του Γιώργου Λάνθιμου
(σχόλιο: Μαρία Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_poor-things-3.jpg

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
(Το κόκκινο χαλί των αστέρων και η κουρελού του Θεού. Τα ανδρείκελα και η αλήθεια τους. Η παραμόρφωση και η διακωμώδηση).

Δεν θα αναφερθώ, παρά ελάχιστα, στο νοηματικό και αισθητικό περιεχόμενο της συγκεκριμένης ταινίας. Θα αναφέρω μόνο τον τίτλο της («Poor Things» - κακόμοιρα πλάσματα, καημένες γυναικούλες), διότι έχει γίνει κατάχρηση αναφορών, σε βαθμό κουτσομπολιού –και αδικαιολόγητης, και δικαιολογημένης κατά τη γνώμη μου βαβούρας, χρήσιμης όμως, υπό μία έννοια, αφού βοήθησε στο να πάει ο κόσμος στους κινηματογράφους, κάτι που το είχαμε πολύ πολύ μεγάλη ανάγκη. Θα ασχοληθώ κυρίως με το ίδιο το γεγονός (αντιληπτό ως σύμπτωμα: με τη σημασία της απόκλισης) ενός ασυνήθιστου θορύβου που προκλήθηκε εξαιτίας της προβολής αυτής της ταινίας. Όταν μαζεύεται πολύς κόσμος και ομιλεί βροχηδόν για κάτι που προκαλεί παραξένεμα, σίγουρο είναι πως εκείνος που διαβάζει ή ακούει τα λόγια της γνώμης τόσων ανθρώπων θα σαστίσει, θα μπερδευτεί και θα χάσει τον μπούσουλα.
Απ’ όσα γράφτηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (για παράδειγμα), μερικά εκφράζουν σοβαρή άποψη πάνω στον τρόπο που κάποιος θεατής κατανόησε την ταινία, μερικά δεν σηκώνουν ουδεμία κριτική, μερικά είναι παρορμητικές σύντομες φράσεις αποθέωσης ή καταβαράθρωσης, απλών επαίνων ή αφορισμών κ.ο.κ. Λογικό αν το εξετάσουμε από διάφορες και διαφορετικές μεταξύ τους οπτικές γωνίες.
Αυτό που παρατηρεί κανείς, μεταξύ άλλων, είναι το εξής: μεγάλη μερίδα όσων υπογράφουν κάποιο κείμενο γνώμης για τη συγκεκριμένη ταινία δεν πήρε υπόψιν της το αυτονόητο. Ότι το συγκεκριμένο πόνημα είναι κινηματογραφική ταινία και όχι πανεπιστημιακή μεταπτυχιακή ή διδακτορική διατριβή πάνω σε κάποιο «γνωστικό κεφάλαιο» που αφορά φλέγοντα σύγχρονα αλλά και διαχρονικά ζητήματα. Δεν είναι μανιφέστο ή κρυπτομανιφέστο (φεμινισμού, π.χ), δεν είναι θεωρητικό έργο με φιλοσοφική στόχευση, δεν είναι διακήρυξη, δεν είναι προεκλογικός λόγος, προγραμματική δήλωση, ούτε αγόρευση εντός Κοινοβουλίου κ. λπ. Δεν το έλαβε υπόψιν διότι πολλοί από τους γράφοντες δεν είναι κριτικοί ή θεωρητικοί του κινηματογράφου, ούτε καν κινηματογραφόφιλοι με μακρά θητεία σε κινηματογραφικές αίθουσες – κατά συνέπεια το συγκεκριμένο φαινόμενο μπορεί να δικαιολογηθεί, χωρίς το ίδιο να είναι αναγκαστικά παράτυπο ή ενοχλητικό.
Όμως, μια γνώμη πάνω σε συγκεκριμένο είδος Τέχνης, που αποτελεί αντικείμενο σκέψης και συζήτησης, για να είναι αξιόπιστη οφείλει πρωτίστως να επικεντρώνεται στις ιδιαιτερότητες αυτού καθαυτού του υπό εξέταση αντικειμένου. Άλλωστε, έχουμε απομακρυνθεί από περασμένες εποχές/δεκαετίες του ’60, ’70, ’80, ’90, όταν υπήρχε πρόσφορο έδαφος ώστε οι ταινίες να ερμηνεύονται με γνώμονα (και υποστηρικτικό δεκανίκι) το «και από την οπτική γωνία»: της ψυχανάλυσης, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, των πολιτικών επιστημών, της σημειολογίας, της φιλοσοφίας κ.ο.κ. Σήμερα, απαλλαγμένοι από τη βαριά πανοπλία της θεωρίας, δόξα τω θεώ, είμαστε σε θέση να διαβάζουμε τις ταινίες ως ταινίες, επικεντρωμένοι στην κατασκευή τους και στο περιεχόμενό τους, βλέποντας τη θεωρία ως μικρά ανακουφιστικά ανοίγματα αναφορών ή επεξηγήσεων, όταν το θεωρούμε απαραίτητο προκειμένου να φωτίσουμε ή να εξηγήσουμε κάτι, το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_poor-things.jpg
Τι ακριβώς όμως σημαίνει το «είναι απλώς μια ταινία, και ως τέτοια έχει νόημα να προσεγγίζεται»; Ως ταινία, ακολουθεί κάποιους ξεχωριστούς κανόνες λογικής, κατασκευαστικούς πρωτίστως, ως σενάριο και ως εκτέλεση/σκηνοθεσία, με όλο το ιδεολογικό, εννοιολογικό (προσθέστε ό,τι άλλο θέλετε) φορτίο που κουβαλάει αναπόφευκτα. Η συγκεκριμένη ταινία δηλώνει ξεκάθαρα (ευφυέστατη δήλωση από μεριάς των κατασκευαστών της, κατά τη γνώμη μου) ότι είναι όχι μόνο μια κωμωδία, μουσικοχορευτική μάλιστα, όχι μόνο φανταστικός και φαντασμαγορικός κινηματογράφος και μάλιστα γιγαντιαίων προδιαγραφών (προσθέστε και το επιστημονικής φαντασίας, αν θέλετε), όχι μόνο ένα «εικονογραφημένο» παραμύθι για ενήλικες (και όλα τα παραμύθια, από καταβολής, εμπεριέχουν τέρατα και σημεία συν τοις άλλοις) αλλά και μια κριτική (με έντονα στοιχεία διακωμώδησης) των σύγχρονων ή διαχρονικών προβληματισμών πάνω σε συγκεκριμένα καυτά ζητήματα, που απασχολούν σήμερα την ανθρωπότητα. Από αυτήν τη διακωμώδηση, με κύριο όπλο το φλεγματικό χιούμορ, από αυτήν τη λοξότητα της παρατήρησης της πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας εργαλεία ( και φακούς) κυρίως πολλαπλής παραμόρφωσης, ακόμα και γελοιοποίησης (προκειμένου ο εκτελεστής να κτυπήσει τον στόχο του όσο πιο ευθύβολα γίνεται), ο «έντιμος», βλ. ειλικρινής καλλιτέχνης, δεν εξαιρεί ούτε τον ίδιο του τον εαυτό, δεν αφήνει εκτός την εικόνα του εαυτού του, η οποία σχετίζεται με τον μύθο της παντοδυναμίας του ως δημιουργού έργου Τέχνης. Ο διαβολικός επιστήμονας με το παραμορφωμένο πρόσωπο (συρραφή κομματιών κανονικού ανθρώπινου προσώπου) εντός της ιστορίας της ταινίας, δεν θα εκπονήσει παρά ένα δημιούργημα κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Λογικό συνακόλουθο. Μια γυναίκα φτιαγμένη με «άλλα αντ’ άλλων υλικά», η οποία με «άλλα αντ’ άλλων» εφόδια και ικανότητες θα κατορθώσει να γίνει κάτι που θα το ζήλευε και θα το παίνευε οποιοσδήποτε (αφελής ή ευκολόπιστος;) διακρίνει στο αποτέλεσμα της συρραφής του στοιχεία τα οποία τον ικανοποιούν, κολακεύοντάς τον συγχρόνως. Στην παρούσα περίπτωση, ας πούμε ο κάθε πιστός ακόλουθος του φεμινιστικού ή μεταφεμινιστικού κινήματος, που, ψαρεύοντας πρότυπα πολιτικής ορθότητας, κυνηγά το ζητούμενο Κήτος (η γυναικεία σεξουαλική ενηλικίωση, η χειραφέτηση και δικαίωση, ο πόλεμος κατά της πατριαρχίας, ο μισανδρισμός κ.ο.κ), ή γυρεύει ψύλλους στ’ άχυρα, υποτιθέμενους εχθρούς αυτής της χειραφέτησης και δικαίωσης. Και εδώ ακριβώς, στη συγκεκριμένη ταινία, τα πράγματα είναι φτιαγμένα έτσι, από κινηματογραφικής απόψεως (μια ακόμη χειροπιαστή επιτυχία), ώστε να γελάσει και το Παρδαλό Κατσίκι (βλ. τη συρραφή ευτράπελων, οι κινήσεις ενός ανδρείκελου με μορφή γυναίκας ή φρούτα που χώνονται σε αδοίο προκειμένου να πάρει μπρος το όχημα της γυναικείας σεξουαλικότητας που βρίσκεται σε ύπνωση βρεφικότητας). Άρα εκπληρούται το ζητούμενο: εκείνο της θεοπάλαβης κωμωδίας/παρωδίας (χωρίς το όλο εγχείρημα να ποντάρει αναγκαστικά στο ξεκαρδιστικό γέλιο), τα νήματα της οποίας όμως στιγμή δεν έχουν πάψει να κινούνται από τα χέρια ενός μάγου-διασκεδαστή των πανηγυριών/ σκηνοθέτη του σινεμά (αφού, από καταβολής, ο κινηματογράφος δηλώνει ότι είναι, εκτός από υπερθέαμα, και λαϊκή γιορτή συνάμα), ο οποίος τυγχάνει να είναι πολύ χαρισματικός ως αρχιτέκτων του έργου του. Ταλαντούχος, επιδέξιος συντονιστής των συνεργατών του σε επιμέρους δεξιότητες: σενάριο, διδασκαλία ηθοποιών, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά-κοστούμια, συν τις ικανότητες μετωπικής σύγκρουσης με την κινητήριο δύναμη του χρήματος, του κινηματογραφικού μπάτζετ, πάνω απ’ όλα, όπως και του ρίσκου απέναντι στο box-office. Όλα αυτά αποτελούν μια εντυπωσιακότατα πλεγμένη κουρελού –βλ. και τη συρραφή στο πρόσωπο του επιστήμονα-θεού εντός της μυθοπλασίας –ένα Patchwork δεξιοτήτων που συχνά αγγίζει τα όρια του «γιγαντισμού». Και αξιοθαύμαστο αλλά και επικίνδυνο συνάμα αυτό το τελευταίο, αν θέλουμε να το ξεψαχνίσουμε.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_poor-things-2.jpg
Ο σκηνοθέτης μιας ταινίας, το πρώτο που κάνει (αναπόφευκτα) είναι να επιδείξει τα εργαλεία που χρησιμοποίησε για να κτίσει το οικοδόμημά του. Το modus operandi του. Και πάνω σε αυτό θα κριθεί πρωτίστως. Και όσο πιο ξεκάθαρα δράσει, τόσο το καλύτερο, και γι’ αυτόν και για τους θεατές του. Κάτι που είναι συγχρόνως και δίκοπο μαχαίρι. Η απόλυτη, τολμηρή, έκθεση, πολλές φορές, καταλήγει να γίνεται στείρα επίδειξη ή να προσφέρει ένα αποτέλεσμα κατώτερο των προσδοκιών. Και εδώ, νομίζω, ότι ο κινηματογραφικός κατασκευαστής οφείλει να επικεντρώσει την προσοχή του και τους μελλοντικούς φόβους του. Πώς θα καταφέρει να οδηγήσει το «νούμερό του» σε αίσιο τερματισμό χωρίς να χάνει συνάμα, ούτε χιλιοστό από την επιδεξιότητα και τη γοητεία του ακροβατικού σχεδίου του. Διότι και πάλι είναι αυτονόητο: κάθε επίδειξη που περικλείει και σόου μαγείας, όσο πιο επιδεικτική και τολμηρή γίνεται, τόσο περισσότερο κινδυνεύει να στραβοπατήσει και να χάσει την ισορροπία της. Ο σχοινοβάτης-καλλιτέχνης δεν αρκεί να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, αλλά οφείλει να πάρει σοβαρά υπ’ όψιν του και άλλες παραμέτρους: ας πούμε, πόσο έτοιμοι, προετοιμασμένοι και διαθέσιμοι είναι όσοι παρακολουθούν την επίδειξη ώστε να συμμετέχουν σε τέτοιου τύπου ασυνήθιστα θεάματα, που προϋποθέτουν προθυμία παρακολούθησης κάθε παράξενης, ιδιότυπης, αλλόκοτης, αναιδούς, υβριστικής, ανορθόδοξης στην τελική, παρόμοιας πρότασης/πρόκλησης, και λιγότερο μια λογική και τακτική αποστασιοποίησης από το έργο τέχνης. Μόνο έτσι αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις και οι παρερμηνείες. Μια αποτελεσματική λύση είναι (ενδεχομένως) ο κατασκευαστής-καλλιτέχνης να χρησιμοποιεί όχι ψευτοθαύματα αλλά γνήσια προϊόντα «ομοιοπαθητικής», αποτελεσματικά σκευάσματα που θα στοχεύσουν στο πρόβλημα, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι «τα όμοια μπορούν να θεραπεύουν τα όμοια». Εδώ δεν τίθεται θέμα θεραπείας ακριβώς, αλλά κυρίως θέμα αναμέτρησης με την πραγματικότητα, με την αλήθεια των πραγμάτων και όχι με την εύκολη εντύπωση μέσω του αληθοφανούς. Χρησιμοποιώ μόνο επιδραστικά «σκονάκια» γελοιότητας, προκειμένου να βγάλω τη γλώσσα στον ορισμό της γελοιότητας, αυτής καθαυτής.
Πιστεύω ότι ο Γιώργος Λάνθιμος, από την «Κινέτα» ακόμη, ποτέ δεν έβγαλε εκτός αυτής της λογικής, αυτής της εξονυχιστικής παρατήρησης και (αυτο)κριτικής συνάμα, αυτής της ακροβατικής τακτικής, τον ίδιο του τον εαυτό ως δημιουργού ταινιών. Πώς; Εδώ είναι το πολύ ενδιαφέρον: εργαλειοποιώντας την ίδια του την αμηχανία ως σύγχρονου καλλιτέχνη, το προσωπικό του μπλοκάρισμα, τον δικό του σκεπτικισμό μπροστά στον καταιγισμό των σύγχρονων αδιεξόδων, στην καταιγίδα της συλλογικής παραφροσύνης που σημαδεύει και σιγοτρώει τις σύγχρονες κοινωνίες. Εκθέτοντας κινηματογραφικά την ιδιότυπη άποψη/έκφρασή του πάνω σε κοινωνικά, πολιτικά, ψυχικά, ψυχολογικά, ατομικά και συλλογικά ζητήματα, σαν να παρατηρεί την εικόνα μιας περίπλοκης κουρελούς (patswork), η συρραφή της οποίας παραπέμπει στην παραμόρφωση του προσώπου-μυαλού ενός θεού-δημιουργού, ο οποίος, μες στην τρέλα της μεγαλοφυΐας και μεγαλομανίας του, θέλει να ανακατατάξει τον κόσμο, επανεφευρίσκοντας, ανασυντάσσοντας και ανασυνθέτοντας το ανθρώπινο είδος, αρχής γενομένης από το θηλυκό γένος – και για να χαριτολογήσουμε με τη σειρά μας, τουλάχιστον στα ελληνικά, τόσο η «ταινία», όσο και η «επίδειξη» ή η «κουρελού» είναι ουσιαστικά γένους θηλυκού. Η επιτομή, λοιπόν, τόσο της μεγαλομανίας όσο και της τρέλας, τα κουρελάκια/παντιέρες που ανεμίζουν στον ψεύτικο ουρανό της τελευταίας ταινίας του, αρμενίζοντας και σαν αερόπλοια σταλμένα από τον Ιούλιο Βερν, μεταφέροντας στους θεατές τους θερμούς χαιρετισμούς του, του Βερν εννοείται – ή το ερώτημα, «πόσο φιλοσοφικό σπάσιμο κεφαλιού απαιτεί η Μυστηριώδης Νήσος»;
Από τη μεριά του κινηματογραφιστή, άρα, η σινε-μέθοδος επιλέγει να δράσει με μια ξεχωριστή γλώσσα/ ιδιόλεκτο/ διαμαρτυρία, η οποία συνθέτει μια Ύβρι πάνω απ’ όλα, αλλά επίσης και μια συρραφή (άλλη μια κουρελού) συγκεκριμένων ιδεών, ή συγκεκριμένων και αφηρημένων εννοιών, και έχοντας ως πρότυπο, φυσικά, προγενέστερους μάστορες του σινεμά που συγκίνησαν τον αρχιτέκτονα του φιλμικού οικοδομήματος (ο έξυπνος δημιουργός ποτέ δεν ισχυρίζεται ότι είναι αυτοφυής – κι αυτό επιπλέον είναι προς τιμήν του), αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο πίσω το ιδιότυπο προσωπικό του στίγμα. Ο συγκεκριμένος δημιουργός, Γιώργος Λάνθιμος, κατά την εφαρμογή της στρατηγικής του, άλλοτε επιτυγχάνει με ακρίβεια και άλλοτε βγαίνει από το πεδίο μάχης με απώλειες. Συμβαίνει σε κάθε καλλιτέχνη/κινηματογραφιστή αυτό. Σημασία έχει ότι ακολουθεί, με συνέπεια, τον δικό του επίμοχθο περίπλου αφήνοντας πίσω το μοναδικό ανάγλυφο σχήμα του – και φυσικά, η επιτυχία ενός καλλιτεχνικού έργου, η αποδοχή, οι επιβραβεύσεις, σίγουρα δεν είναι δώρα που πέφτουν κατά τύχη από ψηλά. Κτίζοντας μια αξιολογότατη και πολύ ενδιαφέρουσα φιλμογραφία για την οποία, η Ιστορία του Κινηματογράφου, είμαι σίγουρη, ότι θα αφιερώσει ένα πλήρες και μεστό κεφάλαιο. Ίδωμεν και τη συνέχεια…