του Χρήστου Δήμα
(το ημερολόγιο του σκηνοθέτη)
ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΑ
«26 Μαΐου 1995. Εννιά το πρωί. Εξάρχεια, εσωτερικό. Διαμέρισμα του Μπάμπη Γιωτόπουλου, διαμορφωμένο έτσι ώστε να μπορούν να παίξουν τρεις σκηνές, του εραστή, της μητέρας και της αδελφής. Η σκηνή με τον Γιωτόπουλο ξεκινά πρώτη. Ένα μονοπλάνο στατικό σε ύφος συνέντευξης, λουσμένος σε θερμά χρώματα. Γύρισμα απλό στο στήσιμο με μεγάλη όμως φθορά σε φιλμ, γιατί πρόκειται για μονοπλάνο σε μεγάλο κείμενο. Ξεκινάμε την σκηνή της Μαλικένζου περίπου στις 1:00. Μου ζήτησε να μην πάμε πρόβα και να πάμε με τη μία. Το σαλόνι είχε κλειστές κουρτίνες και περισσότερο κλειστοφοβικό περιβάλλον. Πρώτη λήψη λοιπόν. Και ξαφνικά οι λέξεις, οι παύσεις και η χροιά της Έρσης δίνουν μια άλλη διάσταση σε αυτό που πριν από λίγες ώρες ήταν απλά σελίδες σεναρίου. Στο φινάλε της σκηνής, έτσι όπως έχω κολλημένο το μάτι μου στο βιζέρ, αρχίζουν να κυλάνε δάκρυα στα μάγουλά μου και μαζί με μένα νοιώθω τη συγκίνηση σε όλα τα παιδιά του συνεργείου πίσω μου, που δεν είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή συναίσθηση του τι ταινία προσπαθούσα να κάνω. Το απόγευμα στην κουζίνα η σκηνή της αδελφής. Οι λύσεις που δίνω είναι βαρετές. Σκέφτομαι να αφαιρέσω εντελώς τη σκηνή. Το βράδυ μαζί με τον Αλέξη στο στούντιο παλεύουμε με τη μουσική για το υποβρύχιο με το άγαλμα. Τελειώνουμε στις τρεις. Επιτέλους ύπνος.»
TENDER
«24 Δεκέμβρη 1996. Τελειώνω τα ψώνια. Ένα ζευγάρι παπούτσια για μένα και ένα άγιο-Βασίλη μαριονέτα για το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Αντώνη. Στο στούντιο της Φαντασίας όπου τελειώνω τους τίτλους του τέλους. Φτιάχνω δύο αντίτυπα της ταινίας και παίρνω τηλέφωνο τη Βίκυ. Μόλις έχει έρθει από τη δουλειά της, κανονίζουμε να περάσω από το σπίτι. Το βίντεο είναι στο υπνοδωμάτιο. Είναι καθισμένη στο κρεβάτι και εγώ καθισμένος πλάγια πίσω της για να τσεκάρω αντιδράσεις. Γελάει με την Κάρμεν, βλέπει ότι δεν έχει λόγο να ανησυχεί για το γυμνό της και βουρκώνει με τη σκηνή του τέλους με το αυτοκίνητο στην Πανεπιστημίου. «Είναι το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ…» Φεύγω. Στο μηχανάκι σε όλη τη διαδρομή τραγουδάω το τραγούδι της Γιοβάννας. Ψοφόκρυο.»
ΑΝΑΣΑ
«Σαν Φρανσίσκο, 25 Ιανουαρίου 1998. Χρόνια μου πολλά. 29 έτη. Πήρα τον Γκάλη τηλέφωνο για να αλληλοευχηθούμε. Οι γονείς για άλλη μια φορά αγνόησαν τις δέκα ώρες διαφοράς και τηλεφώνησαν στις τρεις τα ξημερώματα. Ο George από τις έξι τα ξημερώματα έφτιαχνε το φαγητό για το σημερινό γύρισμα. Εν σαλάδα, τορτίγιες, σούπα με τσίλι και φασόλια με λιωμένο τυρί, κέικ καρότο και σανγκρία. Πιο πριν κάποια σάντουϊτς με μαρούλι τόνο και πατατοσαλάτα. Ακόμα και το γύρισμα να μην πάει καλά, με το καλό φαί θα γλυτώσω τις πολλές γκρίνιες. Σήμερα ήταν οι σκηνές της Τζάνετ και του Πωλ. Η ερωτική τους σκηνή –η σκηνή της κουζίνας- και το ντους. Ξεκινάμε με την κουζίνα. Μου αρέσει να βλέπω το φως που μπαίνει έτσι σκληρό και άπλετο πάνω στην Τζάνετ. Η κουζίνα κάπως στενή αλλά λειτουργεί. Η ερωτική σκηνή όπως το περίμενα φέρνει κάμποση αμηχανία σε όλους μας και πιο πολύ στον Πωλ, που προσπαθεί να αντιμετωπίσει την όλη σουρεάλ κατάσταση με χιούμορ. Κάποια στιγμή έχω μια ένταση με τον Τζο. Του παίρνω την κάμερα από τα χέρια και τον στέλνω στο μόνιτορ, για να παρακολουθήσει τα παραμορφωμένα κοντινά και την θολούρα στις εκφράσεις των ηθοποιών.
«Αυτό θέλω», του λέω. «Μα, αυτό είναι out of focus» διαμαρτύρεται. «Ναι, αλλά αυτό θέλω», του ξαναλέω. «Μα, είναι λάθος…», επιμένει. «Ναι, αλλά αυτό θέλω», συνεχίζω το βιολί μου χωρίς να υψώσω τη φωνή μου. Οπότε, σηκώνει τους ώμους και με μισή καρδιά μου πετάει «Οκ, δικιά σου είναι η ταινία…» Η σκηνή της ντουζιέρας πάει πολύ καλύτερα. Για άλλη μια φορά δεν έχω παρά να θαυμάσω το θάρρος της Τζάνετ, για τον τρόπο που γραπώνει το ρόλο. Τελειώνουμε περίπου στις εφτά. Έπειτα καλώ τα παιδιά στο σπίτι για να κόψουμε την τούρτα. Καθόμαστε μέχρι τα μεσάνυχτα ακούγοντας μέσω ίντερνετ ελληνικό ραδιόφωνο και Μελωδία FM.»
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ
«Η Καπρί πίτσα είναι πάνω στη λεωφόρο της Μάρκετ. Στο νούμερο 2272. Δίπλα από το δισκάδικο του Towers. Ιδιοκτήτης του είναι ο Νίκος Βλαχιώτης, που κατάγεται από τη Ζάκυνθο, ένας τύπος πάντα με χαμόγελο. Έχουμε πολύ καλή πίτσα. Μιλάμε για πολύ καλή πίτσα. Είμαστε ανοιχτοί από τις τέσσερις το απόγευμα ως τα μεσάνυχτα. Εγώ πηγαίνω από τις τρεις για να ανάψω τους φούρνους, να βάλω το ψωμί να ζεσταίνεται και να ετοιμάζω το τυρί για τις πρώτες πίτσες. Από τις τέσσερις μέχρι τις πέντε, πέρα από το ταμείο και την προετοιμασία του ανοίγματος πρέπει να έχω το νου μου για τις πρώτες πίτσες και το άνοιγμα του πάγκου της σαλάτας. Έξι μέρες την εβδομάδα, εννιά ώρες την ημέρα. Ανάμεσα σε όλα αυτά, βρίσκω χρόνο να κρατώ σημειώσεις για τον Αμερικανό. Έχω βάλει στοίχημα με την Μάργκριτ, που δουλεύει σερβιτόρα, ότι η επόμενη δουλειά μου θα έχει χιούμορ. Προσωπικά δεν είμαι λάτρης της πίτσας. Το φαγητό που μ’ αρέσει είναι το κοτόπουλο αλά Κατσιατόρρε, που ο Τζόελ, ο Μεξικανός μάγειρας, μου ετοιμάζει κάθε βράδυ στις δέκα ακριβώς. Με πατάτες τηγανητές. Μερικές φορές, για αλλαγή παίρνω την κόκκινη σάλτσα με τα θαλασσινά που όμως αντί για μακαρόνια βάζω πάλι πατάτες τηγανητές. Γενικά στο φαγητό είμαι προβλέψιμος. Δέκα είναι η ώρα που οι φίλοι μου ξέρουν ότι κάνω το διάλειμμά μου, οπότε έρχονται και τρώμε μαζί. Ανάμεσά τους και ο Μπομπ, που μέχρι πρότινος δούλευε σε ένα στριπτιτζάδικο. Μου λέει διάφορες ιστορίες και παίρνω την άδειά του να βάλω κάτι απ’ αυτές στον Αμερικανό. Ανάμεσα στους πελάτες του Καπρί είναι και ο Βραζιλιάνος, ο Αλφρέντο, που μόλις πρόσφατα πήρε την πράσινη κάρτα. Παντρεύτηκε μια γειτόνισσά του, τη Λίζα, που δούλευε στο διπλανό πλυντήριο, μόνο και μόνο για τα χαρτιά. Τώρα, με τα χαρτιά εξασφαλισμένα κατέθεσε την αίτηση διαζυγίου και το ίδιο απόγευμα ήρθε με την πρώην γυναίκα του και τον φίλο του για να γιορτάσουν το διαζύγιο…
Τους κέρασα από ένα ποτήρι μαυροδάφνη που έχω αγοράσει από το ελληνικό μπακάλικο και το κρατάω πάντα πίσω του πάγκου μου. Ζητάω από τη Λίζα να παίξει στην ταινία μου αλλά θέλει να φύγει ταξίδι για το Λος Άντζελες με τη φίλη της, οπότε, μου πετάει «Γιατί δεν παίρνεις την Μαουρίτα που είναι κούκλα…». Η Μαουρίτα είναι η σερβιτόρα που την σερβίρει και που τα πρωινά δουλεύει σαν κοινωνική λειτουργός σε ένα νοσοκομείο. Η Μαουρίτα δέχεται να παίξει, αρκεί τα γυρίσματα του γάμου να γίνουν Κυριακή που έχει ρεπό. Μετά τη σκηνή του γάμου έτσι με το νυφικό και το παπιγιόν πάμε στο Πορτ Καφέ για φαγητό όπου δουλεύει ο Μπομπ. Τις Κυριακές ο Μπομπ σερβίρει ντυμένος φούστα-μπλούζα-γόβα, τραγουδώντας από Λάιζα Μινέλι σε Κόννι Φράνσις. Κάτι που τον έχει κάνει διάσημο στη γειτονιά του Κάστρο. Σήμερα ήταν ντυμένος Μπαρμπαρέλλα. Του προτείνω να παίξει στην ταινία. μας κερνάει μιμόζες και αντί για πληρωμή μου ζητάει το νυφικό που φοράει η Μαουρίτα, κάτι το οποίο συμφωνώ να του το δώσω με το τέλος των γυρισμάτων. Ένα βράδυ έρχεται στο μαγαζί η Κάθριν. Κάθομαι στο τραπέζι της και μιας και δεν είχαμε πολύ κόσμο, τη βάζω να μου πει τα ταρώ. Όπως μου ρίχνει τις κάρτες, το βλέμμα της μαλακώνει, αρχίζει να μου θυμίζει τη γιαγιά μου, και τις θείες μου και έτσι μεταξύ Κρεμασμένων Ιπποτών και Μεγάλης Αρκάνας, της πετάω την ιδέα να παίξει στην ταινία. Η ιδέα, ότι θα πρέπει να υποδυθεί μια ελληνίδα την ιντριγκάρει, πόσο μάλιστα όταν θα πρέπει να αφαιρέσει κάθε ίχνος από την τεξανή προφορά της. Ο Πωλ συμφώνησε να παίξει έναν πελάτη, αρκεί να έχει στο γύρισμα μια από τις πίτσες που του αρέσουν –με μελιτζάνα, σκόρδο και καλαμάρι, σε ψιλή κρούστα και καλοψημένη). Έχω τρεις Δευτέρες και δύο πρωινά Κυριακής για τα γυρίσματα. Και σε όλα αυτά ένα μωρό που μόλις γεννιέται και μου μοιάζει τόσο πολύ, που το φτύνω να μην το βασκάνω, κάνοντας ευχή να μην πάρει τη μύτη μου και έχοντας κάπου βαθιά μια μικρή ανησυχία για το πόσο σοβαρά πρέπει να πάρει τον μπαμπά της όταν μια μέρα δει τις ταινίες μου.»
(πηγή δελτίο τύπου )