των Olivia Rochette & Gerard-Jan Claes
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_kind-hearts.jpg

Η Μπίλι κι ο Λούκας μόλις τέλειωσαν το σχολείο και ετοιμάζονται να πάνε κι οι δύο πανεπιστήμιο στις Βρυξέλλες. Είναι ήδη μαζί αρκετό καιρό κι έτσι η Μπίλι ρωτάει τον Λούκας αν θα πρέπει να συγκατοικήσουν. Εκείνος απορρίπτει την ιδέα ως αταίριαστη με την ηλικία τους και λέει πως θέλει τα πράγματα να μείνουν ως έχουν στην καινούργια πόλη. Ξεχωριστά σπίτια και να βλέπονται το ίδιο ή και περισσότερο. Η Μπίλι, αντίθετα, δεν ξέρει τι θέλει, προβληματίζεται, όμως απ’ αυτή τη ρουτίνα που μοιάζει αδύνατο ν’ αλλάξει. Κι οι δυό εκμυστηρεύονται τις σκέψεις τους για το θέμα στους φίλους τους, διστάζοντας να συζητήσουν μεταξύ τους, όπως έκαναν πάντα μέχρι τότε. Το τέλος του καλοκαιριού θα τους βρει να δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο να πουν ο ένας στον άλλο τι νιώθουν. Ειδικά τη Μπίλι που φοβάται πως οι αμφιβολίες της θα κακοκαρδίσουν άσχημα τον Λούκας…
Αν η πρώτη νεανική αγάπη μοιάζει με φωτισμένο λούνα παρκ γεμάτο εκπλήξεις, δώρα και παιχνίδια έξαψης που κάνουν τους συμμετέχοντες να ουρλιάζουν από τρόμο κι ενθουσιασμό, έτσι όπως συμπυκνώνει συμβολικά η πολύ καλή πρώτη σκηνή της ταινίας, η σχέση των πρωταγωνιστών στο Kind hearts των Olivia Rochette και Gerard-Jan Claes, μοιάζει τόσο ήρεμη και προσγειωμένη που, παρά την εμφανή οικειότητα των δύο παιδιών, δείχνει να μπορεί να τους αφήσει από καύσιμα την ίδια ώρα που νομίζουν πως πετάνε.
Με κλασικό στιλ κινηματογράφησης που θέλει να ενδυθεί το ντοκιμαντέρ αλλά βασικά παραπέμπει σε Ρομέρ από χίλιες μεριές και κυρίως στον τρόπο που στήνεται η κάμερα, δύο πρωταγωνιστές συνομήλικους με τους ήρωες που αναδεικνύουν την ουσία κάθε σκηνής καλούμενοι εν μέρει να παίξουν τους εαυτούς τους αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε δοσμένες καταστάσεις και με μια μπιτάτη μουσική που εκφράζει τον αισθησιασμό και την ζωντάνια της ηλικίας η ταινία εκπληρώνει τους στόχους των σκηνοθετών της. Τα διφορούμενα και οι αμφιθυμίες της πρώτης αγάπης ξεδιπλώνονται κι αναδεικνύονται μακριά απ’ το «σημαντικό» αλλά μέσα απ’ το ενδιαφέρον που βρίσκεται στα μικρά, τα καθημερινά και τα τετριμμένα.
Ο τρόπος που η Μπίλι και ο Λούκας υπάρχουν μεταξύ τους ή με άλλους, τα βλέμματα που ανταλλάσσουν, η νωχελικότητα των κινήσεων, η ελλειπτικότητα του λόγου ακόμα κι όταν είναι πολύς, η χαλαρότητα των σκηνών στη φύση, η εσωτερική αμηχανία που διαφαίνεται στις ήρεμες συζητήσεις, η τρυφερότητα που συχνά μένει στη μέση αποδίδουν επακριβώς τους τρόπους μιας ηλικίας που είναι η ίδια πολύ σημαντική, όσο κι αν αυτό αγχώνει τους ήρωες, έτσι όπως συνιστά περίοδο μετάβασης και αρχή της ενήλικης ζωής μας. Η χαρακτηρολογική προδιάθεση των δύο παιδιών κρυμμένη πίσω απ’ τις ιδεολογικές και συναισθηματικές τους θέσεις δεν σφραγίζει μόνο τη μοίρα της σχέσης τους κι ίσως και τη δική τους στο μέλλον, αλλά τους κάνει να μοιάζουν όλο και περισσότερο με ρομερικούς ήρωες, (πιο καλόκαρδους και λιγότερο εγωιστές σίγουρα, αν και η πιο εσωστρεφής και διφορούμενη Μπίλι άνετα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αμφιθυμική Μοντ, που πάντα ρίχνει το βάρος στους άλλους) σε βαθμό που να μπορεί κανείς να δει το φόντο της ταινίας να εξαφανίζεται και τους δύο τους να τριγυρνάνε μεσημέρι στην παραλία του Σαν Μαλό συζητώντας για το αν πρέπει ή όχι να πάρουν το ίδιο πλοιαράκι.
Κατ’ αυτή την έννοια και παρ’ ότι δεν μοιάζει οι σκηνοθέτες να το είχαν σκοπό, η ταινία αποκτά από μόνη της μια διάσταση ρομερικού μύθου που μπορεί να λειτουργήσει κι ως παραβολή με διαφορετικά επιμύθια, που στοχεύουν τον ένα ή τον άλλο πρωταγωνιστή ή και την ίδια την κατάσταση της σχέσης, ανάλογα μ’ αυτό που έχει στο μυαλό του ο κάθε θεατής όπως ας πούμε «η έλλειψη ενθουσιασμού είναι ρίσκο στον έρωτα» και «όποιος δεν διεκδικεί είναι δύσκολο να μην χάσει».


(Φεστιβάλ Βερολίνου 2022)