polish1.jpg

Μια χώρα τυραννισμένη από συνεχείς εισβολές και κατακτήσεις των ισχυρών γειτόνων της επί πολλούς αιώνες, που ανέπτυξε όμως (ή ίσως και εξ αιτίας αυτού) μια λαμπρή πολιτιστική παράδοση στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Κι έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο ότι, κατά τη δεκαετία του ’50 και αργότερα, η Πολωνία παρουσίασε μια πλειάδα σπουδαίων κινηματογραφιστών, που θεμελίωσαν τη Μεγάλη Πολωνική Σχολή. Ακόμα και όταν η χώρα μπήκε σε νέες, οξύτατες πολιτικές περιπέτειες και η κινηματογραφική παραγωγή της τραυματίστηκε, Πολωνοί σκηνοθέτες και τεχνικοί μετανάστευσαν και αιμοδότησαν το παγκόσμιο σινεμά.
Ο Άντρζεϊ Βάιντα (Andrzej Wajda) άνοιξε, κατά κάποιον τρόπο, την αυλαία, με την ταινία «Μια γενιά» (1954) δημιουργώντας μια εξαιρετική τριλογία μαζί με τις κατοπινές «Κανάλ» (1957) και «Στάχτες και διαμάντια» (1958). Μια δύναμη, ευαισθησία και ύφος, που συνδύαζε τον πικρό ρομαντισμό της παράδοσης με τον οδυνηρό προβληματισμό για τα τρομερά χρόνια του πολέμου, της γερμανικής κατοχής και της πολωνικής αντίστασης, όπως και για τις νέες πληγές των αδελφοκτόνων μεταπολεμικών συγκρούσεων. Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν οι Άντρζεϊ Μουνκ (Andrzej Munk) και Γέρζι Καβαλέροβιτς (Jerzy Kawalerowicz) ενώ ο Βόιτσιεχ Χας (Wojciech Has) φώτισε τους λαβυρίνθους των μηχανισμών στην ανθρώπινη συνείδηση, στη φαντασία και στην ανέλιξη του χρόνου. Λίγο αργότερα, ήρθαν ο Ρόμαν Πολάνσκι και ο Γέρζι Σκολιμόφσκι.
Η Κινηματογραφική Λέσχη παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό απάνθισμα κορυφαίων ταινιών της Πολωνικής Σχολής: Στάχτες και διαμάντια» (1958) του Άντρζεϊ Βάιντα, «Νυχτερινό τρένο» (1959) του Γέρζι Καβαλέροβιτς, «Η επιβάτιδα» (1961) του Άντρζεϊ Μουνκ, «Το χειρόγραφο που βρέθηκε στη Σαραγόσα» (1964) του Βόιτσιεχ Χας και «Το μαχαίρι στο νερό» (1962) του Ρόμαν Πολάνσκι.

ΣΤΑΧΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ (Popiol I diament)
Σκην.: Άντρζεϊ Βάιντα.
Ηθοπ.: Ζμπίγκνιεβ Σιμπούλσκι, Εύα Κρζίζεβσκα, Άνταμ Παβλικόφσκι, Μπόγκουμιλ
Κομπιέλα, Βάκλαβ Ζαστρζεζίνσκι.
Παραγ.: Πολωνική, 1958
Διάρκεια 102΄.
Στις 8 Μαΐου 1945 (ημέρα που συνθηκολογεί η χιτλερική Γερμανία) μια ομάδα νέων Πολωνών στήνει ενέδρα και σκοτώνει. Όμως, διαπιστώνουν ότι εκτέλεσαν λάθος άνθρωπο. Ο υπεύθυνος, ο Μάσιεκ, ανήκει σε μια εθνικιστική αντιστασιακή οργάνωση, που επιδιώκει να σκοτώσει τον τοπικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Μάσιεκ συζητεί με το φίλο του και «αρχηγό» του Άντρζεϊ, εκφράζει δισταγμούς αλλά, πιεζόμενος, δέχεται να επαναλάβει την απόπειρα με το πραγματικό υποψήφιο θύμα. Πιάνει δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Μονοπόλ» και φλερτάρει την κοπέλα του μπαρ, με την οποία περνούν τη νύχτα μαζί ενώ στις αίθουσες του ξενοδοχείου γίνεται μια μεγάλη γιορτή. Ένας έρωτας υφαίνεται δειλά……
8 Μαϊου 1945 και 1958. Συμβολική η πρώτη ημερομηνία: τέλος πολέμου, αρχή δεινών με τις αδελφοκτόνες συγκρούσεις εθνικιστών και κομμουνιστών. Πραγματική η δεύτερη χρονολογία, εποχή που έλιωσαν οι πάγοι του σταλινισμού και εκφράζονται πολύ πιο ελεύθερα οι καλλιτέχνες. Ο Βάιντα πλάθει ένα πικρό, συναισθηματικό και απελπισμένο έπος, μέσα στην παράδοση του πολωνικού μπαρόκ. Μια γενιά που συντρίβεται σε συμπληγάδες, ένας ρομαντικός ήρωας της εποχής μας μέσα σε τραγωδία, ερμηνευμένος από τον ηθοποιό-φετίχ του Βάιντα, Ζμπίγκνιεβ Σιμπούλσκι.
polish2.jpg
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΕΝΟ (Pociag)
Σκηνοθεσία : Γέρζι Καβαλέροβιτς
Σενάριο : Γέρζι Λουτόφσκι, Γέρζι Καβαλέροβιτς
Φωτογραφία : Γιαν Λαοκόφσκι
Ντεκόρ : Ρίζαρντ Ποτότσκι
Μουσική : Αντρέϊ Τρζασκόφσκι, (από το θεμα του τραγουδιου «Αχτίδες του
Φεγγαριού» του Άρτι Σόου)
Παίζουν : Λουσίνα Βινίτσκα , Λέον Νιέμτζικ , Τερέζα Σμιγκιέζοβνα,
Ζμπίγκνιεβ Σιμπούλσκι , Χελένα Νταμπρόφοκα , Ινιάτσι Μαχόφοκι , Ρόλαντ Γκλοβατσκι , Αλεξάντερ Σέβρουκ , Ζίγκμουντ Ζίντελ
Παραγωγή Πολωνική, 1959
Διάρκεια : 99’
Στο νυχτερινό τρένο ανεβαίνουν διάφοροι επιβάτες και συνεννοούνται με τη συνοδό ,για τις θέσεις τους στο βαγκόνλι. Ο Γιώργα της προτείνει να πληρώσει την αξία του δεύτερου κρεβατιού ,γιατί θέλει να μείνει μόνος. Εμφανίζεται όμως, η Μάρθα που έχει το εισιτήριο της άλλης θέσης. Το αγόρασε από έναν άνδρα αφού μπήκε στο τρένο, γιατί δεν υπήρχαν θέσεις .Μια ξανθιά, ένας παπάς και ένας φαλακρός σχολιάζουν το «λεπτό γεγονός».Ο Γιώργα από αβρότητα, δίνει τέλος στην ιστορία. Κάθεται μαζί με τη Μάρθα στο κάτω κρεβάτι. Κατόπιν βγαίνει από το διαμέρισμα. Η ξανθιά τον φλερτάρει .Ο παπάς κι ο φαλακρός μιλούν για κάποιον φονιά που καταζητείται. Ο νεαρός Στάτσεκ στέλνει στη Μάρθα ένα σημείωμα «Αν δεν έρθεις αμέσως ,θα εκτροχιάσω το τρένο». Εκείνη το σκίζει και το πετάει από το παράθυρο .Μιλάει με το Γιώργα ,που φέρεται παράξενα, ξεσκεπάζοντας τα πόδια της από το σεντόνι. «Θα τρελαθώ»,λέει. «Έχετε δει νεκροτομείο;»Κι ύστερα «δε με φοβάστε;»Πέφτει το σακάκι του και ξαναβγαίνει. Το τρένο σταματάει σε σταθμό. Ο Στάτσεκ έρχεται να μιλήσει στη Μάρθα από το παράθυρο .Η ξανθιά «κολλάει» στο Γιώργα. Ο Στάτσεκ χτυπάει δυνατά το χέρι της Μάρθας .Ο Γιώργα την περιποιείται αλλά την προσβάλλει κι εκείνη φεύγει θυμωμένη, για να βρεθεί άθελα της στην αγκαλιά του Στάτσεκ, που τη φιλάει και κατόπιν την βρίζει. Εκείνη κλαιει και επιστρέφει στο διαμέρισμα της….
Το Νυχτερινό τρένο είναι στη βάση του ένα συλλογικό φιλμ, η μελέτη μιας ανθρώπινης ομάδας, απομονωμένης προσωρινά και οι αντιδράσεις της απέναντι σε κάποια γεγονότα. Οι άνθρωποι αποκαλύπτουν βαθμιαία τα ψυχολογικά τους χαρακτηριστικά, αισθήματα, παρορμήσεις, ενοχές, μοναξιά ,βάρος του παρελθόντος και προσμονή από το μέλλον. Οι γοργές και πλάγιες συγκρούσεις ,μέσα στο σύντομο και βίαιο φως ενός νυχτερινού ταξιδιού, φανερώνουν τις εσωτερικές τους περιπλοκές .Τα δεδομένα και τα συμβάντα είναι φευγαλέα, κάποιο αστυνομικό μυστήριο απομυθοποιείται γρήγορα, μέσα στην καθημερινή κοινοτυπία, για να αναπτυχθεί στη θέση του το πραγματικό μυστήριο ,το αίνιγμα της ανθρώπινης προσωπικότητας και ζωής .Από αυτήν την άποψη, η ταινία θυμίζει τον ιταλικό κινηματογράφο και τις ταινίες του Αντονιόνι πριν από την Περιπέτεια .
Ο Γέρζι Καβαλέροβιτς (1922-2007) είναι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του Βάιντα .Ταινίες του: Σελουλόζα (1953), Οι οικία (1956), Μητέρα Ιωάννα των Αγγέλων(1961), Φαραώ (1966), (οι πιο γνωστές στην Ελλάδα), Το παιχνίδι (1969), Ο Θάνατος του Προέδρου (1978).
polish3.jpg
Η ΕΠΙΒΑΤΙΔΑ (Pasazerka)
Σκην. : Άντρζεϊ Μουνκ
Ηθ.: Αλεξάνδρα Σλάσκα, Άννα Τσιεπιελέφσκα, Γιάνους Μπλιτζίνσκι, Ιρένα Μάλκιεβιτς.
Παραγ.: Πολωνική, 1961-63
Διάρκεια: 65΄.
Σταθερές εικόνες ενός πλοίου που ταξιδεύει, τα πρόσωπα της Λίζα και του συζύγου της Γουόλτερ. Είναι Γερμανίδα αλλά έλλειψε πολλά χρόνια στην Αμερική, όπου παντρεύτηκε και τώρα επιστρέφει. Η Λίζα διακρίνει μιαν άλλη γυναίκα, αναγνωρίζει τη Μάρτα και ταράζεται. Με κλειστά μάτια θυμάται το παρελθόν ( πάντα ακίνητες φωτογραφίες) τραγικές εικόνες από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Άουσβιτς. Πάλι στο παρόν, η Λίζα ομολογεί στο σύζυγό της ότι δεν ήταν κρατούμενη στο στρατόπεδο όπως του είχε πει αλλά διοικητική υπάλληλος. Η Μάρτα ήταν κρατούμενη. «Δεν έβλαψα κανένα και η Μάρτα μου χρωστάει τη ζωή της». Δεύτερη επιστροφή στο παρελθόν: (Φιλμ) αφήγηση της Λίζας στο σύζυγο. Η άφιξη των αιχμαλώτων. Η Λίζα διαλέγει τη Μάρτα για βοηθό της, η οποία αναλαμβάνει την αποθήκη των αντικειμένων, που αφαιρέθηκαν από τους κρατουμένους. Η Μάρτα στην αποθήκη με τον Ταντέους, επίσης φυλακισμένο και μνηστήρα της. Η Λίζα εξηγεί πως τον είχε φέρει για να την ανακουφίσει. Ο διοικητής του στρατοπέδου αναζητεί τη Μάρτα στο υπνωτήριο για αιτία που αγνοεί η Λίζα. Ζητάει ειδική άδεια και την επισκέπτεται στη φυλακή των μελλοθανάτων. Πάλι στο παρόν, η Λίζα παρακολουθεί τη Μάρτα με εντεινόμενη ανησυχία. Τρίτη επιστροφή στο παρελθόν….
«Η επιβάτιδα», η τελευταία ταινία του Μουνκ, έμεινε ημιτελής γιατί ο σκηνοθέτης σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο βοηθός του, Βίτολντ Λέσιεβιτς, έδωσε την τρέχουσα μορφή της χρησιμοποιώντας ακίνητες φωτογραφίες, για να καλύψει τις σκηνές που δεν είχαν γυριστεί. Πρόσθεσε στην αρχή ένα σχόλιο, τηρώντας αυστηρά την αρχιτεκτονική που είχε σχεδιάσει ο Μουνκ. Αυτή η ημιτελής «Επιβάτιδα» θεωρείται μια από τις πιο συγκλονιστικές ταινίες για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Στηρίζεται σε μια δομή με τρεις αναδρομές στο παρελθόν, που η κάθε μια τους μεταβάλλει ή διαψεύδει την προηγούμενη. Επί πλέον είναι η μόνη ταινία για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως όπου το υποκείμενο που θυμάται ήταν θύτης και όχι θύμα. Η παράξενη αυτή δομή δημιουργεί μια ιδιαίτερη διάσταση στο φιλμ. Το ταραγμένο παρελθόν παίρνει συνταρακτική ενάργεια και ένταση, μέσα από τις τρεις αναδρομές. Ανάμεσα στη δήμιο και στο θύμα γεννιούνται σχέσεις εξουσιασμού, εκβιασμού, εξάρτησης και επιθυμίας, που συντρίβονται από την καθαρότητα και την απόφαση του θύματος. Ο Μουνκ μας οδηγεί στο ηθικό πεδίο, στην πάλη του Καλού και του Κακού στο εσωτερικό του ανθρώπου και στην ανάγκη να θυμόμαστε, για να μην επαναλαμβάνεται εσαεί το μαρτύριο των αθώων.
polish4.jpg
ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗ ΣΑΡΑΓΟΣΣΑ (Rekopis Znaleziony W Saragossie)
Σκην.: Βόιτσιεχ Χας
Ηθοπ.: Ζμπίγκνιεβ Σιμπούλσκι, Ίγκα Σεμπρζίνσκι, Κάζιμιερζ Οπαλίνσκι
Παραγ.: Πολωνική 1965
Διάρκεια: 168΄.
Κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, στη μάχη για την πόλη της Σαραγόσσα, ένας Γάλλος αξιωματικός καταφεύγει στ δεύτερο όροφο ενός πανδοχείου της Σιέρα Μορένα. Εκεί βρίσκει ένα μεγάλο βιβλίο με σχέδια. Παριστάνουν δυο άντρες κρεμασμένους σε αγχόνες και δυο γυναίκες ξαπλωμένες σε κρεβάτι. Ένας αξιωματικός του εχθρού επιχειρεί να τον συλλάβει αλλά καταλήγει να μεταφράζει το βιβλίο. Ανακαλύπτει έτσι, στο πρόσωπο του συγγραφέα, τον παππού του, λοχαγό των Βαλώνων, Αλφόνσο Φαν Βόρντεν. Ο παππούς Αλφόνσο εμφανίζεται, με δύο υπηρέτες, να αναζητεί τον πιο σύντομο δρόμο για τη Σιέρα Μορένα. Οι δυο άντρες τον προειδοποιούν ότι ο δρόμος που διάλεξε είναι επικίνδυνος. Φτάνει σ’ ένα φαινομενικά έρημο πανδοχείο, όπου όμως συναντά δυο Μαυριτανές πριγκίπισσες, που τον καλούν σ’ ένα μυστικό εσωτερικό δωμάτιο. Η Εμίνα και η Ζιμπέλντα τον πληροφορούν ότι είναι εξαδέλφες του και τον καλούν να παντρευτεί και τις δύο για να κληρονομήσει το θρόνο. Όμως οφείλει να προσυλητισθεί στο Ισλάμ. Εκείνος περιπαιχτικά τις αποκαλεί «φαντάσματα» και εκείνες του δίνουν να πιει μέσα σ’ ένα κρανίο. Κοιμάται και ξυπνάει στην εξοχή, δίπλα σε μια κρεμάλα και σωρούς από κρανία…..
Ένα μοναδικό φιλμ, ένας εκπληκτικός λαβύρινθος, αντάξιος του Μπόρχες, που έχει γίνει cult movie. Διακευάζει ένα κλασικό μυθιστόρημα του Γιαν Ποτότσκι και στηρίζεται σε μια σειρά από παράξενες, συναρπαστικές και αινιγματικές αφηγήσεις, που γεννιούνται η μια μέσα από την άλλη, σαν αναρίθμητα κουτιά μέσα από κουτιά. Ιππότες, παλάτια, μάγοι, πριγκίπισσες, παράξενα χάνια, περιπέτειες σαν παραμύθι για ενήλικες θεατές, υποταγμένους από τη μαγική μπαγκέτα του σκηνοθέτη Χας. Η μουσική της ταινίας ανήκει στο μεγάλο συνθέτη Κρζίστοφ Πεντερέτσκι.
polish5.jpg
ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΤΟ ΝΕΡΟ (Νoz W Wodzie)
Σκην.: Ρόμαν Πολάνσκι
Ηθ.: Λέον Νιέμτσικ, Γιολάντα Ουμέτσκα, Ζίγκμουντ Μαλάνοβιτς
Παραγ.: Πολωνική, 1962
Διάρκεια: 90΄.
Ένα ζευγάρι «επιτυχημένων», κατά το παλιό σοσιαλιστικό καθεστώς στην Πολωνία, που διαθέτουν καλό αυτοκίνητο και ένα μικρό ιστιοφόρο κότερο, ξεκινούν το γουικέντ τους για ιστιοπλοΐα σε μια λίμνη. Στο δρόμο παίρνουν στο αυτοκίνητο ένα νεαρό που κάνει οτοστόπ και ο σύζυγος τον φέρνει και στο κότερο. Θέλοντας να επιδείξει την οικονομική του εξουσία αλλά και την αθλητική φόρμα του, επιβάλλει δουλειές και δοκιμασίες στο νεαρό. Η κατάσταση εξελίσσεται σε ανδρική σύγκρουση…..
Η πρώτη ταινία του Πολάνσκι επιβεβαιώνει την πρώιμη ωριμότητα και τη μαεστρία του, ήδη πριν από 48 χρόνια. Η πολλαπλή ψυχολογική και σωματική σύγκρουση (ο μεγαλύτερος επιτυχημένος σύζυγος, η ανικανοποίητη γυναίκα, ο φιλόδοξος αμφισβητίας νέος) παίρνει διάφορες μορφές, αυξάνοντας την πίεση, σε ένα ιδιότυπο και σχεδόν αφόρητο σασπένς, ως την έκρηξη. Εκπληκτική η κινηματογράφηση πάνω στο περιορισμένο πεδίο του σκάφους.

(πηγή δελτίο τύπου Kινηματογραφική Λέσχη  ΕΤ1)