(Ο μικρός Νικολά: τι περιμένουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι ;)
των Amandine Fredon & Benjamin Massoubre
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Το 1955 σε μια Ευρώπη που είχε μόλις αρχίσει να συνέρχεται από τον πόλεμο, σε μια πόλη που την λέγαν Παρίσι, σ’ ένα από εκείνα τα καφέ που οι καλλιτέχνες κι οι τουρίστες πάντα αγαπάνε να πηγαίνουνε, δύο άνδρες που λατρεύαν τις σκανταλιές και τους λέγαν Ζαν-Ζακ και Ρενέ αποφάσισαν να πιάσουν τις πένες τους και να φτιάξουν μαζί ένα αγοράκι. Με το αθώο ύφος, το κόκκινο πουλοβεράκι και την ανασηκωμένη μυτούλα του, αφοπλιστικός, εξοντωτικός και ακαταμάχητος, ο μικρός Νικολά ή Νικόλας, ή όπως αλλιώς τον προφέραν στις χώρες που μεταφράστηκε, έγινε γρήγορα διάσημος και για τα επόμενα 22 χρόνια θα ταξίδευε συνεχώς με τις περιπέτειες και το αεροπλανάκι του – κόκκινο κι αυτό- ως κόμικ ή βιβλίο για να προσφέρει χαρά στα παιδιά και σ’ όποιον άλλο καταλάβαινε πως δεν υπάρχει όριο ηλικίας στο παιχνίδι. Όμως το 1977 ο Ρενέ Γκοσινί (κειμενογράφος και του Αστερίξ, του Ιζνογκούντ και του Λούκι Λουκ), μια πραγματικά θρυλική μορφή των κόμικ πεθαίνει ξαφνικά στα 51 του κι ο συνεργάτης του, ο σκιτσογράφος Ζαν-Ζακ Σανπέ, απαρηγόρητος αποφασίζει να μην συνεχίσει. Ακόμα και σήμερα, μας λέει, δεν είναι σίγουρος αν ο Νικολά έπρεπε να μάθει τα νέα...
Όλα τα παραπάνω και αρκετά ακόμη θα τα δούμε, έτσι όπως θα μας τα λένε, χώρια ή μαζί, οι Γκοσινί-Σανπέ, στο Μικρό Νικολά: τι περιμένουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι; των Αμαντίν Φρεντόν και Μπενζαμέν Μασούμπρ, συνομιλώντας ως κινούμενα σχέδια με το μικρό αγόρι, που θα τους επισκεφθεί στα στούντιο και στα σπίτια τους για να μάθει γι αυτούς και να γυρίσει μαζί τους πίσω στο χρόνο, ξαναζώντας για χάρη τους και κάποιες απ’ τις περιπέτειές του. Σε σενάριο των Μισέλ Φεσλέρ και Αν Γκοσινί, κόρης του Γκοσινί και με την πολύτιμη συμβολή των 90χρονου πια, αλλά ποτέ ενήλικου όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του Σανπέ, ο Μικρός Νικολά, αυτή η απολαυστική ταινία κινουμένων σχεδίων για μεγάλους, αλλά και μικρούς, με τον εξαιρετικό σχεδιασμό σκίτσων και την εξίσου φοβερή μουσική που αναδεικνύει στο έπακρο το πνεύμα κάθε σκηνής, ξεχειλίζει από ζωή και παιχνιδιάρικη διάθεση, χωρίς, όμως, ν’ αφήνει και τ’ άλλα συναισθήματα απέξω. Με νοσταλγία που δεν μοιάζει παλιά και με συγκίνηση που δεν της αφαιρεί αποχρώσεις, η ταινία δεν έχει στην πραγματικότητα πρωταγωνιστή τον ίδιο το Νικολά αλλά τους δύο του δημιουργούς και τις ιστορίες τους και το σκεπτικό που τους έκανε αυτούς που ήταν . Μαζί τους τιμά και μια ολόκληρη εποχή, που ήθελε να ξεχάσει τη φρίκη και να ζήσει χαρές, ανταλλάσσοντας τη μνήμη του τραύματος με την ανάγκη για αισιοδοξία ελπίζοντας σε μια ξανακερδισμένη αθωότητα, αλλά και το μεταπολεμικό Παρίσι που έβρισκε ξανά το φως και γινόταν εκκολαπτήριο για νέες μουσικές, τέχνη και ιδέες που σύντομα θα αποκτούσαν πιο ξεκάθαρο λόγο κι όνομα και για μια στιγμή θα φαινόταν πως μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, αλλά προς το παρόν ακούγονταν σαν ένα κομμάτι τζαζ που μόλις άρχισε τον αυτοσχεδιασμό πάνω στην αίσθηση πως όλα μπορούν να φτιάξουν και να γίνουν καλύτερα κι η ανθρωπότητα έχει δικαίωμα σε μια ακόμα παιδική ηλικία.
Πιστή στο πνεύμα των δημιουργών της, και παραμένοντας ανάλαφρη παρά τις λύπες της, η ταινία θεωρεί πως το ίδιο ισχύει και για μας και προσπαθεί να μας θυμίσει πως η διασκέδαση -λέξη που ακούγεται περισσότερο από κάθε άλλη στην ταινία- κι η χαρά -που συνεχώς μεταφέρεται ως αίσθηση στην οθόνη- δεν είναι μόνο για τα παιδιά, όπως ούτε κι η τέχνη και τα όνειρα, αλλά για όλους μας, αρκεί ν’ αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας αυτό το δικαίωμα και τότε μπορούμε ίσως να πετάξουμε κι εμείς, όπως ακριβώς μας δείχνει ο μικρός Νικολά σε μια από τις πιο ωραίες σκηνές πετώντας πάνω απ’ τις καρέκλες ενός σινεμά (για να μην ξεχνάμε και το ρόλο του κινηματογράφου σ’ όλα αυτά) συντροφιά με τις πεταλούδες της φαντασίας του, αφού, όπως έλεγε κι η Μαίρη Πόπινς στα παιδιά που φρόντιζε, σκέψου κάτι όμορφο για να πετάξεις.
Κι αν αυτό είχαν το σθένος να το πρεσβεύουν ο Γκοσινί, γιος Πολωνοεβραίων μεταναστών στη Γαλλία που γλύτωσαν το Ολοκαύτωμα επειδή είχαν μετακομίσει στην Αργεντινή είδαν, όμως, να ξεκληρίζονται μέλη της οικογένειάς τους, και ο Σανπέ που μεγάλωσε δύσκολα στην επαρχία μ’ έναν αλκοολικό πατριό που γινόταν βίαιος, τότε το ερώτημα του τίτλου γίνεται ακόμα πιο σαφές: «τι περιμένουμε λοιπόν για να είμαστε ευτυχισμένοι;» Απ’ ότι φαίνεται τίποτα δεν θα έπρεπε. Ούτε καν χρειάζεται να είμαστε κάτι ιδιαίτερο, όπως εσκεμμένα δεν ήταν ο μικρός Νικολά και το περιβάλλον του -ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα που κάποιοι μπήκαν απλά στον κόπο να το προσέξουν. Εμπνευσμένη στιγμή του έργου τέχνης που θα έλεγε ο Χάιντεγκερ. Chouette που θα έλεγε ο μικρός Νικολά. Ή για να το πούμε ελληνικά - μούρλια.
(Φεστιβάλ Καννών 2022)