(για την ταινία  Αυτή η νύχτα μένει του Νίκου Παναγιωτόπουλου)
ayti1.jpg

Χάθηκα και εγώ μια βραδιά,
πέλαγος η φωνή του Καζαντζίδη.
Πέφτανε τα άστρα μες την λασπουριά,
μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι
από το ομότιτλο της ταινίας τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη

Στο σκοτεινό δωμάτιο στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας όνειρα και προσδοκίες για το μέλλον παρουσιάζονται: “Θα βάλω εφημερίδες και τσιγάρα”, αυτά είναι τα σχέδια του νεαρού όπως τα εκθέτει στην αγαπημένη του. Διαχειριστής της ΕΒΓΑ της γειτονιάς, ο ήρωας όπως παρουσιάζεται σ’ αυτή τη σκηνή, έχει στενούς ορίζοντες: τον ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο πως θα αναβαθμίσει, πως θα εκσυγχρονίσει την οικογενειακή επιχείρηση ·το μέλλον του (και αυτό που προτείνει στην αγαπημένη του) εκτείνεται στα λίγα τετραγωνικά της ΕΒΓΑ. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός δύσκολα μπορούν να αποκρυφτούν από την απάντηση της αγαπημένης του, της Στέλλας: γι’ αυτή τα όνειρα και οι σχεδιασμοί για το μέλλον της έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια -εκτείνονται μέχρι την παραλιακή λεωφόρο και ανυψώνονται ως τις φωτεινές μαρκίζες των μαγαζιών της. Η ενυπάρχουσα διάσταση στο ζεύγος γίνεται τώρα εμφανής, η έλλειψη ισορροπίας και η υποβόσκουσα ένταση έρχεται στην επιφάνεια και η περιφρόνηση της Στέλλας προς τον Ανδρέα είναι για πρώτη φορά είναι τόσο έντονη και καθαρή: η Στέλλα ζει μακριά από την καθημερινότητα, φωτίζεται από τα δυνατά φώτα της σκηνής, είναι ένα αστέρι που ανατέλλει στον γαλαξία της μουσικής και η συνάφεια της, η σχέση της με τον Ανδρέα δείχνει τόσο παράταιρη, τόσο εκτός τόπου και χρόνου. Η διάσταση τους είναι μια διάσταση για το μέλλον τους: θα υπάρξουν ως ζευγάρι μέσα στην πόλη και την καθημερινότητα της ή θα βαδίσουν σε δρόμους ξεχωριστούς. Ο χώρος που τους ανήκει είναι η ΕΒΓΑ της γειτονιάς ή ευρύχωρη πίστα του λαϊκού κέντρου; Ή με άλλα λόγια, θα επιλέξουν την νηφάλια και χωρίς εξάρσεις ζωή ή μια ιλιγγιώδη πτήση προς την ελευθερία.
Αυτό το δίλημμα μπροστά στο οποίο τίθενται οι δύο ήρωες εκφράζεται στο επίπεδο της αφήγησης με τον χωρισμό της σε δύο ευδιάκριτα μέρη: το τμήμα της Αθήνας όπου το ζευγάρι παρ’ όλες τις εντάσεις και τις διαφωνίες είναι μαζί –δηλαδή η νηφάλια ζωή- και το τμήμα της επαρχίας, όπου χωρίζονται – ο περιπετειώδης βίος. Ο διαχωρισμός μέσα στην δραματική πλοκή είναι τόσο σαφής και κάθετος, ώστε αυτοί οι δύο τόποι –Αθήνα και επαρχία- μοιάζουν να μην έχουν κανένα σημείο επαφής. Η απεικόνιση των δύο χωρών δεν υπακούει στους κανόνες κάποιου ρεαλισμού: οι σκηνοθετικές επιλογές κατατείνουν στο να αποσπούν από το ευρύτερο οικιστικό ιστό τόπους προνομιούχους για την δραματική πλοκή (όπως η ταράτσα και το σκυλάδικο) και να τους απομονώνουν από τον περίγυρο. Η ταράτσα και η ΕΒΓΑ, το ξενοδοχείο και το σκυλάδικο δεν αποτελούν μέρη ενός ευρύτερου οικιστικού συνόλου αλλά σκηνές ενός δράματος, χώρους όπου η προαιώνια πάλη του αρσενικού και θηλυκού διεξάγεται: στη περίπτωση της ταινίας το εύγευστο αναμφίβολα μήλο που δοκιμάζει η Εύα είναι η δόξα και η φήμη, είναι τα λαμπερά φώτα της σκηνής, είναι η ματαιοδοξία.
ayti2.jpgΠαράλληλα η σχέση ανάμεσα στην Αθήνα- επαρχία που εκφράζεται ως ΕΒΓΑ/ ταράτσα και ξενοδοχείο/ σκυλάδικο, είναι μια αντίθεση ανάμεσα στην αγνότητα και την διαφθορά. Η σύνδεση διαφθοράς –επαρχίας και αγνότητας –Αθήνας, αποτελεί μια εξαίρεση μέσα στο σύνολο του ελληνικού κινηματογράφου: από τις ταινίες του Δαμιανού (Μέχρι το πλοίο) έως τις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη η επαρχία συνιστά έναν τόπο ανόθευτο από τις επιδράσεις του πολιτισμού, εκεί όπου η ανθρώπινη επαφή εξακολουθεί να υπάρχει και η επικοινωνία να συμβαίνει –εν αντιθέσει με την πόλη που απεικονίζεται ως τόπος διαφθοράς και ηθικής κατάπτωσης (Από την άκρη της πόλης, Δεκαπενταύγουστος, Κωνσταντίνος Γιάνναρης). Η τοποθέτηση του σκυλάδικου Ζεταίμ σ’ ένα “κρανίου τόπο” είναι εμβληματική (1): είναι ο χώρος όπου κατοικεί το κακό, ένας τόπος τόσο ανοίκειος για κάποιον που έχει ανατραφεί μέσα σε μια μεγαλούπολη. Γι’ αυτό λοιπόν η ταινία δεν είναι παρά μια πτήση “στην άγρια πλευρά”, εκεί που η ζωή δεν είναι παρά ένας εφιάλτης: στο σκυλάδικο. Και ο μύθος της είναι η κάθοδος του Ορφέα στον Άδη για την ανάσυρση της Ευρυδίκης(2).

Από την Αθήνα στην επαρχία
Διαδραματιζόμενο στις ταράτσες, στην ΕΒΓΑ, στους δρόμους και στα στέκια μιας μεγαλούπολης το μέρος της Αθήνας μοιάζει να επικεντρώνεται όχι τόσο στην μεταξύ των δύο ηρώων σχέση και στην πραγματικότητα που αυτοί ζουν, αλλά στα όνειρα τους, στις προσδοκίες τους για το μέλλον. Αν και ο στενός χώρος της ΕΒΓΑ -όπου πάντα “χάνεται η μπάλα”-, θα έπρεπε να προϊδεάσει τον θεατή και τα δύο πρόσωπα ασφυκτιούν μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον -όχι μόνο η Στέλλα αλλά και ο Ανδρέας. Η ηρεμία, ο στοχασμός, η επικοινωνία και η γαλήνη της ψυχής, η εκ βαθέων εξομολόγηση για να συμβεί, πρέπει αυτοί οι δύο να απομακρυνθούν από την πνιγηρή ατμόσφαιρα του άστεως και στην κυριολεξία να ανυψωθούν: η ταράτσα καθίσταται και για τους δύο ένας προνομιακός χώρος, ο τόπος όπου η ερωτική τους σχέση μπορεί στα αλήθεια να υπάρξει (3). Εποπτεύοντας τον αστικό ιστό και κατοπτεύοντας τα “πετεινά του ουρανού”, δηλαδή τα αεροπλάνα, ο Ανδρέας και η Στέλλα είναι ελεύθεροι να εκφράσουν όνειρα και επιδιώξεις.
Είναι οι αντίθετοι δρόμοι που θέλουν να βαδίσουν που προκαλεί την σύγκρουση και δημιουργεί την περιφρόνηση της Στέλλας προς τον Ανδρέα. Ως αρχέτυπα πρόσωπα μιας προαιώνιας σχέσης οι δύο επιλέγουν δρόμους τυπικούς μιας αντίληψης για την ζωή: ο Ανδρέας μέσα στον χώρο που υπάρχει, δηλαδή την πόλη του, επιλέγει να δώσει την μάχη -ενώ η Στέλλα επιλέγει την πίστα ενός νυχτερινού κέντρου, δηλαδή την απόδραση και την ουτοπία. Έτσι η περιφρόνηση της Στέλλας δεν είναι παρά η αντίδραση κάποιου που αναζητά το όνειρο και την ουτοπία απέναντι σε κάποιον που ζει μια τετριμμένη και πεζή καθημερινότητα. Η διάσταση είναι δεδομένη, η απόσταση μεγάλη και το χάσμα μοιάζει αγεφύρωτο: έτσι η έξοδος της Στέλλας στην επαρχία, η χιμαιρική αναζήτηση της ουτοπίας της είναι η πράξη που θα δώσει το τέλος στην σχέση τους.
Αν η πόλη ήταν ο τόπος όπου αυτά τα πρόσωπα είχαν την δυνατότητα -έστω και εν μέσω συγκρούσεων να υπάρξουν μαζί- η επαρχία δεν είναι. Η έξοδος στην επαρχία και των δύο θα πρέπει να ειδωθεί ως μια κάθοδος στην κόλαση, δηλαδή σ’ ένα τόπο όπου το ανθρώπινο σώμα (στην περίπτωση μας το γυναικείο) και η ψυχή τίθενται σε δοκιμασία. Για τα δύο αυτά πρόσωπα, τον Ανδρέα και την Στέλλα, η περιπλάνηση στην επαρχία και η διαμονή τους στα σκυλάδικα είναι μια ηθική κυρίως δοκιμασία, αλλά και μια μαθητεία στην ζωή. Τα σκυλάδικα στα οποία εντρυφούν είναι η αυθεντική ζωή όχι της επαρχίας αλλά όλης της κοινωνίας. Η κονσομασιόν, η τελετουργία δηλαδή της συνάφειας όπου ο άνδρας πελάτης έρχεται σε επαφή με μια κοπέλα εργαζόμενη, μία τραγουδίστρια ή χορεύτρια, είναι το κέντρο γύρω από το οποίο οικοδομούνται τα πάντα σ’ αυτό τον χώρο. Στο πλαίσιο αυτής της τελετουργίας υποσχέσεις δίνονται και συχνά δεν εκπληρώνονται και η θέση αδυναμίας στην οποία βρίσκεται κάποιος -είτε αυτός είναι ένας άνδρας (μοναξιά) είτε μια γυναίκα (οικονομική ανέχεια)- την εκμεταλλεύονται κάποιοι άλλοι. Το ψέμα και οι καθαρά εμπορευματικές σχέσεις που επικρατούν εκεί είναι μια μικρογραφία της πιο σκοτεινής πλευράς της αληθινής κοινωνίας. Εδώ η ανοικονόμητη, ειλικρινή, άμεση και ωμή έκφραση του σεξουαλικού πόθου είναι πολύ πιο αληθινή και σπαρακτική από την μεταμφίεση της μέσα στον αστικό χώρο. Έτσι ο χαρακτήρας του Πόντικα καθίσταται εμβληματικός για τα ήθη και την ηθική του χώρου: είναι πρόσωπο που εκφράζει τον σεξουαλικό πόθο, που μέσα από μια επιθετική συμπεριφορά αιτεί πεισματικά την πλήρωση του και εισπράττει την περιφρόνηση και τον χλευασμό. Αυτή “η επαρχία των σκυλάδικων” είναι ανόθευτη από τον πολιτισμό, αφού βρίσκεται στο σημείο μηδέν του πολιτισμού: καμία σχέση δεν μπορεί να υπάρξει, εδώ η μοναξιά είναι απόλυτη.
panag2.jpgΣ’ αυτό το μέρος της ταινίας το ζευγάρι τίθεται εν τω μέσω της αγοράς: καταθέτουν τα όνειρα τους και εισπράττουν εφιάλτες. Η περιπλάνηση τους είναι ένα ταξίδι μαθητείας και για τους δύο: εδώ κανένα όνειρο δεν εκπληρώνεται, εδώ ουτοπίες συνθλίβονται και ελπίδες και προσδοκίες συντρίβονται. Υπάρχει κάτι άξιο επισήμανσης σ’ αυτήν την περιπλάνηση και των δύο μέσα στα σκυλάδικα: αφετηρία και για τους δύο είναι η αθωότητα και κατάληξη η γνώση. Ωστόσο ενώ για την μεν Στέλλα το τίμημα στην γνώση υπήρξε η συντριβή του ονείρου της (από τραγουδίστρια γίνεται ακροάτρια), για τον Ανδρέα είναι η απροσδόκητη περιφρόνηση που βιώνει απέναντι στην Στέλλα, δηλαδή είναι η έξοδος του από τον παράδεισο του έρωτά του. Η συσσώρευση των εικόνων, των ήχων και των εμπειριών του ταξιδιού κορυφώνεται με την είσοδο του Ανδρέα στο σκυλάδικο Αρτζεντίνα: στο βλέμμα του πάνω στην Στέλλα, όταν την βλέπει να κάνει κονσομασιόν, δεν υπάρχει ίχνος θαυμασμού, αντίθετα αναγνωρίζουμε για πρώτη φορά την περιφρόνηση και την απαρέσκεια. Η περιφρόνηση της Στέλλας (όπως εκφράστηκε στην σκηνή μέσα στο δωμάτιο) αντισταθμίζεται από αυτήν την περιφρόνηση του Ανδρέα. Τώρα και οι δύο ξέρουν: Η μαθητεία (και η περιπέτεια) έχει τελειώσει· η ισορροπία έχει επιτευχθεί. Τώρα μπορούν να υπάρξουν πάλι ως ζευγάρι.
Η τελευταία σκηνή της ταινίας κάνει φανερό ότι μόνο τα όνειρα που μπορούν να υπάρξουν μέσα στους περίκλειστους αστικούς χώρους, μπορούν και να υλοποιηθούν. Ναι, η ΕΒΓΑ έχει τώρα εφημερίδες και τσιγάρα. Ναι, η Στέλλα και ο Ανδρέας είναι μαζί.
Και το διφορούμενο χαμόγελο της Στέλλας, καθώς βάζει στο στόμα της μια τσίχλα (μιμούμενη μια ανάλογη χειρονομία της φίλης της);
Στο πρόσωπό της δεν αναγνωρίζουμε το πνιγηρό αίσθημα της ματαίωσης· το βλέμμα της είναι το βλέμμα κάποιου που είδε το κακό, που έζησε την περιπέτεια, που γνωρίζει.
Και η εμμονή του Ανδρέα με τα αεροπλάνα;
Ίσως αυτές δεν είναι παρά οι εκλάμψεις ενός ονείρου που χάθηκε (ή που ακόμα δεν διεκδικήθηκε).

Δημήτρης Μπάμπας
Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2003

Σημειώσεις
1 Το κλίμα που επικρατεί σ’ αυτούς τους χώρους και ο απωθητικός τρόπος με τον οποίο απεικονίζει πρόσωπα και σχέσεις ο σκηνοθέτης: όλα είναι τόσο μακρινά από την αγαπητική διάθεση που χαρακτήριζε το σκηνοθετικό βλέμμα στην ταινία Όλα είναι δρόμος του Παντελή Βούλγαρη. Σ’ αυτήν την ταινία δεν υπάρχουν τα πάθη της καρδιάς και της ψυχής, αλλά οι διαδρομές και οι δοκιμασίες μέσα στον χρόνο και τον χώρο ενός ζεύγους: με αφετηρία μια πόλη, την Αθήνα και κατάληξη πάλι την ίδια πόλη.
2 Η επισήμανση είναι της Βένας Γεωργακοπούλου στην Ελευθεροτυπία, 8/1/2000.
3 Η ταράτσα είναι ένας προνομιακός χώρος για τον Χρήστο Βακαλόπουλο (Όλγα Ρόμπαρντς), ένα πρόσωπο που την επιρροή του μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο αθηναϊκό τμήμα της ταινίας: το διήγημα του 1965 μ.Χ. (Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες, Εστία, 1988) έχει τροφοδοτήσει αρκετούς διάλογους ανάμεσα στον Ανδρέα και τον φίλο του.