(Όλα πήγαν καλά)
του François Ozon
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Γνώρισα την Emmanuèle [Bernheim, συγγραφέας του βιβλίου] το 2000, μέσω του τότε ατζέντη μου, Dominique Besnehard. Είχα γυρίσει τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά του Under the Sand, τα γυρίσματα είχαν διακοπεί για λόγους χρηματοδότησης. Σε κανέναν δεν άρεσε το σενάριο ή το αρχικό υλικό, οπότε ο Dominique πρότεινε να συναντήσω μια συγγραφέα που δεν ήξερα, την Emmanuèle Bernheim, για να ξαναγράψουμε το σενάριο. Ένιωθε ότι θα ταιριάζαμε καλά και είχε δίκιο: τα καταφέραμε και γίναμε φίλοι αμέσως. Μοιραζόμασταν παρόμοια γούστα στις ταινίες, στους ηθοποιούς και στην σωματική τους έκφραση, και μου άρεσε πολύ το φυσικό στυλ της γραφής, ‘μέχρι το κόκαλο’.
(...) Μου έστειλε ένα πρόχειρο του βιβλίου της, πριν την εκτύπωση, και συγκινήθηκα πάρα πολύ να ανακαλύψω και να μοιραστώ την εμπειρία της με τον πατέρα της. Μου άρεσε ο ρυθμός, ο τόνος, το τέλος, το σασπένς της κορύφωσης που μοιάζει σχεδόν με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και η διφορούμενη και αμφιλεγόμενη ανακούφιση των δύο αδερφών που ολοκλήρωσαν την «αποστολή» τους. Η Emmanuèle ρώτησε αν θα με ενδιέφερε η προσαρμογή του βιβλίου για τον κινηματογράφο. Ήμουν σίγουρος ότι θα έκανε μια όμορφη ταινία, αλλά ήταν τόσο πολύ η δική της ιστορία που, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μου, δεν μπορούσα να δω πώς να την κάνω δική μου. Άλλοι κινηματογραφιστές ενδιαφέρθηκαν και υπήρξαν πολλές προσφορές για τα δικαιώματα. Με κράτησε ενήμερο μέχρι την επιλογή του Alain Cavalier, ο οποίος δυστυχώς δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το έργο λόγω του καρκίνου της Emmanuèle. Ωστόσο, από αυτή την εμπειρία, ο Cavalier έκανε ένα όμορφο ντοκιμαντέρ, το Living and Knowing You Are Alive το 2019.
(...) Ο θάνατος της Emmanuèle, η απουσία της, με έκανε να θέλω να είμαι ξανά μαζί της. Ίσως επίσης, σε προσωπικό επίπεδο, ένιωσα πιο έτοιμος να βουτήξω στην ιστορία της. Συχνά χρειάζομαι χρόνο με τα βιβλία που έχω διασκευάσει, για να τα αφήσω να ωριμάσουν, να καταλάβω πώς να τα κάνω δικά μου. Και ήθελα να συνεργαστώ με τη Sophie Marceau. Της είχα παρουσιάσει πολλά σενάρια και ιδέες στο παρελθόν και συναντούσαμε πολύ ο ένας τον άλλον, αλλά τίποτα δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ένιωσα διαισθητικά ότι αυτή ήταν τελικά η κατάλληλη στιγμή, το σωστό έργο. Της έστειλα λοιπόν το βιβλίο της Emmanuèle και της άρεσε. Και ξεκίνησα να γράφω το σενάριο.
(...) Στο Θέλημα του Θεού ξεκίνησα με προσωπικές εμπειρίες, αλλά σύντομα η ταινία επεκτάθηκε για να εξερευνήσει την ομαδική εμπειρία και την πολιτική σκοπιά του θέματος. Εδώ, εξερευνώ την προσωπική εμπειρία της Emmanuèle. Στην ταινία δεν γίνεται ποτέ συζήτηση για την ευθανασία. Προφανώς, οδηγούμαστε να αναλογιστούμε τα συναισθήματά μας και τα ερωτήματα μας για τον θάνατο, αλλά αυτό που με ενδιέφερε πάνω απ’ όλα ήταν η σχέση μεταξύ του πατέρα και των θυγατέρων του. Ωστόσο, λέγοντας αυτήν την ιστορία, ένιωσα ότι η Emmanuèle είχε μια έντονη αντίδραση, καθώς αντιμετώπισε μια κοινωνία που δεν μας αφήνει να οργανώσουμε έναν επιθυμητό θάνατο με νόμιμο και δομημένο τρόπο. Δεν νομίζω ότι τα παιδιά ή οι αγαπημένοι του ατόμου πρέπει να φέρουν αυτό το βάρος και όλες τις ενοχές που το συνοδεύουν.
(...) Η Emmanuèle γράφει για τις πράξεις των ανθρώπων με περιγραφικό τρόπο. Το βιβλίο είναι γεμάτο διαλόγους και συζητήσεις, επομένως η προσαρμογή του ήταν αρκετά απλή, ρευστή και χρονολογική. Αλλά υπήρχαν τρύπες στην ιστορία, και κατά κάποιον τρόπο ένιωθα τι έλλειπε χωρίς ωστόσο να είμαι απολύτως σίγουρος. Έτσι, όπως με το Θέλημα του Θεού, έκανα τη δική μου έρευνα, κυρίως με τους εν ζωή πρωταγωνιστές της ιστορίας: τον σύντροφο της Emmanuèle Serge Toubiana και την αδελφή της Pascale Bernheim. Υπήρχε μια κραυγαλέα απουσία στο βιβλίο: Η Claude de Soria, η μητέρα της Emmanuèle, την οποία, σχεδόν ποτέ, δεν μου είχε αναφέρει. Είναι το ένα τυφλό σημείο του βιβλίου. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήταν πολύ άρρωστη και είχε χρόνια κατάθλιψη. Στην ταινία, μαθαίνουμε ότι είναι καλλιτέχνης. Το έμαθα ο ίδιος αρκετά αργά, μετά τον θάνατο της Emmanuèle. Η Claude de Soria ήταν μια σημαντική γλύπτης, αναγνωρισμένη στον κόσμο της τέχνης. Έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι υπήρχε άλλη μια καλλιτέχνης στην οικογένεια, εκτός από την Emmanuèle, την συγγραφέα. Η Pascale Bernheim μου έδωσε ένα βιβλίο για τη μητέρα τους και μου έδειξε τη δουλειά της και ένα ντοκιμαντέρ, όπου τη βλέπουμε να δουλεύει με τσιμέντο. Η Claude de Soria ποτέ δεν θεωρητικολόγησε για το έργο της. Ανακαλεί συγκεκριμένα πράγματα, με οργανικούς, υλικούς όρους. Η Emmanuèle ήταν το ίδιο με τη γραφή της.
Το πρώτο της βιβλίο ονομάζεται Le Crand’Arrêt (Switchblade). Δεν μπορούσα να μην δω μια αναφορά στα γλυπτά της Claude de Soria, που μοιάζουν με μαχαίρια ή λεπίδες. Αυτή η καταγωγή του έργου της έθρεψε τη φαντασία μου για την οικογένεια και έκανε την απόρριψη της Εμμανουέλ ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.
Δεν είχε κανένα από τα έργα της μητέρας της στο σπίτι της. Μια ακόμα ιστορία: ο αινιγματικός G.M., του οποίου το όνομα είναι Gérard στην ταινία. Στο βιβλίο ονομάζονται όλοι ξεκάθαρα εκτός από τον μυστηριώδη G.M, ο οποίος ήταν ο εραστής του André. Οι αδερφές δεν τον συμπάθησαν ποτέ και αυτό ήταν το κωδικό τους όνομα για εκείνον: G.M. που σήμαινε Γκρός Μέρντε (Μεγάλο Σκατό)! Η Emmanuèle ανησυχούσε για το πώς θα αντιδρούσε, γι’ αυτό δεν τον κατονόμασε στο βιβλίο. Άλλαξα επίσης το όνομά του. Η Emmanuèle και η αδερφή της ήταν πεπεισμένες ότι ήταν αυτός που τους παρέδωσε στην αστυνομία και ήταν πολύ θυμωμένες. Εξαιτίας του, έγινε ακόμη πιο αδύνατο για εκείνες να συνοδεύσουν τον πατέρα τους στην Ελβετία. Μου κίνησε το ενδιαφέρον και με διασκέδασε αυτός o χαρακτήρας, τον οποίο δεν γνώρισα. Φαντάστηκα ότι ο Ζεράρ αγαπούσε αληθινά τον Αντρέ και ήθελε να τον σώσει. Στην ταινία, η Emmanuèle υπερασπίζεται τον Gérard στο τέλος, μιλώντας στους μπάτσους για την προσήλωση του από αγάπη.
(...) Φυσικά δεν είχα καμία επιθυμία να προδώσω την Emmanuèle. Αλλά έπρεπε να κάνω την ιστορία δική μου. Ήξερα την Emmanuèle αρκετά καλά ώστε να ξέρω ότι δεν θα είχε προσβληθεί και δεν θα με είχε λογοκρίνει. Μπορεί μάλιστα να της άρεσε που ο G.Μ δεν ήταν τόσο κακός, σαν χαρακτήρας, τελικά. Η ίδια ήταν γενναιόδωρη στο γράψιμό της, με την τάση να αμβλύνει την βία και να επικεντρώνεται στην ανθρωπιά και την ομορφιά των πραγμάτων.
Η Emmanuèle και η αδελφή της Pascale είναι πολύ δεμένες, αλλά υπάρχει και λίγη αντιπαλότητα. Ο André ζήτησε από την Emmanuèle να τον βοηθήσει να πεθάνει, όχι από την Pascale. Αυτό αφήνει να εννοηθούν πράγματα σχετικά με την οικογενειακή ψυχολογία που δεν ήταν ξεκάθαρα στο βιβλίο και πυροδότησε τη φαντασία μου. Στην πραγματικότητα, η Emmanuèle ήταν μόνη όταν έλαβε το τελευταίο τηλεφώνημα από την Ελβετίδα κυρία. Αλλά ήθελα να ενώσω τις δύο αδερφές, αν και η Emmanuèle κρατά το τηλεφώνημα για τον εαυτό της. Αυτό που απαιτεί ο André από την κόρη του μπορεί να φαίνεται απαράδεκτο, αλλά η κακία του τον κάνει ακαταμάχητο. Μερικοί άνθρωποι έχουν τόσο πολύ χάρισμα που δεν μπορείς παρά να τους αγαπήσεις. Είναι αντιπαθητικοί και κυνικοί, αλλά ταυτόχρονα τόσο έξυπνοι, γοητευτικοί και αστείοι...
Ο Αντρέ είναι ένας βαθιά εγωιστής άνθρωπος, αλλά είναι γεμάτος ζωή. Παντρεύτηκε την Κλοντ ντε Σόρια από αστική σύμβαση, αλλά παρ’ όλα αυτά έζησε τη ζωή του όπως ήθελε, χωρίς περιορισμούς, αγκαλιάζοντας την ομοφυλοφιλία του. Έκανε ό,τι ήθελε, χωρίς συμπόνια ή εκτίμηση για κανέναν άλλον, εκτός από τον εγγονό του. Η Emmanuèle μιλούσε συχνά για τον πατέρα της. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Ξέρω ότι γελούσαν πολύ. Το νιώθουμε αυτό στο βιβλίο, και ήταν σημαντικό για μένα να το εκφράσω στην ταινία. Ο χαρακτήρας του ασθενούς που μοιράζεται το δωμάτιο του André στο νοσοκομείο, τον οποίο υποδύεται ο Jacques Nolot, αντιπροσωπεύει διαφορετικό τύπο πιθανής πατρικής φιγούρας. Είναι ένας άντρας που βλέπει την Emmanuèle στο ρόλο της κόρης: «Ο πατέρας σου είναι τυχερός που έχει μια κόρη σαν κι εσένα». Ενώ ο Αντρέ δεν θα μπορούσε να νοιάζεται λιγότερο. Ποτέ δεν ευχαριστεί τα κορίτσια. Στο ασθενοφόρο στο τέλος θα μπορούσε να τους ευχαριστήσει για όλα όσα είχαν κάνει, αλλά όχι, όλα αφορούν μόνον εκείνον! Ήταν ένας λαμπρός άνθρωπος, δεν μπορούσες να του πεις όχι, αλλά ήταν κακός πατέρας. Προσέβαλε την Emmanuèle όταν ήταν παιδί, αποκαλώντας την χοντρή και άσχημη. Η Emmanuèle είπε ότι ήταν πιο πολύ φίλη του παρά κόρη του.
(...) Η Sophie Marceau είναι ηθοποιός της γενιάς μου. «Μεγάλωσα μαζί της» με έναν τρόπο και πάντα με ενδιέφερε. Μου άρεσε που την κινηματογράφησα τώρα, στα πενήντα της. Αυτή η ταινία είναι ένα είδος ντοκιμαντέρ εκείνην, με τον ίδιο τρόπο που ήταν το Under the Sand για την Σάρλοτ Ράμπλινγκ. Δεν εξωραίζουμε τίποτα. Είναι εκεί, παρούσα, νιώθει και εκφράζει την ευαισθησία της. Στην κουζίνα με τον Serge στο τέλος, σπάει και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά του. Δεν έγραψα έτσι τη σκηνή. Δεν ήθελα να κλάψει, ήθελα να σώσω τη συγκίνηση για το τηλεφώνημα με την Ελβετίδα κυρία. Αλλά η Sophie το ένιωσε διαφορετικά και είχε δίκιο.
(...) Λατρεύω τον André [Dussollier] στις ταινίες του Alain Resnais. Και στο Le Beau Mariage του Rohmer. Αμέσως ενθουσιάστηκε με αυτή την ιστορία και κατάλαβε στο λεπτό τον χαρακτήρα. Λάτρεψε το αυθόρμητο χιούμορ και έφερε απολαυστική αναίδεια στον ρόλο. Του έδειξα ένα βίντεο του André Bernheim για να αντλήσει έμπνευση από την προσωπικότητά του και τον τρόπο ομιλίας του. Και κάναμε πολλή έρευνα για τα εγκεφαλικά. Το βιβλίο ήταν πολύ ακριβές και συναντήθηκε επίσης με γιατρούς που εξήγησαν τις διάφορες φάσεις του επακολουθούν ενός εγκεφαλικού για να το κάνουμε όσο πιο αληθινό γινόταν. Η ακρίβεια του André, η εμμονή του με την ακρίβεια στην απεικόνιση του εγκεφαλικού επεισοδίου και ο τρόπος ομιλίας του ενίσχυσαν πραγματικά τον ρόλο. Δεν είχε τον παραμικρό φόβο για την εικόνα του - μας άφησε να ξυρίσουμε το κεφάλι του και να παραμορφώσουμε το πρόσωπό του με μια προσθετική. Του είπα, «Όταν το κοινό βλέπει για πρώτη φορά τον Αντρέ, πρέπει να σοκαριστεί και να μην πιστέψει ότι είσαι εσύ». Ήθελα η παράλυση του Αντρέ να φανεί από την αρχή. Καθώς πλησιάζει στο θάνατο, υποχωρεί και το κέφι και η χαρά του επιστρέφουν.
(...) Η κινηματογράφηση ενός χαρακτήρα που βρίσκεται σε ένα νοσοκομείο υποδεικνύει μια σταθερή κάμερα και επαναλαμβανόμενες λήψεις-αντίστροφες λήψεις. Ευτυχώς υπήρξαν αρκετές αλλαγές τοποθεσίας. Ο André Bernheim άλλαξε νοσοκομεία αρκετές φορές και ακολουθήσαμε αυτές τις αλλαγές. Ξεκινάμε από το Lariboisière, ένα δημόσιο νοσοκομείο, και μετά μετακομίζουμε σε ένα πολυτελές νοσοκομείο πριν καταλήξουμε σε μια ιδιωτική κλινική. Αυτές οι αλλαγές μας επέτρεψαν να εξερευνήσουμε πολύ διαφορετικές νοσοκομειακές εμπειρίες στην πορεία.
(...) Η ταινία θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα εξ ολοκλήρου σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, αλλά δεν ήθελα να κάνω ένα ιατρικό φιλμ. Ο Αντρέ Μπερνχάιμ ήταν γεμάτος ζωή. Η επιθυμία του να πεθάνει πηγάζει από το γεγονός ότι δεν μπορεί πια να ζήσει όπως του αρέσει να ζει. Η ταινία είναι στο πλευρό της ζωής, όπως και το βιβλίο. Σε αυτό το πνεύμα, όπου μπορούσα να εμφυσήσω λίγο χιούμορ, ειρωνεία, το έκανα. Ήρθε φυσικά με τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες. Και ήταν απαραίτητο. Όταν κάνεις μια ταινία από την πλευρά της ζωής, χρειάζεσαι γέλιο. Η Emmanuèle ήταν πολύ αστεία και της άρεσε να γελάει. Φαίνεται ότι και στον πατέρα της άρεσε επίσης. Μοιράζονταν ένα μαύρο χιούμορ.
Είμαι βέβαιος ότι θα της άρεσε που γύρισα τη σκηνή που η Pascale μου είπε για το πού το Q πέφτει από τη λέξη “coquille” στο εστιατόριο της κλινικής. Η ταινία μοιάζει λίγο με ένα ημερολόγιο. Αυτή η ιστορία είναι μια αντίστροφη μέτρηση , επομένως οι ημερομηνίες είναι σημαντικές. Έχουν σημασία για τον Αντρέ.
Είναι αυτός που θέλει να ξαναπρογραμματίσει τον θάνατο μετά την ακύρωση του πρώτου ραντεβού. Ο μεγαλύτερος φόβος του είναι ότι θα χάσει τα μυαλά του και δεν θα έχει πλέον την ελεύθερη βούληση που απαιτείται για να προσδιορίσει ο ίδιος τον θάνατό του. Οι κόρες του δεν θα είναι πλέον σε θέση να οργανώσουν το ταξίδι εάν δεν έχει την ικανότητα να πάρει την απόφαση συνειδητά. Καθώς πλησιάζουμε στη μοιραία μέρα, το σασπένς δημιουργείται: Θα προχωρήσει το σχέδιό του; Άλλαξε γνώμη ή θα τα στυλώσει; Τα φλας μπακ προσθέτουν μια χρονική και φανταστική διάσταση στην ιστορία. Προκαλούσαν έκπληξη στο βιβλίο της Emmanuèle, ήταν πολύ μακριά από το συνηθισμένο στυλ γραφής της. Πραγματικά αναρωτήθηκα αν θα τα κρατήσω, και αν ναι, πώς να τα κινηματογραφήσω; Ήθελα να είναι πιο πολύ υποβλητικά παρά επεξηγηματικά. Αναμνήσεις της σκληρότητας του πατέρα της. Η εβραϊκή πίστη προκαλείται, ιδίως όταν η Αμερικανίδα ξαδέρφη επικρίνει τον Αντρέ ότι ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή του ενώ πολλοί στην οικογένειά τους είχαν πεθάνει στα στρατόπεδα. Στην πραγματική ζωή ήταν η αδερφή του Αντρέ και όχι η ξαδέρφη του που επέζησε από τα στρατόπεδα. Χρησιμοποίησα αυτή τη λεπτομέρεια για να δημιουργήσω ένα επεισόδιο με την ξαδέρφη του Simone. Αυτό ήταν επίσης κάτι που δεν υπήρχε στο βιβλίο. Φαινόταν σημαντικό να κατανοήσουμε τα διακυβεύματα που εμπλέκονται στην απόφαση του Αντρέ να πεθάνει σε σχέση με αυτό το οικογενειακό ιστορικό. Η Emmanuèle δεν μου μίλησε ποτέ γι’ αυτό. Ο Αντρέ ζητά να διαβαστεί το Καντίς στην κηδεία του για την ομορφιά της προσευχής. Αυτός ήταν ο εστέτ μέσα του. Δεν ήταν θρησκευόμενος.
(...) Χαίρομαι που είπα αυτήν την ιστορία, αλλά μακάρι η Emmanuèle να ήταν ακόμα εδώ. Θα ήθελα πολύ να της είχα δείξει την ταινία. Ήταν τόσο ειλικρινής και πάντα πετύχαινε το κέντρο του στόχου. Θα μου είχε πει την γνώμη της, η οποία ήταν πάντα σημαντική για μένα στη δουλειά μου. Αυτό που με κάνει χαρούμενο σήμερα είναι να σκέφτομαι ότι η ταινία μπορεί να εμπνεύσει τους ανθρώπους να ανακαλύψουν το έργο της Claude de Soria και, ακόμα περισσότερο, να διαβάσουν ή να ξαναδιαβάσουν τα βιβλία της Emmanuèle.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)