του Θόδωρου Αγγελόπουλου
(το σημείωμα του σκηνοθέτη )
Η σχέση μου με τον κινηματογράφο άρχισε σχεδόν σαν εφιάλτης. Ήταν το ’46 ή ’47, δεν θυμάμαι. Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που πήγαινε πολύς κόσμος στο σινεμά και εμείς μικροί τρυπώναμε ανάμεσα στον συνωστισμό των μεγάλων για να χαθούμε στο μαγικό σκοτάδι του εξώστη. Είδα πολλές ταινίες τότε, αλλά η πρώτη ήταν μια ταινία του Michael Curtiz, το «Angels With Dirty Faces».
Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που ο ήρωας οδηγείται από δυο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο.
Ξαφνικά μια κραυγή... Δεν θέλω να πεθάνω.
Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου.
Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σ’ ένα τοίχο και μια κραυγή.
Άρχισα να γράφω πολύ νωρίς, εκείνη την ίδια εποχή, κάτω απ’ την ταραχή και τη συγκίνηση που μου είχαν δημιουργήσει οι αναταράξεις της Ιστορίας που είχαν προηγηθεί.
Οι σειρήνες του πολέμου του ’40.
Η είσοδος του Γερμανικού στρατού κατοχής σε μια έρημη Αθήνα. Πρώτοι ήχοι, πρώτες εικόνες.
Έπειτα, ο Εμφύλιος το Δεκέμβρη του ’44. Η σφαγή.
Η καταδίκη του πατέρα σε θάνατο.
Το χέρι της μητέρας να τρέμει στο δικό μου καθώς ψάχναμε να βρούμε το πτώμα του ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, σε ένα χωράφι.
Καιρό μετά ένα μήνυμα του από μακριά.
Η επιστροφή του μια μέρα βροχής.
Πρώτες ιστορίες. Πρώτη επαφή με τις λέξεις, λέξεις που αναζητούν εικόνα. Τότε δεν ήξερα. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα όταν έγραψα την πρώτη λέξη στο πρώτο σενάριο.
Η λέξη ήταν «βρέχει».
Ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί, και γενικά η αρχαία ελληνική γραμματεία, αποτελούσαν την εποχή μου μέρος της σχολικής μας παιδείας. Οι αρχαίοι μύθοι μας κατοικούν και τους κατοικούμε.
Ζούμε σ’ ένα τόπο γεμάτο μνήμες, αρχαίες πέτρες και σπασμένα αγάλματα.
Όλη η νεότερη ελληνική τέχνη φέρει τα σημάδια αυτής της συμβίωσης.
Η διαδρομή μου, η πορεία μου, η σκέψη μου θα ήταν αδύνατο να μην έχουν ποτιστεί από όλα αυτά.
Όπως λέει ο ποιητής «έβγαιναν απ’ το όνειρο, καθώς έμπαινα στο όνειρο. Έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα’ ναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει».
Η σχέση μου με τη λογοτεχνία και την ποίηση μ’ έφεραν πολύ νωρίς κοντά σ’ όλες τις αναζητήσεις γλωσσικές ή αισθητικές του μοντερνισμού.
Αργότερα, στις αρχές του ’60 στο Παρίσι, την εποχή της πολιτικοποίησης, το επικό θέατρο του Brecht, που αναιρούσε, ως ένα σημείο, τον ορισμό του Αριστοτέλη για την δραματική τέχνη, γινόταν σημείο αναφοράς.
Πέρασαν χρόνια για να επιστρέψω στον Αριστοτέλη και στον ορισμό του για την τραγωδία: Έστιν ουν τραγωδία, μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας...
Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψω ότι ο μονόλογος της Μόλλυ στο τελευταίο κεφάλαιο του «Οδυσσέα» του Τ. Τζόυς, δεν είναι παρά η μακρινή ηχώ της εκπληκτικής περιγραφής, των όπλων του Αχιλλέα στην Ιλιάδα του Ομήρου.
Η «Αναπαράσταση», η πρώτη μου ταινία, γεννήθηκε την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών ως απόπειρα ανασύνθεσης της αλήθειας, από τα θραύσματά της. Η αναπαράσταση όχι ως σκοπός αλλά ως δρόμος. Οι μικρές ιστορίες όπως αντανακλώνται αλλά και καθορίζονται από τη μεγάλη Ιστορία.
Ο πατέρας ως σύμβολο, ως παρουσία και απουσία, ως μεταφορική έννοια και ως σημείο αναφοράς.
Το ταξίδι, τα σύνορα, η εξορία.
Η ανθρώπινη μοίρα.
Η αιώνια επιστροφή.
Θέματα που ακολούθησαν και μ’ ακολουθούν.
Όλες μου οι εμμονές μπαίνουν και βγαίνουν στις ταινίες μου, όπως μπαίνουν και βγαίνουν, όπως σωπαίνουν για να ξαναεμφανιστούν αργότερα, τα όργανα μιας ορχήστρας.
Είμαστε καταδικασμένοι να λειτουργούμε με τις εμμονές μας. Δεν κάνουμε παρά μόνο μια ταινία, δεν γράφουμε παρά μόνο ένα βιβλίο.
Παραλλαγές και φούγκα πάνω στο ίδιο θέμα.
Πολλοί που μου έχουν κάνει την τιμή να ασχοληθούν με την δουλειά μου νομίζουν ότι ο τρόπος που γράφω είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής επιλογής.
Δεν είναι ακριβώς έτσι. Βέβαια, όταν γύριζα τις «Μέρες του ‘36», μια ταινία πάνω στη δικτατορία, την εποχή της δικτατορίας, και ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσω άμεσες αναφορές, αναζήτησα μια κρυφή γλώσσα. Υπονοούμενα της Ιστορίας. Νεκροί χρόνοι μιας συνωμοσίας. Αποσιωπήσεις. Ο ελλειπτικός λόγος σαν αισθητική αρχή. Μια ταινία που όλα τα σημαντικά μοιάζουν να γίνονται εκτός κάδρου.
Αλλά δεν ξεκινάει από αυτό το γεγονός η επιλογή των μεγάλων πλάνων.
Δεν αποφάσισα λογικά να δουλεύω με μεγάλα πλάνα. Σκέφτομαι πάντα ότι ήταν μια φυσική επιλογή. Μια ανάγκη ένταξης του φυσικού χρόνου στο χώρο, ως ενότητα χώρου και χρόνου.
Μια ανάγκη, οι λεγόμενοι νεκροί χρόνοι ανάμεσα στη δράση και την αναμονή της, που συνήθως εξαφανίζει το ψαλίδι του μοντέρ, να λειτουργήσουν μουσικά σαν παύσεις.
Μια αντίληψη του πλάνου ως ζωντανού κυττάρου με εισπνοή, εκφορά του κυρίως λόγου και εκπνοή. Γοητευτική και επικίνδυνη επιλογή που συνεχίζεται ως τώρα.
Δουλεύω με την ίδια ομάδα συνεργατών από τότε που άρχισα.
Με ξέρουν, τους ξέρω. Με τα χρόνια έχουν γίνει οικογένειά μου.
Με θυμώνουν συχνά την ώρα της δουλειάς, μου λείπουν όταν δεν τους βλέπω.
Αισθάνομαι αβέβαιος όταν ένας καινούριος τεχνικός μπει στην ομάδα, σαν από αυτόν να εξαρτώνται όλα.
Μιλάω μαζί τους για τα σχέδια και τις αβεβαιότητες μου. Πέρασαν τόσα χρόνια κι ακόμα η ίδια ταραχή η ίδια συγκίνηση, η ίδια ανάγκη να είμαστε κοντά, κρατώντας την αναπνοή μας, περιμένοντας το τέλος ενός πλάνου.
Ταξίδια, χωρισμοί, περιπλανήσεις.
Ένα αυτοκίνητο, ένας φίλος φωτογράφος να οδηγεί σιωπηλά, κι ο δρόμος.
Πολλές φορές σκέφτομαι ότι το μοναδικό μου σπίτι, το μοναδικό μέρος πού αισθάνομαι ότι ισορροπώ, που γαληνεύω, είναι δίπλα στο φίλο που οδηγεί. Το παράθυρο ανοιχτό, το τοπίο να φεύγει.
Οι εικόνες γεννιούνται σ’ αυτά τα ταξίδια. Δεν χρειάζεται να κρατάω σημειώσεις.
Γεννιούνται με τις γραμμές τους, με τα χρώματά τους, με το ύφος τους, πολλές φορές και με τις κινήσεις της μηχανής, με τις αισθητικές τους ισορροπίες, με το φως τους.
Οι εκατοντάδες φωτογραφίες χρησιμεύουν ως μνήμες. Όμως τίποτα δεν τελειώνει πριν από το γύρισμα.
Στο γύρισμα αναπλάθονται όλα με βάση την καινούργια πραγματικότητα.
Ηθοποιοί, απρόβλεπτα, ευτυχή ή ατυχή, ξαφνικές ιδέες.
Κι όμως, η αρχή έχει προηγηθεί. Καιρό πριν. Τότε που από το τίποτα γεννιέται η ιδέα μιας ταινίας.
Πέρασαν τριάντα χρόνια σχεδόν από την πρώτη ταινία.
Παραφράζοντας τον Eliot, θα μπορούσα να πω:
Να ’μαι λοιπόν πιο πέρα, πιο μακριά από του δρόμου τα μισά.
Τα χρόνια μου σπαταλημένα τα πιο πολλά ανάμεσα σε θυμούς της Ιστορίας,
πασχίζοντας ακόμα να μάθω να χρησιμοποιώ εικόνες.
Και κάθε μου προσπάθεια μια καινούργια αρχή και μια μορφή αποτυχίας γιατί μαθαίνουμε μόνο όταν δεν χρειάζεται να εκφραστούμε πια.
Έτσι το κάθε τόλμημα ένα ξεκίνημα καινούργιο μέσα στης ανακρίβειας των αισθημάτων τον γενικό χαμό.
Μέσα στου πάθους τις ασύντακτες ορδές.
Μια έφοδος στο άναρθρο.
Να βρεθεί ξανά αυτό που χάθηκε, και βρέθηκε, και χάθηκε πάλι.
Να βρεθεί ξανά...
In my end is my beginning.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)