του Φίλιππου Τσίτου
akadim1.jpg

Η Ακαδημία Πλάτωνος, όπως δηλώνει και ο τίτλος, εκτυλίσσεται στην εν λόγω συνοικία της Αθήνας. Ο Σταύρος είναι ένας ψιλικατζής. Η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει και αρνείται να επιστρέψει – η μητέρα του έχει πάθει ήδη ένα εγκεφαλικό και ο Σταύρος πρέπει να την προσέχει επί 24ώρου βάσεως.
Η αγαπημένη ασχολία του Σταύρου και των τριών φίλων του, που επίσης διατηρούν ψιλικατζίδικο στη γειτονιά, είναι το καθημερινό μέτρημα των Κινέζων, οι οποίοι στήνουν το μαγαζί τους απέναντι. Μια δουλειά που δεν έχει τέλος γιατί οι Κινέζοι μοιάζουν να πολλαπλασιάζονται μέρα με την ημέρα. Το μέτρημα διακόπτεται μόνο αν περάσει κανένας Αλβανός. Τότε πέφτουν στοιχήματα αν ο σκύλος θα γαυγίσει τον Αλβανό ή όχι. Αυτή είναι η δεύτερη αγαπημένη ασχολία τους. Έτσι περνούν την ώρα τους, χαλαρά και διασκεδαστικά, χαζεύοντας τη ζωή που αλλάζει έξω από τα μαγαζιά τους.
Ο Σταύρος όμως είναι διαρκώς ανήσυχος. Ανεξήγητα δυσαρεστημένος. Τα βράδια δεν μπορεί να κοιμηθεί αλλά δεν μπορεί να καταλάβει το γιατί. Μέχρι που μια μέρα ένας περαστικός Αλβανός (αφού τον γαυγίσει ο σκύλος) αναγνωρίζει στη μητέρα του Σταύρου την δικιά του χαμένη μητέρα…
akadim2.jpg
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Φίλιππος Τσίτος δηλώνει στο περιοδικό Μοτέρ (τ. 17): «Ο χαρακτήρας του Σταύρου, σίγουρα, δεν είναι η ρεαλιστική απεικόνιση ενός Έλληνα. Είναι μια μεταφορά, μια σύμπτυξη πολλών χαρακτηριστικών που συναντάμε σε αρκετούς δίπλα μας. Η γειτονιά του Σταύρου αλλάζει, και ενώ, αρχικά, βλέπουμε ότι ο ίδιος και οι φίλοι του δεν καλοβλέπουν την αλλαγή αυτή, σταδιακά μέσα από την προσωπική ιστορία του Σταύρου είναι πιο δεκτικοί στα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Στην ταινία δεν υπάρχουν απαντήσεις στο ποιος είναι ο Σταύρος και αν είναι Έλληνας ή Αλβανός. Ο ίδιος, βέβαια, θεωρεί πολύ σημαντικό να μάθει· να ξέρει ποιος είναι. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι αυτά που του συμβαίνουν, αυτά που ανακαλύπτει στην πορεία προς τη γνώση τού «ποιος είναι». Νομίζω, ότι ο Σταύρος είναι αυτός που καταλαβαίνει ο κάθε θεατής βλέποντας την ταινία.».
Αναφερόμενος στη σχέση αυτης της ταινίας με την προηγούμενη του το My Sweet Home, δηλώνει: «Δεν ξέρω αν με οδηγούν τα βιώματά μου. Δεν πρόκειται για μια ταινία με, ή για τους, μετανάστες. Το κοινό χαρακτηριστικό των δυο ταινιών, είναι ότι έχουμε δυο άνδρες, λίγο μετά τα 40, οι οποίοι φθάνουν σε μια οριακή στιγμή της ζωής τους. Συνειδητοποιούν ότι έχουν κάνει διάφορα λάθη στο παρελθόν, τα οποία τους έχουν εγκλωβίσει σε μια καθημερινότητα που, πια, τους πνίγει. Και αυτό δεν έχει να κάνει με την εθνικότητα
Η ταινία κέρδισε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο (Ανδρικής Ερμηνείας, Οικουμενικό Βραβείο και Βραβείο Νεότητας).

(πηγή δελτίο τύπου)