του Έκτορα Λυγίζου
toagori1.jpg

Αθήνα. Σήμερα. Εν μέσω μιας σφοδρής και βίαιης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ένας νέος, που διανύει την δεκαετία των 20. Επαγγέλλεται τραγουδιστής της όπερας. Μοναδική του συντροφιά ένα καναρίνι. Ζει στα όρια της επιβίωσης. Πεινά. Αναζητά φαγητό. Αναζητά σχέσεις…
Επικεντρωμένος πάνω στον κεντρικό πρόσωπο της ταινίας (στον ρόλο ο εξαιρετικός Γιάννης Παπαδόπουλος), ο σκηνοθέτης σχεδιάζει καταρχήν το ψυχολογικό πορτραίτο ενός χαρακτήρα μοναχικού, που ίσως σε μια πρώτη προσέγγιση να δείχνει ακραίος και υπερβολικός. Όμως καθώς κάθε ταινία δημιουργείται μέσα στη συγκυρία της εποχής της, έτσι και αυτή συνομιλεί με τρόπο δραματικό με την περιρρέουσα πραγματικότητα: ο ήρωας στιγματίζεται από τον διαρκή αγώνα του για επιβίωση, από την απόλυτη ανέχεια, από την απελπισία –και εδώ, σήμερα, δεν υπάρχει τίποτε πιο ρεαλιστικό. Ωστόσο, συνέπεια καταρχήν αυτής της περιρρέουσας πραγματικότητας, η «πείνα» του ήρωα γρήγορα θα πάρει άλλες διαστάσεις…
Καθώς ο ήρωας κατατρύχεται από ένα διαρκές άγχος, από αγωνίες υπαρξιακής τάξης, η μοναξιά που βιώνει τον σημαδεύει. Είναι αυτή η μοναξιά, ο σύντροφος της «πείνας» του. Υπάρχει κάτι εύθραυστο στον ήρωα, μια ευαισθησία που γίνεται αμέσως φανερή, λόγω της ερμηνείας του πρωταγωνιστή -κάτι που κάνει τη μοναχικότητά του πιο έντονη. Οι απόπειρες να έρθει σε συνάφεια με άλλα πρόσωπα, μάταιες και αδιέξοδες: η «πείνα» που θα καθορίσει τις σχέσεις του, και ο ήρωας θα βυθιστεί στην μοναξιά.
Υιοθετώντας μια σκηνοθετική οπτική πολύ κοντά σ’ αυτήν των αδελφών Dardenne –χρήση κάμερας στο χέρι -, η σκηνοθεσία καταγράφει τις διαδρομές του ήρωα μέσα στην πόλη, τις συναντήσεις του, τις αναζητήσεις του, την καθημερινότητα του, την ανάσα του. Παραμένοντας η αφήγηση προσκολλημένη πάνω του, παρακολουθούμε την σταδιακή του κάθοδο προς την πλήρη εξαθλίωση, τον αφανισμό. Στο αγώνα του για να ικανοποιήσει την πείνα του, ο ήρωας θα απολέσει σιγά -σιγά κάτι εξαιρετικά σημαντικό, την προσωπική του αξιοπρέπεια. Αυτή είναι και το τελευταίο όριο πριν τον αφανισμό. Στη σταδιακή αυτή διαδικασία και καθώς ο ήρωας βυθίζεται στη μοναξιά του, η «πείνα» χάνει τον ρεαλιστικό της χαρακτήρα, υπερβαίνει την όποια σωματική- υλική διάσταση και γίνεται σημείο- έκφραση μιας εσωτερικής κατάστασης, γίνεται τάξης υπαρξιακής…
Και είναι ακριβώς τότε που και η ταινία μοιάζει να χάνει τον όποιο ρεαλιστικό της χαρακτήρα: αποκτά τους χρωματισμούς και τις αποχρώσεις μιας μεταφοράς και μετακινείται στις επικράτειες ενός σινεμά υπαρξιακού, ενός σινεμά συγγενούς με τη λογοτεχνία του ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέβσκι ή του νορβηγού Κνουτ Χάμσούν (Η πείνα)...

Δημήτρης Μπάμπας