(Πώς να κάνετε σεξ)
της Molly Manning Walker
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Στα καλοκαιριάτικα Μάλια σε μια ατμόσφαιρα που είναι τ’ όνειρο του χειμώνα πολλών νεαρών Βρετανών, τρία κορίτσια λίγο πριν τα 20, περνούν τις καλοκαιρινές διακοπές τους διασκεδάζοντας. Ανάμεσά τους η Τάρα που πίσω απ’ την επιφανειακή της εξωστρέφεια κρύβει την δυσθυμία της εφηβείας της και την ανασφάλειά της που είναι ακόμα παρθένα. Η Τάρα θα ήθελε να κάνει σεξ στις διακοπές αυτές, ίσως όμως, τα πράγματα να μην εξελιχθούν όπως ελπίζει.
Ταινία που διαβάζεται διαφορετικά ανάλογα με τις ματιές και τις γενιές, κι έχει ένα παραπάνω νόημα για τον Έλληνα θεατή έτσι όπως θα δει να κατακρημνίζεται μπρος στα μάτια του η ψυχή απ’ το ελληνικό καλοκαίρι, με τους ήρωες να βρίσκουν εκεί ακριβώς τη διασκέδαση, σε πάρτι προκάτ με ανιματέρ, κραυγές και πισίνες, πίνοντας ατελείωτα σαν να είναι καθήκον τους κι αντιμετωπίζοντας το χώρο γύρω τους απλώς ως αντικείμενο χρήσης, πράγμα που η κάμερα καταγράφει χωρίς σχόλιο, κι η πρωταγωνίστρια προσπαθεί να συμμεριστεί για να περάσει ωραία, το Πώς να κάνετε σεξ της Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ, μπορεί εξίσου εύκολα να ταυτιστεί μ’ αυτά που δείχνει και να απορριφθεί ή να θεωρηθεί εξαιρετικό ακριβώς χάρη στο πώς τα δείχνει, πλευρά προς την οποία συνηγορούν και τα πολλά βραβεία του, όπως εκείνο της Καλύτερης Ταινίας του Τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στις Κάννες του 2023, σίγουρα, όμως, δεν θα αφήσει κανέναν θεατή αδιάφορο, ανεπηρέαστο ή με μέτριες εντυπώσεις.
Η σκηνοθέτρια κινηματογραφεί δεξιοτεχνικά και στακάτα τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις των πρωταγωνιστών και τους φρενήρεις ρυθμούς της διασκέδασής τους σε συνδυασμό με τ’ αδιέξοδα της εφηβείας της Τάρα, τα συναισθήματά της οποίας διαφαίνονται κυρίως μέσα από την κινησιολογία και τις εκφράσεις της (εξαιρετική επιλογή η Μία ΜακΚένα-Μπρους για το ρόλο), καθιστώντας όλο και πιο εμφανές το χάσμα ανάμεσα σ’ εκείνη και το περιβάλλον της, μια κι η αναζήτησή της δεν εκπορεύεται εν τέλει μόνο απ’ την κεκτημένη ταχύτητα της νιότης της, αλλά κι από τις ανείπωτες πιέσεις/προσδοκίες της εποχής και των φιλενάδων της που διόλου δεν δείχνουν να την καταλαβαίνουν, αδικεί, όμως, στο τέλος με μια μονοσήμαντη εξήγηση την ίδια της την σκηνοθετική οπτική κι όλα αυτά που με πολύ ευαισθησία μέχρι εκείνη την ώρα μας έχει δείξει.
Το αμφίσημο της στάσης και των επιθυμιών της Τάρα, η πίεση που νοιώθει για να ταιριάξει με τον περίγυρο, το κενό που αισθάνεται χωρίς να ξέρει γιατί, η πικρή γεύση κι ο θυμός που αφήνει η συναίνεση της πρώτης φοράς, αλλά κι η μοναξιά της έτσι όπως συμπυκνώνεται και κυριεύει την οθόνη στην καλύτερη σκηνή της ταινίας όπου μόνη προχωρά ξημερώματα στον γεμάτο σκουπίδια δρόμο του νησιού, που θυμίζει τοπίο μετά-αποκαλυπτικό, ή σκηνικό μεταμοντέρνου γουέστερν (και που θα έπρεπε να μπει σε κάποια ανθολογία για το πώς μπορεί να κινηματογραφήσει κανείς αλλιώς την Ελλάδα), είναι όλα τους, εκφάνσεις της πορείας απ’ την εφηβεία προς την ενηλικίωση. Οι εγγενείς δυσκολίες της διαδρομής αυτής, ανάμεσα στις οποίες κι η προβληματική της πρώτης φοράς, για την οποία έχουν χυθεί τόνοι μελάνι, έχουν να κάνουν με τον ίδιο μας τον εαυτό και δεν παρακάμπτονται έτσι εύκολα, όσο κι αν η σκηνοθέτρια ελπίζει πως η εξίσωση μπορεί ν’ απλοποιηθεί μ’ έναν εξωτερικό αποδιοπομπαίο τράγο.
Η λύπη της Τάρα συνεχίζει άρα να παραμένει στο βλέμμα και στην κρίση του θεατή να τη σκεφτεί, όσο εκείνη έχει ήδη -ευτυχώς- βάλει πλώρη για την επόμενη περιπέτεια, όπως κάνουν συνήθως τα παιδιά στην ηλικία της, ενόσω εμείς προσπαθούμε -συχνά ακόμα και μέσω της τέχνης μας- να τα προστατεύσουμε με διδαχές όπως π.χ. ν’ αφουγκράζονται τον εαυτό τους κάπως περισσότερο ή να ζητάνε και λίγο συναίσθημα στο σεξ αφού το έχουν ανάγκη, παρωχημένες συμβουλές και ψιλά γράμματα δηλαδή, γιατί έτσι τ’ ακούν, ενώ προσπαθούν ν’ αδράξουν τη μέρα στην εφηβεία.