των Jean-Pierre & Luc Dardenne
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Μια Αφρικανή έφηβη πρέπει ν’ απαντήσει κάποιες ερωτήσεις αλλά δυσκολεύεται. Η Βελγίδα εξετάστρια επιμένει. «Αφού είχες να τον δεις από μωρό. Πώς κατάλαβες ότι ήταν ο αδελφός σου;» Η κοπέλα σαστίζει και την πιάνει δύσπνοια. «Θέλεις να σταματήσουμε;» την ρωτά ευγενικά η εξετάστρια κι η κοπέλα γνέφει «ναι» με το κεφάλι. Τη λένε Λοκίτα κι όταν ζορίζεται παθαίνει κρίσεις πανικού. Έχει έρθει παράνομα στην Ευρώπη απ’ την Αφρική μαζί με τον εντεκάχρονο αδελφό της Τόρι. Εκείνος θα πάρει άσυλο, αλλά εκείνη κινδυνεύει. Οι αρχές δεν πείθονται ότι είναι αδέλφια. Κι εκείνη απ’ το άγχος της συχνά ξεχνάει τις απαντήσεις που ο Τόρι της μαθαίνει. Έτσι η αίτησή της για άσυλο απορρίπτεται. Τα δύο παιδιά είναι ήδη μπλεγμένα σε μικρό-εμπόριο κάνναβης με επικεφαλής τον σεφ ενός τοπικού εστιατορίου κι αυτή τη στιγμή, άλλη λύση απ’ το να απευθυνθούν σ’ αυτόν για βοήθεια δεν βλέπουν να υπάρχει..
Τι μας κάνει συγγενείς; Και πώς ν’ αντιμετωπίσει κανείς ένα σύστημα που ο μόνος τρόπος να το υπερβεί είναι να μπλέξει; Απέναντι σ’ όλο αυτό το σαπισμένο ενήλικο σύμπαν, που αρέσκεται στην επίφαση του πολιτισμού, η παιδική εφευρετικότητα και πονηριά πόσες ελπίδες άραγε έχει; Στο Τόρι και Λοκίτα οι αδελφοί Νταρντέν, γνωστοί για το ανθρωπιστικό, πολιτικό τους βλέμμα, τον τρόπο που ανοίγουν μέσα απ’ τα παιδιά ολόκληρο τον κοινωνικό τους σχολιασμό και την εξαιρετική διεύθυνση των ηθοποιών τους, επιδεικνύουν ξανά όλες αυτές τις αρετές, έχοντας, όμως, αφαιρέσει το στοιχείο αυτό που κάνει συνήθως χαρούμενους τους θεατές τους. Κι όμως, η πλοκή είναι απόλυτα αληθοφανής, η ιστορία κυλάει σαν νεράκι και το σασπένς του δεύτερου μέρους μετατρέπει την ταινία κατά κυριολεξία σε «κοινωνικό θρίλερ» με την αγωνία ν’ αυξάνεται. Οι μικροί πρωταγωνιστές μας κερδίζουν μ’ όλη την ορμή και την φρεσκάδα της ηλικίας τους, αλλά και την επιμονή να παίρνουν συνεχώς λάθος αποφάσεις. Ακόμα κι ο τρισάθλιος σεφ, αντιπροσωπευτικό δείγμα του πώς έχουν τα πράγματα αν ξύσει κανείς λίγο την επιφάνεια, έχει ως κινηματογραφική παρουσία τη γοητεία του (ο Άλμπαν Ουκάι είναι ήδη γνωστός στο ελληνικό κοινό απ’ το J.A.C.E. του Καραμαγγιώλη). Αλλά τότε τι είναι αυτό που μας φταίει και προκαλεί ανά στιγμές την ενόχλησή μας;
Ευγενής, πολιτισμένη και μινιμαλιστική, σαν καλοαναθρεμμένος Δυτικός γραφειοκράτης. που δεν έχει πρόβλημα να ρίχνει στον Καιάδα τον συνάνθρωπο, αρκεί να το κάνει σωστά και με το νόμο η κάμερα στέκεται απέναντί μας, όπως η εξετάστρια απέναντι στη Λοκίτα, και με πολύ ηρεμία κι άλλη τόση σκληρότητα αρνείται να μας αφήσει την απόσταση που έχουμε ανάγκη. Με τα κοντινά και πολύ κοντινά πλάνα να αποτελούν πολύ μεγάλο μέρος της ταινίας μας αναγκάζει να δούμε αυτό που στην καθημερινότητα προσπαθούμε ν’ αποφεύγομε – και δεν αφορά μόνο στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ακόμα κι ο Κεν Λόουτς (με τον οποίο η ταινία όπως κι άλλες δουλειές των Νταρντέν έχει εμφανείς συγγένειες) δείχνει συνήθως μεγαλύτερο έλεος. Το ίδιο κάνουν συνήθως και οι ίδιοι οι Νταρντέν μόνο που εδώ δεν πρόκειται να μας λυπηθούν και χωρίς να καταφύγουν στο χιούμορ για να μας χρυσώσουν το χάπι, μας βάζουν συνεχώς κινηματογραφικά στην συνθήκη που βιώνουν ο Τόρι και η Λοκίτα. Παγίδευση κι αναπόδραστο - που διόλου τυχαία αντιστοιχεί και στον εκούσιο εγκλεισμό του δεύτερου μέρους. Στην ίδια γραμμή συνεχίζουν και στο φινάλε τους, μακριά απ’ αυτούς εδώ η δυνατότητα μιας σχεδόν μαγικής απόδρασης που θα ταίριαζε στο σύμπαν ενός Καουρισμάκι.
Αυτό που απομένει είναι η ζωή που έτσι κι αλλιώς συνεχίζεται, η σύνοψη μιας κατάστασης σε τρεις γραμμές και το πώς η δύναμη του σινεμά μπορεί να εκδηλωθεί με περισσότερους απ’ τους αναμενόμενους τρόπους.