(Τα πνεύματα του Ινισέριν)
του Martin McDonagh
(γράφει ο Σωτήρης Ζήκος)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_the-banshees-of-inisherin-2.jpg

Καθαρός αφηγηματικός κινηματογράφος, σαν τον παλιό καλό καιρό! Με καθαρές εικόνες, πλάνα και σκηνές! Με λόγια σταράτα και καθαρές εξηγήσεις. Χωρίς δυσνόητες περιδινήσεις, χωρίς περιττούς διδακτισμούς. Με ευδιάκριτους και διάφανους τύπους χαρακτήρων (μιας εποχής). Με τις ιδιαίτερες συμπεριφορές τους, τις παραξενιές τους και τις επιμονές τους.
Με μια κλασική.ίσως για το ιρλανδικό φολκλόρ, μυθοπλασία. Μια ιστορία από τα παλιά που διαδραματίζεται στο τέλος του ιρλανδικού εμφυλίου πολέμου το 1923, στο φανταστικό ιρλανδικό νησί Inisherin. Σαν μια παλιά λαϊκη εξιστόρηση με αρχή, μέση και τέλος... που βασίζεται σε ένα πρώτο παράξενο γεγονός το οποίο και επαναλαμβάνεται σαν μοτίβο: «Εκείνο τη μέρα, πρωταπριλιά, ο Colm Doherty αρχίζει απότομα να αγνοεί τον δια βίου φίλο του και τον φιλαράκο του στο ποτό Pádraic Súilleabháin.» Και συνεχίζεται εξελισσόμενο από την ίδια βάση: «Την άλλη μέρα ο Πάτρικ ξαναρωτά κι επιμένει και ο Κολμ απαντά κι αυτός επιμένει...». Και μετά; τι έγινε μετά; Πάμε πάλι απ' την αρχή...
Σαν μια παραλλαγή πάνω στο ίδιο θέμα μιας λαϊκής μπαλάντας που ξεκινάει αναφερόμενη στο τέλος μιας μακράς φιλίας που αναστάτωσε μια κοινότητα. Κι όπου από στροφή σε στροφή εμπλέκονται κι άλλα πρόσωπα αυτής της μικρής κοινότητας -τόσο άνθρωποι, όσο και ζώα!
Όπως κάποιες ιστορίες που λέγανε παλιά οι θαμώνες, σαν κουτσομπολιά, στις ιρλανδικές παμπ, όταν τους έπιανε ο οίστρος μετά από μερικές μπίρες για “να σπάει η ρουτίνα τους”. Και κάθε φορά που αφηγούνταν την ίδια ιστορία προσέθεταν και κάποιο νέο στοιχείο στην επανάληψη, ιλαρό ή τραγικό, ή και ιλαροτραγικό, γουστόζικο ή τρομακτικό, για “ν' ανάψουν τα αίματα”, ή και έδιναν αφηγηματικά μια ερμηνεία γιατί συνέβη αυτό και το άλλο: Όπως όταν ο Κολμ εξηγείται και λέει ότι «θέλει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής που του απομένει, συνθέτοντας μουσική και κάνοντας πράγματα για τα οποία θα τον θυμούνται και όχι χαζολογώντας με τον Πάτρικ». Τόσο απλά!

Ο Πάτρικ είναι κάπως αφελής και δεν αντέχει, ούτε καταλαβαίνει τις εκτροπές από την κανονικότητα, γι' αυτό και έχει μια μόνιμη σχεδόν έκφραση δύστροπης απορίας με σμιγμένα ή και ανασηκωμένα φρύδια (έτσι υπογραμμίζει την ερμηνεία του ρόλου ο Κόλιν Φάρελ, παίζοντας με τα φρύδια).
Ο Κολμ είναι “από αυτούς που σκέφτονται”, αποφασιστικός στις αλλαγές του και επίμονος μουσικάντης, που όταν οργανώνει έκτακτες μαζώξεις με μουσικές και τραγούδια στην παμπ, οι γυναίκες τον αγαπούν (ο Μπρένταν Γκλίσον ερμηνεύει το ρόλο κυρίως με τις “παύσεις” του, με τη μουσική έννοια του όρου).
Η Σιβόν, η αδερφή του Πάτρικ -χωρίς ερωτικό σύντροφο και οι δυο, στα 40 τους, κοιμούνται ακόμη στο ίδιο δωμάτιο- είναι μια έξυπνη και ζόρικη κοπέλα, “ανώτερη” μάλλον από αυτό το περιβάλλον, που δεν της αρέσουν οι άσκοπες κουβέντες, αλλά της αρέσει το διάβασμα (η Κέρι Κόντον δεν παίζει απλώς το ρόλο της Σιβόν, είναι η Σιβόν).
Ο Ντομινίκ είναι το τρελόπαιδο του χωριού που λέει ό,τι του κατέβει, δεν αντέχει καθόλου τα κλαψουρίσματα και πολύ θάθελε να δει μια γυμνή γυναίκα....
Ο Πάνταρ ο αστυνομικός, είναι το “κακό συναπάντημα” της περιοχής, στραβόξυλο, βίαιος και αγενής και αυνανίζεται ολόγυμνος στο σπίτι του αφού μεθύσει...
Η γερόντισσα κυρία Μακόρμικ, που καπνίζει το τσιμπούκι της, είναι πανταχού παρούσα στο τοπίο σαν μάγισσα και η κυρία Ορίορνταν με το μαγαζί της είναι η κακιά κουτσομπόλα που διακινεί τα νέα με ζήλο επαγγελματία του Τύπου.
Και είναι και ο συμπαθής γαϊδαράκος που εμφανίζεται εδώ κι εκεί χωρίς τίποτα να απαιτεί!

Παρόλο που η ταινία έχει ως βασικό της θέμα μια υπόθεση ανδρικής φιλίας, το αληθινά ξεχωριστό πρόσωπο, η πριγκιπέσσα αυτού του μικρόκοσμου είναι η Σιβόν, η αδερφή του Πάτρικ, που είναι «από αυτούς που σκέφτονται» και είναι αρκούντως διαβασμένη, χωρίς να είναι ξιπασμένη, που είναι δοτική παρότι νιώθει μοναξιά, που διακρίνεται για την ευθυκρισία της, που λέει απερίφραστα τη γνώμη της ακόμη κι αν η αλήθεια της πληγώνει, που γίνεται συγκαταβατική όπου χρειαστεί από καλοσύνη, που είναι η μόνη που έχει τα φόντα και τα κότσια να αποχωρήσει για ένα καλύτερο αλλού και μετά να προσκαλέσει κοντά της και τον αδερφό της, γράφοντάς του να εγκαταλείψει αυτόν τον τόπο «Γιατί δεν υπάρχει τίποτα για σένα στο Inisherin. Μόνο σκοτάδι, κακία, μοναξιά, φθόνος και ο χρόνος που περνάει αργά έως το θάνατο».