της Julia Ducournau
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Στον κόσμο του Titane της Ζιλιά Ντικουρνό τίποτα δεν είναι εύκολο. Ούτε καν η αφήγηση της ιστορίας. Ένα κοριτσάκι ενοχλεί το μπαμπά του ενώ οδηγεί, εκείνος θυμώνει, το αποτέλεσμα είναι ένα σχεδόν αναμενόμενο αυτοκινητιστικό δυστύχημα που θυμίζει Ωμότητες/ Raw. Οι γιατροί τοποθετούν μια πλάκα τιτανίου στο κεφάλι της και καθησυχάζουν τους γονείς της. Η Αλεξιά αποκτά έναν κυριολεκτικό πόθο για τα αυτοκίνητα (η αγάπη της Ντικουρνό για τον Κρόνενμπεργκ και το Crash είναι διαχρονική) και μεγαλώνοντας γίνεται χορεύτρια κλαμπ και κατά συρροή δολοφόνος. Μένει έγκυος από μια Κάντιλακ, βιώνει περίεργα σωματικά συμπτώματα, λέει στον μπαμπά της ότι πονάει στην κοιλιά, αλλά εκείνος πάλι δεν δίνει σημασία. Όταν τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου, καίει κατά λάθος το σπίτι κι επίτηδες τους γονείς και για να ξεφύγει απ’ τις αρχές παραμορφώνει το πρόσωπό της ώστε να μοιάζει μ’ ένα αγόρι που χάθηκε πριν χρόνια. Ο πυραγός πατέρας του, φιγούρα πιο σκοτεινή κι από την ίδια, την αναγνωρίζει ως γιό του και την φέρνει σχεδόν με τη βία στο σπίτι του …Τι θα απογίνει τώρα η Αλεξιά που έχασε την ικανότητα να σκοτώνει, πρέπει να δείχνει άνδρας στους γύρω της και για πρώτη φορά αρχίζει να σκέφτεται την αγάπη;
Αν οι Ωμότητες ήταν μια ταινία ενηλικίωσης, το Titane είναι μια ταινία συμπερίληψης, όπου όλοι δικαιούνται να ανήκουν και να αγαπηθούν, ανεξάρτητα απ’ τις αμαρτίες τους και όπου το «είμαι εδώ» μετράει περισσότερο από το ποιος είμαι. Το σενάριο, γραμμένο κι αυτό από την Ντικουρνό, μοιάζει εξωφρενικό, είναι όμως εντελώς ζυγιασμένο κι αποδίδεται στην εντέλεια, εξυπηρετώντας στο έπακρο το στόχο του που μοιάζει λίγο μ’ αυτό των ταινιών του Ντελ Τόρο. Ο συνδυασμός της ωμής, σχεδόν σαδιστικής βία και του χιούμορ του πρώτου μέρους (εξαιρετική η σκηνή στο σπίτι που πρέπει να σκοτώσει περισσότερους απ’ όσους υπολόγιζε) θα παρέπεμπε απευθείας σε Ταραντίνο, αν η σκηνοθέτης δεν είχε τη δυνατότητα και το μεγάλο ταλέντο να μεταβολίζει σε κάτι νέο κάθε της επιρροή, εντάσσοντας τις δανεικές ψηφίδες σ’ ένα προσωπικό σινεμά δημιουργού διακριτό και με εμμονές, που αφήνουν πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.
Κατά μια έννοια, η πιο σοκαριστική ταινία του 2021 όπως την αποκάλεσαν, αυτό το θρίλερ σωματικού τρόμου που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα των Καννών διχάζοντας το κοινό και τους κριτικούς, αυτή η εξαιρετικά χτισμένη και μονταρισμένη ταινία, οπτικός στοχασμός πάνω σε θέματα ταυτότητας, τρανς βιώματος και ρευστότητας φύλου και συνηγορία για αποδοχή των πιο σκοτεινών μας πλευρών, δεν είναι παρά ένα μεταμοντέρνο οικογενειακό δράμα. Όταν πάψουν να μας βλέπουν ως τέρατα κι αισθανθούμε επιτέλους ότι ανήκουμε τα πάθη και οι φλόγες μας ημερεύουν.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που οι φλόγες, κανονικές ή ζωγραφισμένες, διέπουν όλη την ταινία ως σύμβολο αυτού που συνεχώς μεταλλάσσεται, αλλάζοντας μορφή και νόημα, για να επιτρέψει σε κάτι καινούργιο να γεννηθεί, συμπυκνώνοντας ουσιαστικά όλη την προβληματική της ταινίας που κινείται ανάμεσα σ’ αυτό που αλλάζει και σ’ αυτό που μένει καρφωμένο στο κεφάλι μας σταθερά (και τελικά μπορεί και να μας σκοτώσει).
Η ατμόσφαιρα του δεύτερου μέρους της ταινίας με την ηρωίδα εν είδει Ορλάντο να προσπαθεί να ανταπεξέλθει σ’ αυτό το τρομακτικά σουρεαλιστικό περιβάλλον, με τον σκοτεινό πατέρα και τους πυροσβέστες-ουραγούς που χορεύουν εκστασιασμένοι γύρω του, δεν αντέχουν, όμως, να δουν το δικό της χορό διαθέτει κάτι από την υπνωτιστική ποιότητα του Ύποπτου κόσμου του Τουίν Πικς και της ικανότητας του Λιντς να προσδίδει υπερβατική αισθητική υπόσταση στο υλικό του. Με τη διαφορά ότι εδώ η πλοκή δεν είναι σχεδιασμένη για να αφήνει απορίες.
Αυτό που θα μείνει στο κεφάλι του θεατή, ωστόσο, δεν είναι τόσο η δυνατότητα ή μη της ηρωίδας να αλλάξει στάση ή ζωή, αλλά εκείνη της Ντικουρνό να ελίσσεται σε σχέση με τα κινηματογραφικά της θέλω και να κυριαρχεί στην οθόνη επιβάλλοντας τους δικούς της όρους θέασης, που πάει να πει να δημιουργεί συναισθήματα και συγκίνηση ακόμα και σ’ αυτούς που έχουν αντιρρήσεις για την ταινία.
Η ίδια λέει πως όταν βλέπουμε σε κάτι πλευρές του εαυτού μας που δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το βρίσκουμε παράξενο ή μας απωθεί, είναι λοιπόν άξιο μεγάλου σεβασμού που παρ’ όλα αυτά, ακόμα και οι «αντιφρονούντες θεατές» νοιώθουν την ίδια μεγάλη έξαψη και περιέργεια να δουν τι θα έχει στη συνέχεια το μενού της.