο, απ’ αυτό για το οποίο συζητούν. Και αυτό συμβαίνει καθημερινά πολύ συχνά ».