(Τα μαθήματα της Μπλάγκα)
του Stephan Komandarev
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Ένας ωραίος τάφος για τον άνδρα της που πριν λίγες μέρες πέθανε με μια ωραία θέση δίπλα που θα περιμένει την ίδια, αποτελεί τη δικαίωση μιας ολόκληρης ζωής για την μονίμως στριφνή συνταξιούχο καθηγήτρια βουλγαρικών, Μπλάγκα. Για να τον αγοράσει έχει πουλήσει ό,τι είχε, εκτός απ’ το ταπεινό της διαμέρισμα, προκειμένου να συγκεντρώσει το υπέρογκο ποσό που ο υπεύθυνος της ζητάει. Πριν προλάβει, όμως, να του το δώσει, μια τηλεφωνική απάτη, γίνεται αιτία να χάσει τα χρήματα και παρά τις απελπισμένες της προσπάθειες δεν μπορεί να τα βρει κι ούτε βέβαια να τα ξαναμαζέψει. Αποφασίζει τότε να δουλέψει κρυφά για τους κακοποιούς και βάζει τη μόνη της μαθήτρια -μια νεαρή Αρμένισσα που πιστεύει πως στη Βουλγαρία θα ζήσει με ασφάλεια- να της φτιάξει μια ψεύτικη αγγελία. Η συνέχεια θα φέρει τη Μπλάγκα κοντά στο στόχο της, θα την βάλει, όμως, και μπροστά σε καταστάσεις που δεν περιμένει..
Ο αγώνας του ανθρώπου για αξιοπρέπεια, η ανάγκη να μπει ένα θετικό πρόσημο στον απολογισμό μιας ζωής γεμάτης απαγορεύσεις και στερήσεις, μια εμμονική κι επικίνδυνη κούρσα που δεν αφορά τη ματαιοδοξία ή τα λεφτά, αλλά το να συνεχίσει η ζωή να έχει νόημα είναι τα στοιχεία που θα κάνουν το θεατή να σταθεί στο πλευρό της Μπλάγκα ευθύς εξαρχής και τα θέματα που πραγματεύεται το Blaga’s lessons του Stephan Komandarev στην πιο προφανή και πιο φωτεινή τελικά πλευρά του. Διότι η ταινία αυτή με την στιβαρή, συνεκτική σκηνοθεσία και το ευφάνταστο και καλοδουλεμένο σενάριο, δεν είναι μονοσήμαντη, με τον ίδιο τρόπο που κι η ηρωίδα δεν είναι σε καμία περίπτωση «καλό παιδί» και την ίδια ώρα που σχεδόν υπνωτίζει το θεατή με την αποφασιστικότητα και την δύναμή της, αψηφά συνεχώς και χωρίς καθόλου τύψεις το συνάνθρωπο, με την ίδια επιτυχία που αψηφά και το σενάριο έναν απ’ τους βασικούς αφηγηματικούς περιορισμούς: την ανάγκη ο ήρωας να μεταβάλλεται και ν’ αλλάζει. Έτσι, παρά τις επιφανειακά απίστευτες αποφάσεις που παίρνει για έναν άνθρωπο της ηλικίας και της νοοτροπίας της, η Μπλάγκα, παραμένει ίδια από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή και δεν μαλακώνει ποτέ, παραμένοντας, παρ’ ότι με τρόπο διαφορετικό, εντελώς κεντραρισμένη στον εαυτό της. Με μεγάλη αίσθηση ισορροπίας και μέτρου, με κωμικές ανά στιγμές πινελιές και μ’ ένα συνεχή υπόγειο κοινωνικό σχολιασμό που γίνεται μέσα απ’ τα λόγια και την εικόνα, η κινηματογράφηση μας δείχνει πως μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα που η Μπλάγκα ζει είναι ζήτημα τύχης κάθε φορά σε ποιανού το κεφάλι θα πέσει η αδικία. Ταυτόχρονα, κι αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον και τρομακτικό στοιχείο της ταινίας αυτής η τόσο έντιμη έως τώρα γυναίκα αυτή φέρει μέσα της κάτι απ’ τη ζούγκλα που την περιβάλλει, κι ενώ απ’ τη μια δίνει τον αξιέπαινο αγώνα της, απ’ την άλλη το κάνει με θαυμαστή μισανθρωπία κι αδιαφορία μαζί για το τι μπορεί να επιφέρει αυτό στο διπλανό της. Ακόμα κι όταν η ταινία, που συνέχεια της ζητά ν’ αλλάξει, αλλά εκείνη το αγνοεί, της βάζει εν τέλει το πιο δύσκολο δίλημμα, εκείνη γυρνά την πλάτη και φεύγει. Αυτό βέβαια κάνει απλά την ταινία πιο αποτελεσματική, όπως λέει κι ο διευθυντής του Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι Κάρελ Οχ, στο διαγωνιστικό τμήμα του οποίου η ταινία ήδη -κι επάξια- βραβεύτηκε, όπως επίσης κι η εξαιρετική πρωταγωνίστρια, που μοιάζει να μην υποδύεται, αλλά να είναι η ίδια ο ρόλος.
Το στοίχημα πέτυχε σε βαθμό που να προκαλεί μεγάλη στενοχώρια και δεν είναι εύκολο να πει κανείς τι συναίσθημα θα νοιώσει ο κάθε θεατής βγαίνοντας απ’ την αίθουσα, ανακούφιση ή ήρεμη απελπισία, σίγουρα, όμως, ένα είδος συνένοχης ενοχής, μια κι άσχετα με τους θεωρητικούς μας προσδιορισμούς την κρίσιμη στιγμή είναι αμφίβολο αν θα αποδεχτούμε την ευθύνη μας, ή αν θα γυρίσουμε κι εμείς την πλάτη μας, αφήνοντας να πέσει η αδικία στον άλλο.
Karlovy Vary 2023