του Hogir Hirori
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_sabaya.jpg

Σαμπάγια σημαίνει σκλάβα του σεξ κι αναφέρεται στις γυναίκες Γιαζίντι που οι μαχητές του ISIS συνηθίζουν να απαγάγουν, βιάζουν, πουλάνε κι αγοράζουν μεταξύ τους ή εξαναγκάζουν σε γάμο για να τους υπηρετούν. Θεωρούν πως η ζωή τους δεν έχει αξία αφού η κουρδική εθνοθρησκευτική μειονότητα Γιαζίντι στην οποία ανήκουν είναι άλλης θρησκείας απ’ τη δική τους. Πολλές τέτοιες Γιαζίντι, κρύβονται με αλλαγμένα στοιχεία κι επιτηρούμενες από γυναίκες-δουλεμπόρους, ανάμεσα στους δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές του ISIS του στρατοπέδου Αλ-Χολ της Συρίας – του πιο επικίνδυνου στη Μέση Ανατολή όπως θεωρείται. Πόσο εφικτό είναι άραγε για τον Μαχμούντ και τους άλλους εθελοντές του Κέντρου Στέγασης Γιαζίντι της Συρίας να εντοπίσουν και να φυγαδεύσουν τις σαμπάγια του Αλ-Χολ; Και πόσο κουράγιο μπορεί να έχουν οι γυναίκες αυτές να ξαναγυρίσουν στη ζωή μετά από μια τέτοια φρίκη;
Όπως μας δείχνει το ντοκιμαντέρ Σαμπάγια του Χογκίρ Χιρόρι η απάντηση δεν είναι διόλου αυτονόητη σε καμιά απ’ τις δύο ερωτήσεις. Οι εθελοντές του Κέντρου αν και οπλισμένοι διακινδυνεύουν τη ζωή τους σε κάθε αποστολή και πολλές Γιαζίντι αυτοκτονούν από απελπισία ακόμα και μετά τη διάσωσή τους. Τα λόγια της νεαρής Λεϊλά και η ανάγκη για τρυφερότητα της 7χρονη Μίτρα που ευτυχώς θα έχουν καλύτερη τύχη μας δίνουν μια αίσθηση του τεράστιου βάρους με το οποίο θα ζουν εφεξής οι γυναίκες και τα κορίτσια αυτά. Ο Μαχμούντ, εθελοντής του Κέντρου και βασικός πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ, είναι τόσο αφοσιωμένος στο σκοπό του που πηγαίνει ακόμα και στις φυλακές Χασσάκε να μιλήσει με ισλαμιστές. Ο διευθυντής του τον προειδοποιεί να μην διακινδυνεύει τόσο και η γυναίκα του παραπονιέται πως η οικογένειά του δεν τον βλέπει αρκετά. Όμως εκείνος δεν κάνει πίσω ποτέ, ούτε ακόμα κι όταν η κατάσταση στο στρατόπεδο θα γίνει -κατά κυριολεξία- εκρηκτική. Οι εκατοντάδες φωτογραφίες των γυναικών που βλέπουμε στην πιο δυνατή ίσως σκηνή του ντοκιμαντέρ απλωμένες πάνω στον καναπέ δεν τον αφήνουν να ησυχάσει.
Τα μισόλογα στα κινητά τηλέφωνα, η χαμηλωμένη κάμερα στις νυχτερινές αποστολές, η φωτιά που καίει τα χωράφια κοντά στο Κέντρο, το αυτοκίνητο που τους παρακολουθεί, οι Γιαζίντι δικές τους κατάσκοποι με τις νικάμπ, οι αντιπαραθέσεις τους με τις γυναίκες-δουλέμπορους κάνουν συχνά-πυκνά την ταινία να μοιάζει με θρίλερ – όπως ακριβώς κι η πραγματικότητα αυτών των ανθρώπων. Σε αντιδιαστολή, τα χρώματα της γης, η ηρεμία στο σπίτι του Μαχμούντ που χρησιμεύει όπως και το Κέντρο ως άσυλο για αυτές τις γυναίκες, το φαΐ που ψήνεται στη φωτιά, το παρηγορητικό χάδι στην πλάτη της Λεϊλά, το χτένισμα των μαλλιών της Μίτρα, ο μικρός γιός του Μαχμούντ που τον στηρίζει με τον άδολο, παιδικό του τρόπο, είναι η ζωή που εξακολουθεί να επιμένει παρ’ όλη τη φρικαλεότητα και η ανθρωπιά που λειτουργεί ως βάλσαμο για να μπορέσει κανείς να επιζήσει.  
Η ταινία, που κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Σάντανς, δεν διακρίνεται για την οπτική της πρωτοτυπία, μας ανταμείβει όμως με το θάρρος, την ειλικρίνεια και την στιβαρή, δεμένη της σκηνοθεσία (ο Χιρόρι έχει κάνει μόνος του και το μοντάζ) που αρκούν και με το παραπάνω για να μας κάνουν κοινωνούς όλων όσων θέλει να μας καταδείξει.