του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
ypograf3.jpg
Η ταινία «η Υπογραφή» καταγράφει την πορεία δύο ανθρώπων στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τη ζωή τους, να υπερβούν επιλογές που φάνταζαν οριστικές και δεσμευτικές, να αρνηθούν ρόλους και ταυτότητες, εγχείρημα που θα καταλήξει στη συντριβή τους. Ο Aγγελος και η Μαρία, πριν συναντηθούν ορίζουν δύο αντιθετικές περιπτώσεις του Είναι. Αυτός, ταλαντούχος χωρίς στήριξη και βοήθεια όμως, υποχρεωμένος να ζει στο σκοτάδι του καθημερινού βιοπορισμού. Εκείνη, με στήριξη και βοήθεια, που της προσφέρουν την επιθυμητή λάμψη του εφήμερου. Θα συναντηθούν και θα προσπαθήσουν να απελευθερωθούν από το βάρος των επιλογών τους. Η ανάγκη του Aγγελου, ως δημιουργού πλέον, να διεκδικήσει την ταυτότητά του και η ανάγκη της Μαρίας να σαρκώσει τη δική της ταυτότητα με πραγματική δημιουργία, ξαναβάζουν στη ζωή, με δραματικό τρόπο, αυτό που θέλησαν να αγνοήσουν, να υποβαθμίσουν: το ήθος σαν στάση ζωής. Αυτό που θα τους σώσει είναι ο έρωτας με το ούτως ή άλλως ενυπάρχον ήθος του. Ο περίγυρος όμως έχει κατανείμει ρόλους και ταυτότητες, θέλει να επιβεβαιώνεται η «εικόνα», αδιαφορεί για την ουσία της ύπαρξης. Ο Δημήτρης Ορφανός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να απαιτεί να ανταποκριθούν σε αυτό που επιτάσσει το συλλογικό, έστω και ως λανθάνον, απέναντι στο ατομικό: να υποστασιοποιούν τον κοινωνικό τους ρόλο.
ypograf1.jpgΜε όχημα την αφήγηση του Aγγελου, μορφικά, η ταινία εκτυλίσσεται μέσα από τη σύμπλευση παρόντος-παρελθόντος μέσα από επιλεκτικές καταδύσεις της μνήμης στον πάγο της ιστορίας για να ανασύρει και να επανασυναρμολογήσει στο παρόν το άλλο πρόσωπο της ίδιας ιστορίας.
Την πρόφαση για την αναθεώρηση των πραγμάτων παρέχει η αναδρομική έκθεση και το λεύκωμα-αφιέρωμα προς τιμήν της ζωγράφου. Και τα δύο, εξ' ορισμού, επινοούν και τοποθετούν την «αλήθεια» τους στη θέση μιας πραγματικότητας που ο χρόνος ολοένα καθιστά πιο δυσπρόσιτη, ελάχιστα απτή και επικίνδυνα επαγωγική. Αναδρομή και αφιέρωμα, έννοιες καθ' ολοκληρίαν διάτρητες, καταδικασμένες να αλιεύουν στερεότυπες εικόνες από ένα παρελθόν που ελάχιστα έχει να κάνει με το βιωμένο χώρο του ανθρώπου. To βιωμένο χώρο ως τόπο του πάθους και της ίδιας της περιπέτειας της ζωής και όχι της περιγραφής της. Αυτά τα στοιχεία-κάτω και από την πίεση της Aννας-θα φέρει στην επιφάνεια ο Aγγελος.
Ο Aγγελος παραμένει ξεχασμένος στο σκοτάδι του μέχρι που έρχεται η Μαρία να τον τραβήξει στο φως. Η επίδρασή της διττή και διχαστική. Μέσα από τον έρωτα αναζωπυρώνει τη φλόγα της δημιουργίας, πυροδοτεί τη ζωή. Από την άλλη όμως «δανείζει» στον εαυτό της και τον ’γγελο μια δημόσια εικόνα που συγχέει ταυτότητες και ρόλους, αναιρεί την ουσία του Είναι και τελικά κακοφορμίζει-μεσ' την ενοχή- τον ίδιο τον έρωτα. Η Αρκαδία, ως κυριολεξία αλλά και ως ουτοπία, θα τους προσφέρει ένα προσωρινό καταφύγιο, θα αποδειχθεί όμως για άλλη μια φορά πως παραμένει πάντα στο επίπεδο του φαντασιακού, ακριβώς όπως και στις ειδυλλιακές εικόνες του Πουσέν αλλά και στα όνειρα του Γκαίτε.
Η έξοδος στο φως για τον Aγγελο είναι ταυτόχρονα παράδεισος και κόλαση. Σαν τα "Σκισμένα Πρόσωπα" της έκθεσής του, σχοινοβατεί σ' ένα εφιαλτικό μεταίχμιο αντιθέσεων. Στο τέλος ο Aγγελος -αν και του δίνεται η δυνατότητα-επιλέγει να μείνει στο σκοτάδι, αρνείται να ξαναγράψει την ιστορία, δεν αποκαθιστά την αλήθεια. Θυσιάζει τη δική του ταυτότητα προκειμένου να μείνει αλώβητη η δημόσια εικόνα της Μαρίας.
Έχει προηγηθεί βέβαια η θυσία της Μαρίας όταν επωμίζεται τη λύση του δράματος, όταν κατά κάποιο τρόπο προσφέρει τη λύτρωση στον Aγγελο. Αλλά και η πράξη του Aγγελου, έστω εκ των υστέρων, υιοθετεί μια δίσημη συνθήκη που αφ' ενός οριοθετεί, εγκλωβίζει την αλήθεια στο χώρο του ιδιωτικού και αφ' ετέρου, δημόσια, δεν κλονίζει στερεότυπα και πλάνες. Δεν λέει ψέματα, απλά επιβεβαιώνει πως το όμορφο δεν είναι κατ' ανάγκην και αληθινό. Σε αντίθεση με την Aννα που πιστεύει πως το ήθος ορίζει, διέπει ως ενυπάρχον, οτιδήποτε το αισθητικό. Η σύγκρουση μεταξύ τους εκτείνεται ανάμεσα σε δύο ακραία αντιθετικούς πόλους. Η αναλυτική σκέψη της Aννας έχει σαν οδηγό τα Πλατωνικό «το όμορφο είναι το απαύγασμα του αληθινού» και η συνθετική πράξη του ζωγράφου Aγγελου ενστερνίζεται την άποψη του Σαρτρ ότι «η τέχνη όπως πάντα ψεύδεται για να είναι αληθινή».
Η στάση του Aγγελου έχει συνέπεια, δεν στερείται ήθους. Είναι ένας άνθρωπος που λούστηκε στην αγάπη, την ακολούθησε στις νομοτέλειές της και δεν φοβήθηκε να καεί στο φως της. Στην αγάπη λογοδοτεί και αυτήν υπερασπίζεται. Η Aννα αλλά και οι θεατές της ταινίας παρακολουθούν τη ζωή του Aγγελου και της Μαρίας από τη στιγμή που διασταυρώνονται οι δρόμοι τους. Ο Aγγελος παρουσιάζει την πορεία τους μέσα από τρεις τρόπους. Αφηγείται, σήμερα, κατευθείαν στην κάμερα την ιστορία. Σχολιάζει off κομμάτια της ιστορίας που επιλέγει η μνήμη του. Ανασυνθέτει, ασχολίαστα, μια γραμμική εκτύλιξη του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, στο παρόν χτίζεται σιγά-σιγά η προσωπικότητα του Aγγελου. Μέσα από τη γνώση της προσωπικότητάς του γίνεται δυνατή πλέον η ερμηνεία και διαλεύκανση στάσεων και συμπεριφορών του παρελθόντος. Κλειδί για την κατανόηση ορισμένων πραγμάτων είναι το ζωγραφικό έργο του Aγγελου. Οι επιλεγμένοι πίνακες που αποκαλύπτονται στην κάμερα παρουσιάζουν την ιδιόμορφη και ενορατική σύνθεση μεταξύ της πραγματικότητας και της πρόσληψής της από τον Aγγελο. Σαν μέσα από κάτοπτρο ο Aγγελος κοιτά τη ζωή του, κοιτά τη σχέση του με τη Μαρία.
ypograf2.jpgΤο βλέμμα του πρισματικό, προφητικό συλλαμβάνει το 'εσωτερικό ταξίδι', την αθέατη πλευρά της ιστορίας. Γίνεται έτσι η ζωγραφική ένα μετωνυμικό σχόλιο πάνω στην αφήγηση και η ίδια η ταινία μια μετωνυμία της εικαστικής αναπαράστασης της. Η ταινία εγκαθιστά το διφορούμενο στη σχέση παρόντος/ παρελθόντος. Συνθέτει στο παρελθόν μια νέα πραγματικότητα, μια καινούρια ιστορία και αποσυνθέτει στο παρόν αυτό που μόλις έστησε σαν πραγματικότητα του παρελθόντος. Κάθε εξιστόρηση του χθες από τον ’γγελο προϋποθέτει μια επιλογή, υιοθετεί μια στάση. Σήμερα η Aννα και ο θεατής, συχνά διακριβώνουν πως σημασία έχει ό,τι έμεινε έξω από τις επιλογές του Aγγελου, αυτό που δεν έγινε αντικείμενο των ιστοριών του. Κι εδώ εστιάζεται η προσοχή της Aννας: να ανακαλύψει τη στάση του αφηγητή, τον ίδιο τον αφηγητή. Στο τέλος δε, θα επιχειρήσει ακόμη και να υποκαταστήσει τον αφηγητή κάτι που θα της αρνηθεί όμως ο Aγγελος.
Ίσως ο λόγος του ποιητή -"πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά να αισθανθεί ό, τι ο νους συνέλαβε"- να χαρακτηρίζει το παρόν στην ταινία και τον τρόπο που το παρόν κοιτά το παρελθόν. Φως και σκοτάδι, καρδιά και νους παρουσιάζονται μεν σαν αντιθετικά δίπολα, δεν παύουν όμως να συνυπάρχουν στην πραγματικότητα. Ένα παρελθόν παραδομένο στις επιταγές της καρδιάς κλείνει μ' ένα στοχαστικό παρόν που διεκδικεί το νηφάλιο λογισμό των έργων της αγάπης.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)