(Άσπρος, άσπρος κόσμος)
του Oleg Novkovic
white2.jpg

Μια οπερατική στην οπτική της ταινία, όπου τα πρόσωπα αλλά και η δραματουργία της αντλούν -χωρίς να το κρύβουν- τις επιρρόες τους από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. 
Ο σαραντάχρονος Κινγκ έχει ένα μπάρ στο Μπορ της Σερβίας, πόλη ορυχείων σε παρακμή. Μοναχικός τύπος, ζει μόνο για το παρόν και τη μηχανή του. Χρόνια πριν, η ερωτική του σχέση με τη Ρούζιτσα, γυναίκα του καλύτερού του φίλου, Άνιμαλ, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του τελευταίου και την καταδίκη της Ρούζιτσα για φόνο. Ο Κινγκ αποφεύγει τους πάντες, εκτός από τον Ζλάταν, τον μικρό αδελφό του Άνιμαλ που πάσχει από διανοητική αναπηρία και τον οποίο ο Κινγκ φροντίζει επειδή νιώθει ενοχές ή οίκτο. Παρόλο που η Ρούζιτσα νιώθει ακόμη έλξη για τον Κινγκ, όταν αποφυλακίζεται έχει σκοπό να παντρευτεί τον Ουάιτι, έναν καλό άνθρωπο που έχει αποδείξει την ακλόνητη αγάπη του γι’ αυτήν. Η έφηβη κόρη της Ρούζιτσα, Ρόζα, είναι προβληματική κι ατίθαση, εξαρτημένη απ’ τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Μια νύχτα, η Ρόζα συναντά για πρώτη φορά τον μυθικό Κινγκ. Αυτός ελκύεται απ’ τη νιότη της Ρόζας, από την αδάμαστη φύση της που μοιάζει με τη δική του, ή ίσως κι απ’ την ομοιότητα με τη μητέρα της: ο Κινγκ ούτε ξέρει, ούτε νοιάζεται.
white1.jpgΤο indiewire.com αναφέρει σχετικά με την ταινία: «Στο σέρβικο δράμα «Άσπρος, άσπρος κόσμος: Η όπερα του μεταλλωρύχου» οι χαρακτήρες τραγουδούν, αλλά δε χορεύουν ποτέ. Δομημένη ως μια σύγχρονη αρχαιοελληνική τραγωδία, η ταινία παρακολουθεί τις ζωές των αποξενωμένων κατοίκων της πόλης Μπορ. Τα τραγούδια του έργου δε συνοδεύονται από χορογραφίες ή άλλα στιλιστικά εφέ και αυτό αποτελεί μια εκπληκτικά αποτελεσματική στρατηγική. (...)  Οι χαρακτήρες είναι παγιδευμένοι σ’ ένα κλειστοφοβικό σκηνικό και στην κακοτυχία που προκαλείται απ’ τις πράξεις τους.»
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Oleg Novkovic δηλώνει: «Αυτή η ταινία μιλά για την επιθυμία της απόδρασης από ένα πεπρωμένο οδυνηρό και χωρίς ελπίδα.
Αυτή η ταινία μιλά για ανθρώπους που ζουν στα όρια της ύπαρξης, χωρίς μέλλον. Τα όνειρά τους τούς ξεπερνούν, γιατί η ίδια η ζωή τους υπερβαίνει.
Αυτή η ταινία μιλά για την καταστροφή και την κατάρρευση.
Αυτή η ταινία μιλά για τη λαχτάρα για τη ζωή και τη λαχτάρα για τον θάνατο.
Και κυρίως, η ταινία μιλά για ζωές που καταστρέφονται, αλλά και τη Ζωή που δεν μπορεί να καταστραφεί.
Η ταινία μιλά για την αναζήτηση της ελευθερίας και τη φυγή, που είναι καταδικασμένη από τη μοίρα και τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής. Διαδραματίζεται σε έναν παρηκμασμένο κόσμο, όπου ο πιο ισχυρός άντρας είναι ανίσχυρος να αλλάξει το ίδιο του το πεπρωμένο. Είναι ένας χορός με το διάβολο, ένα βαλκανικό τάνγκο σε μια βαλκανική κόλαση, όπου η αγάπη γίνεται συνώνυμη με το θάνατο.»

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, κατάλογος Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, indiewire.com)