(Βρώμικος παράδεισος)
του Bertrand Mandico
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_after-blue.jpg

Οι ταινίες μεγάλου μήκους που γυρίζω είναι φιλόδοξες περιπέτειες οι οποίες περιέχουν στοιχεία από τις ταινίες μικρού μήκους μου, που διαθέτουν μια πιο «μετά» διάσταση. Όλες οι ταινίες μου επικοινωνούν μεταξύ τους, σαν ένας εκτεταμένος ιστός αράχνης. Στο Ultra Pulpe, η σκηνοθέτιδα (Τζόις Νταμάτο) προσπαθεί να γυρίσει το ύστατο φιλμ ΕΦ (το «Μετά την Αποκάλυψη») με τα σετ να περιλαμβάνουν στούντιο και εξωτερικούς χώρους. Η ταινία διαδραματίζεται σε έναν κόσμο γυναικών, χαμένων στα συναισθήματά τους. Επίσης, ξανά στο Ultra Pulpe, η Ναταλί Ρισάρ (η φωνή του voice over στο After Blue), αναφέρει σε μια λίστα ταινιών αρχικά το «Βρώμικος παράδεισος», για να ακολουθήσουν κι άλλοι τίτλοι. Υπάρχει επίσης η εμφάνιση ενός εξωγήινου όντος με διαμαντένιο πρόσωπο, ένα πρόπλασμα των Ινδιαμάτων του After Blue. Από αυτό το πλάσμα γεννιέται η Βιμάλα Πονς στο Ultra Puple, που ερμηνεύει την Βερόνικα Στέρνμπεργκ στο After Blue. Υπάρχουν πολλές γέφυρες που συνδέουν τις δυο ταινίες, κυρίως η σχέση με τους νεκρούς και τα φαντάσματα. Παρομοίως, ένας χαρακτήρας ονόματι Κέιτ Μπους (τον ερμηνεύει ο Ντέηβιντ Πάτρικ Κέλι), εμφανίζεται στο Return of Tragedy, ένα άλλο φιλμ μικρού μήκους της ίδιας περιόδου. Και τελικά στο ExtaZus, κινηματογραφώ έναν συγγραφέα Ηρωικής Φαντασίας που ξεπερνιέται από τις ηρωίδες του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις μικρού μήκους ταινίες πριν το After Blue, τεστάρω ιδέες, κάνω σκαριφήματα, σχολιάζω, αναρωτιέμαι για την ταινία μεγάλου μήκους που έρχεται.
Φαντάστηκα την κατάκτηση ενός νέου κόσμου, κάπως παρόμοια με την κατάκτηση της Αμερικής από τους πιονέρους, αλλά σε πλανητική κλίμακα, με την οικολογική συνείδηση να παίρνει τη θέση της θρησκείας. Κοινότητες που εγκαταλείπουν τη Γη και προσπαθούν να δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο. Αν μη τι άλλο έναν κόσμο όπου αποφεύγεται η οικοδόμηση με κάθε κόστος, όπου αποφεύγεται η καταστροφή, όπου οι άνθρωποι απαρνούνται τις μηχανές, τους υπολογιστές, συνηγορώντας σε έναν τύπο ώσμωσης με την Φύση. Ένας κόσμος όπου θα ζούσαμε σε κοινότητες, που θα κυβερνούνταν με αυστηρούς κανόνες. Κανόνες που θα γίνονταν καταπιεστικοί και φεουδαρχικοί. Αυτός ο κόσμος του «μετά», του «μετά τη Γη», του «μετά τον Γαλάζιο Πλανήτη», με ώθησε να ονομάσω τον πλανήτη (και την ταινία) «After Blue». Με τον υπότιτλο «Βρώμικος Παράδεισος». Γιατί αυτή η προστατευμένη Εδέμ, είναι αναπόφευκτα καταδικασμένη να βρωμίσει από την ανθρώπινη παρουσία. Δεν είναι ένας χαμένος παράδεισος, είναι ένας λερωμένος παράδεισος. Η δεύτερη εξήγηση του τίτλου προέρχεται από πειράματα σχετικά με τον θάνατο, ειδικά με τον κόσμο των νεκρών ή του κόσμου μετά τον θάνατο, κάτι που παρουσιάζεται πολύ έντονα στο φιλμ. Φαίνεται ότι το τελευταίο που γίνεται αισθητό από τον άνθρωπο όταν πεθαίνει, είναι το μπλε φως. Για τη δημιουργία ενός αντίποδα του βιβλικού παραδείσου και της εξοργιστικής ιδέας ότι το προπατορικό αμάρτημα είναι χαρακτηριστικό των γυναικών, φαντάστηκα έναν πλανήτη όπου κάποιος ιός εμποδίζει την επιβίωση των βιολογικών αρσενικών. Έναν πλανήτη όπου μόνο όντα με ωοθήκες επιβιώνουν, υπάρξεις που κουβαλούν τη ζωή. Εφηύρα αυτόν τον κανόνα αποκλεισμού για να πάω ως το τέλος της ουτοπίας, όχι ιδεολογικά, μα βιολογικά. Ένας νέος κόσμος που θα κατοικείται και θα διοικείται αποκλειστικά από γυναίκες, η ιδέα ενός αληθινού πλανήτη των Αμαζόνων που δεν είχε προηγούμενο στο σινεμά. Αυτός ο κανόνας μου επέτρεψε να δώσω την ευκαιρία σε γυναίκες ηθοποιούς όλων των ηλικιών να ερμηνεύσουν μη τυπικούς και δυνατούς ρόλους, άσχετα αν είναι δυνατές, εύθραυστες, άγριες ή οραματίστριες. Πριν είκοσι χρόνια έγραψα ένα ουέστερν σε στυλ Κοκτώ, μια ιστορία πιονέρων στην Αμερική, για έναν σκληρό κόσμο αρσενικών εντός ενός σουρεαλιστικού κόσμου. Προσάρμοσα και μετέφερα το σενάριο σε έναν θηλυκό πλανήτη. Η ταινία μου άλλαξε φύλο χωρίς να αλλάξουν οι χαρακτήρες.
Είχα διαβάσει ότι ο Φελίνι ονειρευόταν να γυρίσει μια ταινία Επιστημονικής Φαντασίας. Σε ένα πρόλογο που είχε γράψει για μια μονογραφία του Moebius, εξέφραζε τον θαυμασμό του για το σύμπαν του δημιουργού κόμικ και την επιθυμία του να συνεργαστεί μαζί του. Κάποτε ακούστηκε ότι θα σκηνοθετούσε τον Φλας Γκόρντον. Ίχνη του σχεδίου του για ταινία ΕΦ εμφανίζονται στο Σατυρικόν (ο Φελίνι αντιμετώπισε τον αρχαίο κόσμο σαν εξωγήινο). Υπάρχουν επίσης ψήγματα ΕΦ στο Οκτώμιση, ο πρωταγωνιστής ετοιμάζει ένα φιλμ ΕΦ του οποίου βλέπουμε τα σκηνικά. Στην Πόλη των Γυναικών παρατηρούμε θραύσματα σκηνών ή καταστάσεων που παραπέμπουν σε έναν κόσμο εν αναμονή. Η ταινία μου είναι μια εσωτερική μου φαντασίωση, βουτηγμένη σε επιρροές από την αντικουλτούρα.
Κάποια χαρακτηριστικά των ταινιών ουέστερν (καπέλα, όπλα, άλογα, ανοικτοί χώροι, μονομαχίες) είναι παρόντα στην ταινία. Παίζω με την ιδέα ενός κοσμικού ουέστερν, αλλά η δομή της πλοκής είναι δάνειο από τις ιστορίες στις Χίλιες και μία νύχτες, το απάνθρωπο τζίνι που ελευθερώνεται και χαρίζει τρεις ευχές (η ιστορία του Αλαντίν και του Ψαρά). Η Κέιτ Μπους είναι ένα τόσο κακό τζίνι όσο και η Μέδουσα. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες όπως η Στέρνμπεργκ ή το Ανθρωποειδές Όλγκαρ 2, προέρχονται από χαρακτήρες και αισθητική ανατολίτικων παραμυθιών. Η αναζήτηση της επιθυμίας και της εκδίκησης της Ζόρα και της Ρόξι, ταλαντεύεται συνεχώς μεταξύ του ουέστερν και των παραμυθιών.
H διαχείριση των αναφορών και των επιρροών μου είναι ένα παιχνίδι προοδευτικού πλεξίματος ή συνδυασμού ιδεών. Εμπλουτίζω την ιστορία μου με διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης. Προσπαθώ να εντάξω τον μύθο που διαπραγματεύομαι μέσα στον σύγχρονο κόσμο, διατηρώντας το συνεκτικό στυλιζάρισμα που θα έχει η ταινία όταν τελειώσει. Μ’ αρέσει η ιδέα της συνύπαρξης του Σέρτζιο Λεόνε με την Βέρα Χιτίλοβα.
Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ 35 χιλιοστών, ό,τι βλέπετε στο έργο είναι αυτό που γυρίστηκε και μόνο. Κατασκευάσαμε σκηνικά, χρησιμοποιήσαμε τεχνικές «rear projection», φίλτρα στους φακούς κλπ. Αποφάσισα όλα τα εφέ να γίνουν πάνω στο γύρισμα, το φιλμ να γυριστεί σαν μια περφόρμανς, όπου η συγκέντρωση όλων
όσων βρίσκονταν στο γύρισμα (αυτή των ηθοποιών αλλά και του συνεργείου), να συγκλίνει στον υπέρτατο βαθμό. Για μένα, οτιδήποτε δεν γίνεται να δημιουργηθεί στο σετ δεν πρέπει καν να υπάρχει στην ταινία, αλλιώς πρόκειται για «ψευδές» σινεμά, ο θεατής πρέπει να βλέπει ό,τι καταγράφηκε από την κάμερα. Όσον αφορά στη μουσική, είχαμε φανταστεί διάφορα σκορ εκ των προτέρων κι αυτές τις ιδέες επεξεργαστήκαμε κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Πρόκειται για έναν διάλογο με τον Πιερ Ντεσπρά, είναι ένα ζήτημα μουσικών αναφορών, προτιμήσεων σε διάφορα όργανα ή σε ρυθμικές παρορμήσεις και ενστικτώδεις μελωδίες. Η δουλειά με τη μουσική δεν είναι θεωρητική, μα αισθητηριακή. Από την άλλη, ο ήχος που είναι πιο οργανικός, περνάει από άλλες κατασκευαστικές διαδικασίες, χειροποίητες και υβριδικές. Ο ήχος είναι το υλικό το οποίο συνδέει τις εικόνες στο μοντάζ. Χτίζω το σάουντρακ κατά τη διάρκεια του μοντάζ, τα σάουντρακ των ταινιών μου είναι εξπρεσιονιστικά, ενώ οι εικόνες μου ιμπρεσιονιστικές.
Στα εξωτερικά γυρίσματα λειτουργήσαμε όπως και σε αυτά στο στούντιο, με τον ίδιο φωτισμό και τα επιπλέον στοιχεία που μας διευκόλυναν. Έπρεπε να πιστέψουμε σ’ αυτόν τον άλλο κόσμο, στην καθορισμένη αντιγραφή του, μένοντας πιστοί σε μια συγκεκριμένη επινόηση των στοιχείων που τον απαρτίζουν. Μαζί με τον Τομά Μπακενί, τον σκηνογράφο, συσκεφτήκαμε για τους χώρους, τις ποσότητες των στοιχείων που θα χρησιμοποιούσαμε ανάλογα με τη δράση, επιτρέψαμε στους εαυτούς μας την υπέροχη αίσθηση της χειροποίητης κατασκευής των σκηνικών. Η εναλλαγή μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών (στούντιο) είναι διαρκής, μερικές φορές με ένα ίνσερτ, άλλες φορές στην ίδια την καρδιά μιας σεκάνς. Αυτή η απουσία χώρων αναφοράς ήταν το κλειδί για την υφολογική συνοχή της ταινίας.
Η διαδικασία του κάστινγκ κράτησε πολύ, έπρεπε να βρούμε τις σωστές ισορροπίες μεταξύ των χαρακτήρων. Κάναμε πολλές πρόβες για να βρούμε μια ερμηνευτική ροή και να μην χρειαστεί να την αναζητήσουμε στα γυρίσματα. Κατόπιν, έπρεπε να γίνει ο συγχρονισμός ήχου στο post production, όπου συνέχισα να τροποποιώ τις φωνητικές ιδιαιτερότητες των ηθοποιών. Ελίνα Λέβενσον, Πάουλα Λούνα, Αγκάτα Μπούζεκ, Βιμάλα Πονς... Αυτές και πολλές περισσότερες αφέθηκαν ολοκληρωτικά στους χαρακτήρες που ερμήνευσαν. Τα γυρίσματα ήταν εξαιρετικά σωματικά, οι καιρικές συνθήκες ήταν άθλιες. Αυτό το φιλμ κρατήθηκε χάρη στην πίστη και την δύναμη των ηθοποιών του.
Αισθάνομαι την ανάγκη να εναλλάσσομαι, να εξερευνώ νέες θεματικές και είδη χωρίς περιορισμούς. Γυρίζω ταινίες μικρού μήκους για να πειραματιστώ, να προχωρήσω το δυνατόν περισσότερο την οπτική μου για το σινεμά. Αυτό το φορμά για μένα είναι σαν μπλοκ για νερομπογιές, σαν σημειωματάριο. Κάνω ταινίες μικρού μήκους χωρίς χρήματα, άλλες με κάποια χρήματα. Με τις ταινίες μικρού μήκους τεστάρω ιδέες, απορρίπτω σχέδια, μετράω τα όριά μου, αμφισβητώ τις αρχές μου. Δεν έχουν την ίδια δυναμική με τις ταινίες μεγάλου μήκους, η πίεση είναι μικρότερη. Η σχέση με την ιστορία είναι διαφορετική, στις ταινίες μεγάλου μήκους η μυθιστορηματική προσέγγιση είναι για μένα απαραίτητη. Χρειάζομαι και μ’ αρέσει να γυρίζω ταινίες μεγάλου μήκους, έχω την εντύπωση ότι αναπληρώνω τον «χαμένο χρόνο», παλιότερα, όταν δεν μπορούσα να γυρίσω ταινίες μεγάλου μήκους.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)