του Noaz Deshe
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
«Ονειρεύομαι ή μήπως εσύ με ονειρεύεσαι;»
«Ακούτε για Ευρώπη και φαντάζεστε ανθρώπινα δικαιώματα»
Ένας εφιάλτης είναι το Xoftex. Υπαρκτός αλλά και φανταστικός. Σε έναν χώρο κατασκευασμένο, του εδώ και του πουθενά. Ενδιάμεσο. Με τους δικούς του κανόνες. Τα πρόσωπα που κινούνται στους δαιδαλώδεις σκοτεινούς διαδρόμους του, Σύριοι και Παλαιστίνοι πρόσφυγες, κυρίως άντρες, αστειεύονται, πειράζονται, λογομαχούν, διαπληκτίζονται, πολλές φορές βίαια, ενώ ένας υπόκωφος ήχος και ο τριγμός των διερχόμενων τρένων τούς συνοδεύει διαρκώς. Κουβαλούν τα τραύματα της προσφυγιάς, θανάτους στη θάλασσα, απώλειες αγαπημένων. Αλλά και την εξαθλίωση της προσωρινής εγκατάστασης, την αγωνία της αναμονής. Κοιμώμενοι άγγελοι ή ζόμπι που κυκλοφορούν τη νύχτα στον καταυλισμό, ανάμεσα στα containers. Κι ανάμεσά τους ένα αγόρι που ονειρεύεται να φύγει στη Σουηδία, ενώ παράλληλα αναζητά τρόπους διαφυγής μέσα από την τέχνη και τα πειράματα κβαντικής φυσικής. Γιατί στο μυαλό του όλα μεταμορφώνονται, ο χώρος και ο χρόνος χάνουν τον προσανατολισμό τους και τα πάντα αλλάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πού σταματάει η πραγματικότητα και πού ξεκινάει η φαντασία; Θραύσματα της πραγματικής ζωής αναμειγνύονται με το όνειρο σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, όπου η λογική δοκιμάζεται, ενώ το ρεαλιστικό με το σουρεαλιστικό συγχωνεύονται για να εκτοξεύσουν τελικά τον ήρωα σε άλλον πλανήτη.
Βασισμένο σε θεατρικά εργαστήρια, προσωπική έρευνα και εθελοντική εργασία του δημιουργού του, Noaz Deshe, σε ελληνικά camps προσφύγων από το 2016 έως το 2019 και ειδικότερα σε αυτό της Softex στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου κοντά στη Θεσσαλονίκη, το Xoftex, δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το βραβευμένο White Shadow (2013), συνιστά κάτι εντελώς διαφορετικό από τις συνήθεις αφηγήσεις περί προσφυγικής κρίσης. Κινούμενο μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ μετατοπίζεται διαρκώς με αγχωτικούς ρυθμούς από το κωμικό στο δραματικό και με μία φρενήρη μετακίνηση της κάμερας προς όλες τις κατευθύνσεις από το ένα χωρικό πεδίο στο άλλο, θολώνοντας τα όρια αλλά χωρίς να χάνει ποτέ την κεντρική του εστίαση. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τα είκοσι πρώτα λεπτά από ένα εναέριο πλάνο ο θεατής αποκτά αντίληψη του χώρου μέσα στον οποίο εξελίσσεται η δράση.
Στον πυρήνα της ταινίας βρίσκεται η αληθινή ιστορία του Παλαιστινιο-Σύριου Ali Abbas και του αδελφού του για το πώς αντιμετώπισαν την σωματική και ψυχολογική πίεση σε έναν από τους χειρότερους ελληνικούς καταυλισμούς προσφύγων. Ο Deshe γνωρίζει καλά πώς να γειώνει την ταινία του, όταν καταγράφει τα παιχνίδια των νεαρών αλλά και μεγαλύτερων μελών της κοινότητας, τα βιντεοσκοπημένα σκετσάκια τους –υλικό για μια ταινία που θα προβληθεί αργότερα στο camp- , ένα ερασιτεχνικό project για μια ταινία τρόμου-μέσα σε ένα πραγματικό σκηνικό τρόμου-, αλλά και τις αριστοτεχνικές σεκάνς των συνελεύσεων, από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας. Γνωρίζει ωστόσο και πώς να την απογειώνει από την τεκμηρίωση σε μια μυθοπλασία, όπου εισβάλλει και το υπερφυσικό, όταν η πραγματικότητα γίνεται αναπόδραστη. Με αναδρομές στο εφιαλτικό παρελθόν, με ένα αβέβαιο κωμικο-τραγικό παρόν (έντονα τα στοιχεία της σάτιρας) και με μία weird προβολή σε ένα ανεκπλήρωτο μέλλον, η ταινία - ένα ταξίδι που παρακολουθούμε μέσα από το μυαλό του κεντρικού της ήρωα - ολοκληρώνει τον κύκλο της, αφήνοντας ένα ισχυρό καλλιτεχνικό αποτύπωμα με πολιτικές αιχμές. Είτε μέσα από εικόνες ρεαλιστικές, είτε μέσω συμβόλων που επανέρχονται (το δέντρο και τους σπασμένους καθρέφτες), είτε μέσα από μια visual art οπτική, που διαθλά την πραγματικότητα και την μεταμορφώνει σε όνειρο.
Karlovy Vary 2024