(Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου)
του Radu Jude
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Ασπρόμαυρο., φιλμ με κόκκο. Το ξυπνητήρι χτυπάει 5:50 το πρωί. H ηρωίδα, μια νεαρή γυναίκα, η Angela γύρω στα 30, γυμνή, σηκώνεται από το κρεβάτι. Στο κομοδίνο λιπαντικό και δύο βιβλία: Tom Jones του Henry Fielding και το Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών από το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Marcel Proust . Μπαίνει στο αυτοκίνητό της και φεύγει. Έγχρωμο, τίτλοι αρχής από μία ταινία γυρισμένη το 1981 στο Βουκουρέστι. Οι αναρτήσεις- ιστορίες της Angela με παραμόρφωση στο TikTok ή το Instagram (;). H περσόνα της είναι αυτή ενός macho άνδρα, του Bobita.
Πολυποίκιλη, πολυρυθμική και πολυδιάστατη αφηγηματικά, αποσπασματική δραματουργικά, σχολιαστική για τους τρόπους παραγωγής των εικόνων και σατυρική στη διάθεσή και στους τονισμούς της, η ταινία χωρίζεται σε δυο άνισα μέρη –το πρώτο διάρκειας και το δεύτερο 40’- με ένα ολιγόλεπτο ενδιάμεσο διάλειμμα , και συγκροτείται από ένα πλήθος αφηγήσεων και αφηγηματικών γραμμών. Η ιστορία μιας βοηθού παραγωγής που κάνει casting για την παραγωγή μιας εταιρικής ταινίας, διακόπτεται, σε παράλληλο μοντάζ, από σκηνές από την ταινία Angela merge mai departe του μακρινού (και ειδυλλιακού; ) 1981 σκηνοθετημένη από τον Lucian Bratu, ενώ ένθετες στις ενώσεις των αφηγήσεων είναι οι αναρτήσεις –ιστορίες του Bobita στα κοινωνικά μέσα. Η ίδια η ιστορία της Angela εμπεριέχει και άλλες αφηγήσεις πέραν τις δικής της: είναι οι ιστορίες όσων καταγράφει για το casting. Στο καταληκτικό δεύτερο μέρος, εν είδει coda, αναπτύσσεται μια εξ αυτών των αφηγήσεων μπροστά στην σταθερή κινηματογραφική κάμερα.
Περιπλάνηση στους δρόμους του Βουκουρεστίου υπό τους ήχους της μουσικής manele (η ρουμανική εκδοχή του σκυλάδικου), το ατελείωτο μποτιλιάρισμα, επίσκεψη στο νεκροταφείο με τη μητέρα της, τα post στα social media και επεισόδια από την ταινία εποχής με ηρωίδα μια γυναίκα ταξιτζή που περιφέρεται στο τότε κομμουνιστικό Βουκουρέστι, η εκταφή της γιαγιάς από τον νεκροταφείο, διαπραγματεύσεις για έναν τάφο, αναζήτηση ενός ανάπηρου -ηθοποιού ο οποίος θα παίξει στην μικρού μήκους ταινία μιας αυστριακής βιομηχανίας σχετική με την ασφάλεια στην εργασία, γρήγορο και αγχωτικό σεξ, zoom – meeting με την παραγωγό (στο ρόλο η Nina Hoss) σχετικά με την ταινία, ασφυκτική πίεση η δουλειά να βγει…
Τρεις είναι οι χρονικές διαστάσεις που αναπτύσσεται η ταινία: η πρώτη είναι η διάσταση του τώρα, του μυθοποιημένου πραγματικού. Εστιασμένο αυτό το πρώτο μέρος κυρίως στην ηρωίδα (που υποδύεται εξαιρετικά η Ilinca Manolache), γίνεται κατά ένα τρόπο ένα ντοκιμαντέρ περιπλάνηση στον αστικό ιστό, αλλά παράλληλα και το πορτραίτο μιας γυναίκας στα 30 που ζει τους αγχωτικούς και εξοντωτικούς ρυθμούς του σήμερα. Η δεύτερη είναι το μυθοπλαστικό παρελθόν, αυτό της ταινίας του 1981, με τους χειρισμούς που κάνει σ’ αυτό ο σκηνοθέτης. Εδώ έχουμε, σε μια πρώτη προσέγγιση, μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε ένα ειδυλλιακό (;) κομμουνιστικό παρελθόν και το σκοτεινό ασπρόμαυρο του σήμερα, χρωματισμένη με τους νοσταλγικούς τόνους που φέρνει το πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο, είναι οι ιδιαίτεροι χειρισμοί της εικόνας από τον Radu Jude -stop motion, εστίαση στους κομπάρσους περαστικούς- που αποκαλύπτουν την κρυφή αλήθεια του ολοκληρωτικού καθεστώτος, π.χ. οι ουρές για τα τρόφιμα, η εξαφάνιση μιας ολόκληρης γειτονιάς για την κατασκευή του φαραωνικού παλατιού του καθεστώτος. Υπάρχει ένας συγχρονισμός-συντονισμός της κίνησης στο χώρο ανάμεσα στις δυο διαστάσεις, καθώς διαδραματίζονται στα ίδια σημεία της πόλης, -κάτι που επιτείνει και υπογραμμίζει διαρκώς την αντιπαράθεση ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο διαστάσεις είναι ένα περιφερειακό πρόσωπο στη πρώτη, αλλά κεντρικό στη δεύτερη διάσταση: η ηρωίδα της ταινίας του 1981 υποδύεται την μητέρα ενός αναπήρου υποψήφιου για τον ρόλο. Η διαρκής και αδιάκοπη κίνηση μέσα στον αστικό ιστό είναι το στοιχείο που συνδέει τις δυο γυναίκες: επισκέπτονται τους ίδιους τόπους τους ίδιους χώρους. Η ηρωίδα του παρελθόντος συνιστά μια αντανάκλαση στην ηρωίδα του παρόντος.
Τέλος, η τρίτη διάσταση είναι εικονική-virtual και παράλληλη του πραγματικού: ο τόπος και ο χώρος που κινείται η διαδικτυακή περσόνα της ηρωίδας στα social media, του Bobita, που μοιάζει διαρκώς να εκτονώνει την πίεση και τη βία της πρώτης διάστασης και να διερευνά τις πολλαπλές δυνατότητες του εικονικού. Είναι αυτή η διάσταση που τοποθετεί τις εικόνες της ταινίας μέσα στο σύγχρονο τοπίο του οπτικοακουστικού. (Το αποκορύφωμα σ' αυτή τη virtual πραγματικότητα είναι η γεμάτη ειρωνικές συνδηλώσεις συνέντευξη του καθόλα πραγματικού και «διαβόητου» γερμανού σκηνοθέτη Uwe Boll).
Η σχέση –αντιπαράθεση ανάμεσα τρεις διαστάσεις δημιουργεί, με τρόπους του Sergei Eisenstein, δηλαδή με τη διαλεκτική, ένα σχόλιο για την ιστορία της Ρουμανίας, για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση του σήμερα: ένα γνώριμο έδαφος για τον Radu Jude (Aferim!, Bad Luck Banging or Loony Porn, The Potemkinists, The Happiest Girl in the World).
Παράλληλα, η αφήγηση έχει μία σωρευτική διάσταση: όλα αυτά τα συμβάντα των τριών διαστάσεων, συσσωρεύονται και σιγά –σιγά επικάθονται στην οπτική μνήμη του θεατή, όπως η κόπωση που συσσωρεύεται σιγά-σιγά στην ηρωίδα. Και καθώς ο αφηγηματικός χρόνος κυλά, πέραν του συναισθηματικού άχθους που συσσωρεύεται, είναι τα ερωτήματα που σιγά –σιγά αναδύονται σχετικά με τη φύση της εικόνας, την κατασκευή της, τον έλεγχό της (ποιος ελέγχει τι).
Είναι προφανές ότι ο χρόνος της ταινίας είναι το σήμερα, η σκληρή, χυδαία και βίαιη καθημερινότητα -αντανάκλαση της οποίας αποτελούν και οι αναρτήσεις του Bobita. Ένα μικρής διάρκειας ντοκιμαντέρ – φωτογραφική παρουσίαση, εν είδει αφηγηματικού διαλείμματος, με τους τόσο οικείους στα Βαλκάνια σταυρούς- εκκλησάκια στα κράσπεδα των δρόμων -υπόμνηση και μνημόσυνο για τους νεκρούς των αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων-, είναι το σημείο που η περιβάλλουσα βίαιη και άγρια πραγματικότητα διαπερνά τη μυθοπλαστική πραγματικότητα της ταινίας.
Το δεύτερο μέρος που αποτελείται μόνο από τα γυρίσματα της εταιρικής ταινίας, συνίσταται από ένα μοναδικό μονόπλανο, με την οικογένεια του ανάπηρου εργάτη και τον ίδιο μπροστά στην σταθερή κάμερα. Αυτό το μονόπλανο δεν είναι παρά μια αναφορά στους αδερφούς Λιμιέρ, και στην καταγωγική συνθήκη του σινεμά (τους αδερφούς Λιμιέρ μας υπενθυμίζει μια μικρή διάλεξη που ακούγεται) . Ό,τι παρουσιάζεται σ’ αυτό είναι τα γυρίσματα της ταινίας ως μια ανακριτική διαδικασία, όπου ο ανακρινόμενος βρίσκεται υπό πίεση μπροστά στην κάμερα. Ωστόσο η πραγματική εξουσία είναι αόρατη: είναι η φωνή (ή οι φωνές) εκτός κάδρου που ακούγονται. Η εξουσία στον παραγωγό, η σκηνοθεσία ως χειραγώγηση και παραποίηση του πραγματικού, ως μια επιχείρηση εξαπάτησης του θεατή: αυτό εντέλει είναι το καταληκτικό ζοφερό συμπέρασμα…