(Το θηρίο)
του Bertrand Bonello
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_la-bete.jpg

Η ταινία έχει τελειώσει και αντί για τους συνήθεις τίτλους τέλους, ο θεατής αντικρίζει ένα QR code και την προτροπή να σκαναριστεί για να δει τους συμμετέχοντες στην ταινία. Αυτή η κατάληξη, τόσο ψυχρή και απρόσωπη, φαίνεται ότι βρίσκει προετοιμασμένο τον θεατή της ταινίας: δεν τον εκπλήσσει, αφού έχει ήδη βιώσει μια αφήγηση, πλήρως ενταγμένη στο σημερινό τοπίο του οπτικοακουστικού, όπου το συναίσθημα της ταινίας σιγά –σιγά αποστραγγίζεται.
Ταινία ακατάτακτη και μετέωρη, ανάμεσα σε κινηματογραφικά είδη -δυστοπική ταινία επιστημονικής φαντασίας, ερωτικό ρομάντσο, ταινία εποχής και ταινία τρόμου με ψυχοπαθή δολοφόνο- το La Bête του Bertrand Bonello βυθίζει τον θεατή στο παράξενο, σαγηνευτικό, κρυπτικό του σύμπαν, μια εμπειρία θέασης που κάποιες φορές υπερβαίνει τα στενά όρια μιας κινηματογραφικής αφήγησης και εκτείνεται σε ανεξερεύνητες ακόμα επαρχίες της οπτικοακουστικής επικράτειας.
Ένα πράσινο φόντο. Μια νεαρή γυναίκα, ξυπόλητη περπατάει σε αυτό και δέχεται οδηγίες από έναν άνδρα (τον ίδιο τον σκηνοθέτη της ταινίας). Είναι τα γυρίσματα μιας ταινίας και η τεχνική του blue screen/ green screen –κανένα ντεκόρ, κανένα άλλο πρόσωπο, μόνο μια ηθοποιός και ένας σκηνοθέτης. Απειλητικοί ήχοι και μουσική μάς υποδεικνύουν ότι βρισκόμαστε στο περιβάλλον μιας ταινίας τρόμου...
Την ίδια ηθοποιό, λίγο αργότερα, την ακολουθεί η κινηματογραφική κάμερα κατά τη διάρκεια ενός χορού -τώρα το περιβάλλον είναι αυτό μιας ταινίας εποχής, που διαδραματίζεται κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα. Δέχεται το φλερτ ενός νεαρού παλιού γνωστού της και ανταποκρίνεται θετικά σ’ αυτό...
2044. Ένα άλμα στο χρόνο. Μια νεαρή γυναίκα περιηγείται σε μια έκθεση ζωγραφικής. Λίγο αργότερα δίνει μια συνέντευξη και συνδιαλέγεται με μία αόρατη ανδρική φωνή. Ζητάει μια αλλαγή στη ζωή της. Μια επέμβαση κάθαρσης του DNA από τις άσχημες και τραυματικές μνήμες του παρελθόντος της υπόσχεται νέες συγκινήσεις…
2014. Κάπου στην Καλιφόρνια, στο Χόλιγουντ (;). Ένας νεαρός περιγράφει στην κάμερα το πρόβλημά του: δεν τον προσεγγίζει καμία γυναίκα. Μετά από μια βραδιά σ’ ένα κλαμπ παρακολουθεί μια νεαρή επίδοξη ηθοποιό. Συναντιούνται μεταξύ τους...
Πολλαπλοί αφηγηματικοί χρόνοι συνυπάρχουν στην ταινία, με πολλαπλές, και εκ πρώτης όψεως ανεξάρτητες μεταξύ τους, αφηγηματικές γραμμές που αναπτύσσονται παράλληλα: πρώτος είναι ο χρόνος μιας ταινίας εποχής που διαδραματίζεται στο Παρίσι, το 1910, κατά τη διάρκεια της μεγάλης πλημμύρας [Για τον απληροφόρητο θεατή τα στοιχεία της ταινίας εποχής υπονομεύονται από αυτά μιας εναλλακτικής πραγματικότητας: το Παρίσι ως μια Βενετία]. Ο δεύτερος αφηγηματικός χρόνος είναι αυτός μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας που διαδραματίζεται στο μέλλον -ένα μέλλον δυστοπικό, όπου κυριαρχείται από την τεχνητή νοημοσύνη και όπου το αστικό τοπίο είναι άδειο από την ανθρώπινη παρουσία, σχεδόν χωρίς ζωή. Και τέλος, η τρίτη αφηγηματική γραμμή για έναν επίδοξο δολοφόνο νεαρών γυναικών που διαδραματίζεται στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, με φόντο το Χόλυγουντ -μια ευθεία αναφορά στην τριλογία του David Lynch για το Λος Άντζελες (Lost Highway, Mulholland Dr.,Inland Empire)
Το κοινό νήμα που διατρέχει τις τρεις γραμμές είναι αυτό ενός ερωτικού μελοδράματος, μιας ερωτικής ιστορίας ανάμεσα σε μια νεαρή γυναίκα και ένα νεαρό άνδρα, μια ιστορία που βασίζεται στην νουβέλα του Henry James, The Beast in the Jungle (1903). Αντιστρέφοντας τα δεδομένα της νουβέλας, ο Bertrand Bonello δίδει φωνή στη γυναίκεια παρουσία: σχεδιάζει λοιπόν το πορτραίτο μιας νεαρής γυναίκας μετέωρης, που έρχεται αντιμέτωπη με τα συναισθήματα της και τον ερωτικό πόθο και σημαδεύεται από ένα προαίσθημα ενός τρομερού γεγονότος, μιας απειλής για κάτι τρομερό που θα συμβεί. Η ελάχιστη αφηγηματική δομή της ταινίας είναι, λοιπόν, η ιστορία για "μια γυναίκα που συναντά έναν άνδρα και τον ερωτεύεται μ’ έναν τρόπο μοιραίο και απόλυτο". Η αφήγηση λοιπόν συγκροτείται από τις διαφορετικές εκδοχές αυτής της ιστορίας, όπου η κάθε μια μοιάζει να αποτελεί προβολή μέσα στο χρόνο, σε διαφορετική εποχή, της ιστορίας για αυτήν τη γυναίκα και αυτόν τον άνδρα -που υποδύονται οι Léa Seydoux, George MacKay-, αντανάκλαση ή παραλλαγή της.
Το ρητορικό εύρος της ταινίας εκτείνεται από το κλασικό μυθιστόρημα, στους ναρκισσιστικούς μονολόγους των ψηφιακών συμπάντων των social media, και από εκεί στο αφυδατωμένο από ζωή, λεκτικό της τεχνητής νοημοσύνης. Αν η πρώτη ιστορία, που κινηματογραφείται στα 35mm, συνιστά μια αντανάκλαση του κόσμου του κλασικού μυθιστορήματος –για έναν έρωτα παράνομο και απόλυτο-, των αφηγηματικών και των δραματουργικών του τρόπων, αυτή που διαδραματίζεται στο μέλλον συνιστά ένα στοχασμό πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη με τις αποστειρωμένες και χωρίς ζωτικότητα «καθαρές» εικόνες. Ενώ, αυτή που διαδραματίζεται στο 2014 – που κινηματογραφείται με το ανάλογο ψηφιακό κινηματογραφικό κάδρο-, επικεντρώνεται στο ναρκισσισμό, στην πληθώρα των εικόνων και των καταγραφών, αλλά και στη μοναξιά στην εποχή των κοινωνικών μέσων.
Ανήκει η ταινία σ’ ένα σινεμά μυστηριώδες και κρυπτικό, σ’ ένα «σινεμά του φόβου», επιγονικό αυτού του David Lynch. Αυτές οι πολλαπλές αφηγηματικές πραγματικότητες, οι διάφορες χρονικές εποχές, οι διαφορετικές αφηγηματικές γραμμές, διαπλέκονται και αναδιπλώνονται: διαπερνώντας και εντυπώνοντας η μια την άλλη, αφήνοντας ως σημεία –ίχνη της παρουσίας τους συναισθήματα, φόβους και ελπίδες, ανομολόγητους και ανεκπλήρωτους πόθους. Παράλληλα, η αναδίπλωση αυτών των αφηγηματικών γραμμών και η διαπλοκή τους, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα που ομοιάζει ως μια εικόνα κολάζ, όπου διαφορετικές αρχικές εικόνες αποκομμένες από το περίγυρό τους , δημιουργούν μια καινούργια, που δεν είναι παρά η προβολή του εσωτερικού άγχους, του φόβου μπροστά στο άγνωστο, των συναισθημάτων αυτής της γυναίκας.
Είναι πάντα –και στις τρεις αφηγηματικές πραγματικότητες- η διαχρονική ιστορία μιας νεαρής γυναίκας, η συνάντησή της με τον εραστή της. Αμήχανη και άτολμη απέναντι στις αναστατώσεις του έρωτα, διακατέχεται από τον φόβο της αποτυχίας, μια εσωτερική ανησυχία, που την θέτει σε μια κατάσταση άγχους, μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους: από τη μία πλευρά αυτός της ασφάλειας (της οικογενειακής ζωής) και από την άλλη ο κόσμος με τις υποσχέσεις ενός έρωτα. Σημαδεύεται από αυτήν την κατάσταση, αισθάνεται μια απειλή να επικρέμαται διαρκώς από πάνω της. Στο κέντρο λοιπόν της ταινίας βρίσκονται τα ερωτικά της συναισθήματα, οι πόθοι της, οι δισταγμοί της, τα άγχη της, οι φόβοι της νεαρής γυναίκας.
Στην ταινία, ο χορός κατέχει μια σημαντική θέση, ιδιαίτερα στο μέρος της αφήγησης που διαδραματίζεται στο μέλλον. Οι φανταστικές ντισκοτέκ που παίζουνε μουσική μιας συγκεκριμένης χρονιάς είναι τα σημεία που μάς υποδεικνύουν την εξέλιξη της ερωτικής ιστορίας. Η τελευταία σκηνή, που διαδραματίζεται στην ντισκοτέκ του 1963, όταν ο χορός των ζευγαριών ήτανε «ένας με ένα», και όχι μοναχικός, όπως συνέβαινε στις επόμενες δεκαετίες, είναι η απόδειξη του απόλυτου έρωτα που εντέλει βιώνει η ηρωίδα. Αλλά, επίσης και το αποκορύφωμα του ερωτικού της δράματος: έμπλεη συναισθήματος η ηρωίδα απέναντι της έχει ένα πρόσωπο αποστραγγισμένο από κάθε συναίσθημα…