του Pawel Pawlikowski
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
womanfi2.jpg

Από μια άποψη η ιστορία είναι μια καταγραφή της ψυχολογικής αποσύνθεσης: η ιστορία ενός άντρα που διαλύεται και γίνεται σχιζοφρενής. Το συγκεκριμένο θέμα με απασχολούσε για πολύ καιρό και είχα ξεκινήσει να γράφω ένα σενάριο πάνω σε αυτό. Το βιβλίο του Ντάγκλας όμως πρότεινε έναν πιο ενδιαφέροντα τρόπο αντιμετώπισης του θέματος. Οπότε σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε σα βάση τα κύρια συστατικά του βιβλίου και να τα αναμίξουμε με νέα στοιχεία ώστε να δημιουργήσουμε κάτι διαφορετικό.
(...) Στην ταινία ‘Το Καλοκαίρι του Ερωτά μου’ είχα και πάλι σαν αφετηρία ένα μυθιστόρημα, που στην πορεία όμως μετεξελίχθηκε σε κάτι διαφορετικό. Για μένα τα βιβλία είναι ένα σημείο εκκίνησης, όπως τα αποκόμματα από τις εφημερίδες, τα όνειρα ή τις εμπειρίες από το παρελθόν. Σου δίνουν στοιχεία: κάποιους χαρακτήρες, ένα τοπίο, μια ενδιαφέρουσα κατάσταση… Στο τέλος όμως η ταινία πρέπει να βρει τη δική της ανεξάρτητη λογική και τη δική της γλώσσα. Αν παραμένει πιστή στο βιβλίο δεν είναι υπέρ της.
Οι ταινίες είναι μια συλλογική και μάλλον μυστηριώδης διαδικασία, ένα ταξίδι που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στο γραφείο. Στην αρχή χρειάζομαι μια αφετηρία, μια συνολική ιδέα, δύο ή τρεις χαρακτήρες με δραματικές δυνατότητες, παράδοξους ή αντιθετικούς. Στη συνέχεια γράφω και ξαναγράφω. Βρίσκω τους ηθοποιούς και τις τοποθεσίες, τραβάω φωτογραφίες και γράφω ξανά με πρόσωπα και εικόνες στο μυαλό μου. Δοκιμάζω καταστάσεις με τους παραγωγούς ή τους φίλους μου. Όταν εμπλέκεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής και ο διευθυντής φωτογραφίας γράφω ξανά. Είναι μια διαδικασία παρόμοια με τη λογοτεχνική συγγραφή αλλά δεν είναι λογοτεχνία.
womanfi1.jpg(...) Τα θρίλερ κινηματογραφούνται με τέτοιο τρόπο ώστε ο θεατής να καταλαβαίνει γρήγορα πού παίζεται το παιχνίδι. Το φιλμ ‘Η Γυναίκα του Πέμπτου’/ The Woman in the Fifth όμως δεν σου δίνει αντίστοιχες λαβές, δεν δηλώνει κάτι ξεκάθαρα, οι καταστάσεις γίνονται παράξενες και τρομακτικές χωρίς σχεδόν να το καταλαβαίνεις. Κι ενώ το έργο είναι μια νέα αφετηρία για μένα, ταυτόχρονα δεν διαφέρει πολύ από τις άλλες μου ταινίες: λίγες αλλά προσεκτικά διαλεγμένες τοποθεσίες, περιορισμένη πλοκή και ένας κεντρικός χαρακτήρας μέσα από τον οποίον βλέπουμε τον κόσμο.
(...) Έχω την τάση να χρησιμοποιώ το τοπίο σαν πνευματικό χώρο. Δεν με ενδιαφέρει ο κόσμος όπως είναι πραγματικά, δεν ήθελα να «δείξω» το Παρίσι. Χρησιμοποιώ πραγματικά μέρη και τα απογυμνώνω, προσπαθώντας να βρω κάτι διαχρονικό, ονειρικό ή νοσταλγικό. Το κλειδί είναι η συναισθηματική κατάσταση του ήρωα και το πώς βλέπει εκείνος τον κόσμο. Το πρόβλημα με το Παρίσι είναι ότι δύσκολα βρίσκεις μέρη του που να μη θυμίζουν τον κλισέ του εαυτό. Ήθελα ένα Παρίσι που δεν ήταν στην πραγματικότητα το Παρίσι αλλά η ανατολική Ευρώπη της δεκαετίας του ’70.
(...) Φτάνεις σε μια νέα και μεγάλη πόλη όπου δεν ξέρεις τους κανόνες του παιχνιδιού. Τη μια στιγμή αισθάνεσαι δυνατός και την επόμενη χαμένος. Υποψιάζεσαι κακές προθέσεις στους ανθρώπους, ότι μπορεί να θέλουν να σε κλέψουν ή να σχεδιάζουν κάτι κακό για σένα. Και πάντα φέρεις μαζί τις προσωπικές σου «αποσκευές». Το Παρίσι στην ταινία έχει να κάνει με το πώς σκέφτεται ο Τομ. Αυτό χρωματίζει όλα όσα βλέπουμε.
(...) Οι θεατές έπρεπε να αισθανθούν κοντά στον ήρωα και σιγά-σιγά να συνειδητοποιήσουν ότι δεν γίνεται να τον εμπιστεύονται, ότι υπάρχει κάτι περίεργο ή ακόμα και μοχθηρό στο χαρακτήρα του. Το δύσκολο σημείο ήταν να μην υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή όπου το κοινό ανακαλύπτει ότι ο ήρωας δεν είναι αυτός που νόμιζε. Να το ανακαλύπτει ο κάθε θεατής στο χρόνο του. Αλλά ακόμα και τότε, να παραμένει στο πλευρό του ήρωα μέχρι το τέλος.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)