των Χριστίνα Κουτσοσπύρου, Aran Hughes
(σχετικά με την ταινία)
Σε μια μαύρη οθόνη, ακούγονται οι πρώτες λέξεις, όπως μια προφητεία: "... Είδα μια μεγάλη επιδημία Ένα χάος. Θα ήθελα να ουρλιάξω: «Άνθρωποι, δεν πάμε καλά, μεγάλη φτώχεια έρχεται!» ". Ωστόσο πλέον, για τους βοσκούς στα βουνά της ορεινής Ελλάδας, αυτό δεν είναι πια προφητεία. Στα σπίτια τους, συζητούν, έχοντας ξοδέψει το τελευταίο ευρώ στα τσιγάρα ή μπύρα, για τα χρέη τους, αναζητώντας νέους δανειστές. Θρηνούν για την απελπιστική κατάστασή τους. Βαθιές ρυτίδες χαρακώνουν τα πρόσωπα τους, θυμίζοντας το τραχύ εξωτερικό τοπίο: κοιλάδες γεμάτες βράχια, με τους πυλώνες του ηλεκτρισμού να ορθώνονται, τυλιγμένοι από πυκνή ομίχλη. Έτοιμοι να λυγίσουν από τα βάρη, τις απογοητεύσεις, έτοιμοι να εκραγούν...
Επιδέξια εναλλάσσοντας στοιχεία ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, η ταινία χαρακτηρίζεται από εικόνες μιας άγριας ομορφιάς, ντόπιους ερασιτέχνες ηθοποιούς ένα έντονο βλέμμα λεπτομέρειες μιας καθημερινής ζωής, στιγματίζεται από την απελπισία της αγροτικής ζωής. Δημιουργεί έτσι, την ίδια στιγμή, μια ανατριχιαστική εικόνα μιας επαρχιακής Ελλάδα σε κρίση και ένα αλληγορικό δράμα που χαρακτηρίζεται από στοιχεία μιας επερχόμενης Αποκάλυψης.
Οι σκηνοθέτες Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Aran Hughes δηλώνουν στις σημειώσεις για την παραγωγή της ταινίας: «Η ταινία Στο λύκο δεν σχεδιάστηκε ως μια αντίδραση στην ελληνική κρίση. Η αρχική μας πρόθεση ήταν να παρουσιάσoυμε μια σπουδή της καθημερινής ζωής, σ’ ένα απομακρυσμένο ελληνικό χωριό. Ωστόσο, όταν άρχισαν τα γυρίσματα, ο αντίκτυπος των οικονομικών προβλημάτων άρχισε να μεγεθύνεται -υπήρχε ευρεία κάλυψη από τα ΜΜΕ- και η εστίασή μας άρχισε να μετατοπίζεται. Αρχίσαμε να εστιάζουμε στα αποτελέσματα αυτής της νέας πολιτικής για τη φτώχεια, σ’ ένα ήδη περιθωριοποιημένο τμήμα της κοινωνίας, διατηρώντας παράλληλα την πρόθεσή μας να παρουσιάσουμε ένα πορτρέτο της αγροτικής ζωής.
Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι συχνά μιλούν για την επιστροφή στα χωριά των προγόνων τους, που στο παρελθόν εγκαταλείφθηκαν για ένα καλύτερο λαμπρότερο μέλλον. Κάνοντας αυτή την ταινία, αντιληφθήκαμε ότι αντί να καταγράφουμε ένα τρόπο ζωής του παρελθόντος, ήμασταν μάρτυρες του μέλλοντος».
Η Χριστίνα Κουτσοσπύρου σε συνέντευξη τύπου, κατά τη διάρκεια του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκη, εξήγησε πώς βρέθηκε στη δυσπρόσιτη αυτή ορεινή περιοχή: «Καθώς κατάγομαι από τη Ναυπακτία, έκανα συχνά διακοπές σε αυτό το μέρος. Την αρχική έμπνευση μάς έδωσε το καφενείο του χωριού. Μας άρεσε ο τρόπος που βλέπαμε να χτίζονται εκεί οι ανθρώπινες σχέσεις. Όταν κάποια στιγμή έκλεισε το καφενείο, τα πράγματα άλλαξαν. Οι άνθρωποι δεν είχαν πλέον πού να πάνε εκτός σπιτιού. Βρήκαμε ότι είχε ενδιαφέρον αυτός ο αποκλεισμός και έτσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε την ταινία». Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο επέλεξε τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ, η ίδια παρατήρησε: «Τον Γιώργο και την οικογένειά του τους γνώριζα από μακριά. Τον Πάχνη τον βρήκα τυχαία μαζί με τη γυναίκα του. Είναι τρομερές οι φυσιογνωμίες τους - άνθρωποι επιθετικοί στον τρόπο που μιλούν, κάπως άγριοι, που κρύβουν όμως ομορφιά κι αγάπη. Τους γνωρίσαμε και μας άρεσε ο τρόπος που επικοινωνούσαν με την κάμερα». Από την πλευρά του, ο ιρλανδικής καταγωγής συν-σκηνοθέτης της ταινίας Aran Hughes/ Άραν Χιουζ θυμήθηκε την πρώτη φορά που βρέθηκε στο χωριό της Ναυπακτίας: «Έφτασα εκεί πριν από τρία χρόνια για διακοπές. Μου άρεσε ο κόσμος του χωριού. Για έναν ανεξήγητο λόγο ένιωσα οικεία». Η ταινία προσεγγίζει το ζήτημα της κρίσης που πλήττει την ελληνική κοινωνία, όπως εξήγησαν ωστόσο οι δύο δημιουργοί προτεραιότητά τους δεν ήταν να κάνουν ένα άμεσο σχόλιο πάνω στο σοβαρό αυτό φαινόμενο. «Μας ενδιέφερε περισσότερο να εστιάσουμε στους ανθρώπους και τη ζωή τους. Η κρίση στη ταινία ‘’βγαίνει’’ μέσα από τα ΜΜΕ, μέσα από τη χρήση της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου περνά στο κοινό», τόνισε η Χριστίνα Κουτσοσπύρου. «Το διάστημα που κάναμε τα γυρίσματα, η περιοχή έζησε έναν από τους πιο βροχερούς Απριλίους των τελευταίων 20 ετών. Αντιμετωπίσαμε ένα βρεγμένο χωριό και για το λόγο αυτό βγαίνει κάτι ποιητικό στην εικόνα που μας άρεσε και το κρατήσαμε. Όταν ξεκινήσαμε τις δοκιμές είδαμε ότι το φως, τόσο το εξωτερικό όσο και μέσα στα σπίτια, δημιουργούσε μία ατμόσφαιρα από μόνο του, είχε κάτι μεσαιωνικό που μας άρεσε και πρόσθετε βαρύτητα στους χαρακτήρες», εξήγησε η σκηνοθέτιδα.
(πηγή κατάλογος Φεστιβάλ Βερολίνου 2013, σημειώσεις για την παραγωγή)