(σχόλιο για την ταινία Η Κόρη του Θάνου Αναστόπουλου)
του Αχιλλέα Ντελλή
Δεκαπεντάχρονη έφηβη μιας χωρισμένης μητέρας απάγει μικρότερο αγόρι συναδέρφου του πατέρα της του οποίου η ξυλαποθήκη κλείνει λόγω οικονομικών δυσκολιών. Αυτός ο πυρήνας της πλοκής της ταινίας του Θάνου Αναστόπουλου (Η Κόρη, 2012, βραβεία σκηνοθεσίας, σεναρίου και φωτογραφίας από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου το Μάιο του 2013) παρουσιάζεται μέσα από τρεις αφηγηματικούς χρόνους: έναν άχρονο περισσότερο, έναν που κινείται στο παρελθόν, και έναν στο παρόν. Εκ του σύνεγγυς τρεις διαφορετικές ηλικιακές κατηγορίες διατρέχουν αυτούς τους χρόνους: δύο ζευγάρια ενηλίκων κοντά στα 40 και κάτι, μία έφηβη και ένα ανήλικο αγόρι.
Αυτός ο τριπλός πυρήνας της ταινίας διαπλέκεται συνέχεια και ενισχύεται από το χώρο: ο άχρονος χρόνος είναι στη φύση, του παρελθόντος κινείται στο κέντρο ή πέριξ του κέντρου της Αθήνας και στην ξυλαποθήκη, και το παρόν εκτυλίσσεται πλεονασματικά στο εσωτερικό μιας ξυλαποθήκης. Από κοντά υπάρχει και μια τριπλή κλιμάκωση φωτός και χρώματος: η άχρονη φύση οργιαστικά εγκωμιάζεται με το ζεστό χρώμα και εξυμνείται υποβολιμαία με τα ψηλά δέντρα, το παρελθόν εικονίζεται με λιγότερο ζεστά χρώματα και σχεδόν ουδέτερα και αποστασιοποιημένα, ενώ το παρόν με έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.
Στην ταινία υπάρχουν και δύο εξόφθαλμες διακειμενικές αναφορές: μια εμβόλιμη αναφορά στην ελληνική λογοτεχνία και στον αστυνόμο Χαρίτο του Πέτρου Μάρκαρη. Η έφηβη, κατά πώς κάνει ο Χαρίτος με το Λεξικό του Δημητράκου, διαβάζει από άλλο λεξικό τις ερμηνείες τριων εμβληματικών λέξεων της δεκαετίας του 2010: χρέος, ευθύνη, διάλυση. Το διάβασμα αυτών των λέξεων φωναχτά είναι μια απεύθυνση μοναχική και συλλογική ταυτόχρονα. Απευθύνεται η ίδια προς τον εαυτό της προς ενίσχυση και δικαιολόγηση της απόφασής της να απάγει το μικρό αγόρι ηθικά και κοινωνικά. Είναι όμως και μια απεύθυνση στη συλλογική συνείδηση, των Ελλήνων και ξένων θεατών. Υπάρχει επίσης και μία δεύτερη αναφορά, στη χριστιανική παράδοση της ταπεινότητας, όταν η απαγωγέας φροντίζει το χτυπημένο πόδι του θύματος, κατά πώς ο Χριστός έπλυνε τα πόδια των μαθητών του.
Αυτές οι δύο αναφορές μαζί με το κυκλικό σχήμα του δάσους (μέσω της υλοτομίας) παραπέμπουν σε ευρύτερα κέντρα αναφοράς της (κινηματογραφικής) αφήγησης που διατρέχουν την ελληνική ταυτότητα και ηθική του ελληνικού πολιτισμού. Πιο συγκεκριμένα: Το κεντρικό πρόσωπο είναι ένα άγουρο θηλυκό που παρουσιάζεται απειλητικό. Γιατί αυτό; Είναι η έκπληξη που μπορεί αυτό να κομίζει μια τέτοια αντίθεση, καθώς η Μυρτώ, η έφηβη, συνδέεται με τις αρχέτυπο της μήτρας και του δώρου της αναπαραγωγής, το οποίο όμως θέλει να καταργήσει, δολοφονώντας το μικρό αγόρι; Και γιατί είναι έφηβη και όχι τουλάχιστον σε μετεβηφική ηλικία ή στην πρώτη νεότητα; Μπορεί να διαβαστεί αυτή η ηλικιακή επιλογή μόνον ως μία αναφορά σε συγχρονικό επίπεδο, εφόσον τα νεότερα μέλη της ελληνικής κοινωνίας βιώνουν την κρίση βίαια και τραυματικά περισσότερο; Ή τέλος πρόκειται για μια διαφορετική θεώρηση της μεταιχμιακής κατάστασης που είναι η εφηβεία; Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η κόρη;
Άλλοτε έφηβη και άλλοτε να μοιάζει γυναίκα με έντονες γωνίες και ζυγωματικά να κυριαρχούν στις παρειές της η νεαρή Μυρτώ συμμετέχει σε μια διαδικασία αναστροφής: Από τον παιδισμό και την αιώνια εφηβεία των τελών του 20ου αιώνα ο νέος ανθρωπολογικός τύπος που αντιπροσωπεύει η Μυρτώ, είναι η νέα της πρόωρης ενηλικίωσης, της βίαιης ενανθρώπισης και κοινωνικοποίησης. Από αυτήν την τελευταία άποψη ο χαρακτήρας της μπορεί να τοποθετηθεί σε οικεία κοινωνικά συμφραζόμενα, να ιδωθεί παροντικά-συγχρονικά με το χρόνο της ταινίας (2012). Για αυτό δεν ξαφνιάζει που περπατάει δίπλα στις ουρές των δημοσίων υπηρεσιών, που αφουγκράζεται τον αχό των διαδηλώσεων, καθώς περαπατά στην οδό Πανεπιστημίου. Όμως ο προσωπικός σταυρός που κληρονόμησε από μια διαλυμένη οικογένεια (χωρισμένη μητέρα και χρεοκοπημένο πατέρα) την αναγκάζουν σε ιδιώτευση. Το αυστηρό και πέτρινο πρόσωπό της μεταφέρει τρόπον τινά τη βιαιότητα της κοινωνίας στο είναι της, στα χέρια της που σπρώχνουν το ανήλικο αγόρι ή που λαξεύουν τα καδρόνια με περισσή δύναμη, στις προστακτικές της που υπαγορεύουν και διατάσσουν.
Αυτή η συγχρονικότητα λειτουργεί όμως κατά ένα παράδοξο τρόπο ως μια σειρήνα και σε ένα άλλο επίπεδο. Όσο η Μυρτώ γοητεύεται ασυνείδητα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, άλλο τόσο και η ταινία αποκτά στοιχεία ντοκιμαντέρ. Αυτή η διπλή σύζευξη πραγματικότητας και μυθοπλασίας που λανθάνει στη διάρκεια της αφήγησης, υπερκαλύπτεται από μία δεύτερη μίξη, αυτή με το ψυχολογικό θρίλερ. Η εναγώνια αναζήτηση μιας πατρικής φιγούρας που μετατρέπεται σε θανατική απειλή προς το ανήλικο αγόρι, δημιουργεί μια τέτοια ατμόσφαιρα, ειδικά στη σκηνή της απόπειρας δολοφονίας. Για αυτό και το κλιμακωτό σχήμα που αποτυπώνεται τόσο έντονα, από τον πιο μεγάλο σε ηλικία στον πιο μικρό, μεγεθύνει και πολλαπλασιάζει ηθικά την αξία και τη σπουδαιότητα της ανθρώπινης ζωής ως αυταξίας αδιαπραγμάτευτης. Κυρίως όμως αυτή η μίξη ειδών (ντοκιμαντέρ, μυθοπλασία/ ψυχολογικό θρίλερ) θέτει ποια στάση ζωής είναι η ενδεδειγμένη έναντι του μέλλοντος. Για αυτό και σαστίζει ο χρεοκοπημένος πατέρας μπροστά στη σκληρότητα της κόρης του προς το αγόρι, όταν την βλέπει να ετοιμάζει τον κόφτη του μηχανήματος για να θερίσει τη ζωή του μικρού.
Έναντι αυτής της μελανής και σκοτεινής όψης, αντιτίθεται η οργιαστική και παρθένα φύση με τα ψηλά βουνά της. Παρεμβαλλόμενα στην αρχή και στο τέλος, τα άχρονα αυτά πλάνα νοηματοδοτούν συμβολικά τις σκοτεινές όψεις, τους χρόνους και τα δραματικά πρόσωπα. Η υλοτομία υπονοεί διαδικασίες επεξεργασίας, κατα τις οποίες κάτι αποκόπτεται, κάτι πετιέται και κάτι κρατιέται. Για αυτό και τα ξύλα και η ποιότητά τους προβάλλονται τόσο παραστατικά και επιβλητικά σε σκηνή του παρελθόντος και του παρόντος -για αυτό και ο πατέρας και η Μυρτώ τα χαϊδεύουν μυστικιστικά και η κάμερα συλλαμβάνει τα χέρια και τις παλάμες τους να αγγίζουν σχεδόν ερωτικά αυτό το ακατέργαστο υλικό που περιμένει να πάρει ένα τελικό σχήμα -γιατί εν τέλει το λάξεμα και η λείανση αποκτούν μια μεταφυσική διάσταση, υπονοώντας την ύπαρξη μιας παράδοσης και ένταξης μέσα σε αυτή. Αρκεί να θυμηθεί κανείς πόσο η αντίθεση ανάμεσα στη φύση και την πόλη σφράγισε την ελληνική αφήγηση και λογοτεχνία ως το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, για να συνειδητοποιηθεί το συμβολικό αυτό νόημα.
Από αυτό το σημείο πηγάζει και η ταύτιση της παράδοσης με τη σωματική υπόσταση: Το μικρό αγόρι παίρνει τη θέση ενός αντικειμένου στη σκηνή της απόπειρας δολοφονίας. Όσο πιο πολύ απειλείται η ύπαρξη του μικρού αγοριού, άλλο τόσο η συνέχεια μετεωρίζεται. Με αυτήν την οπτική ο πολιτισμός σωματοποείται σε μια ψυχαναγκαστικού τύπου σχέση και το μέλλον είναι εγκλωβισμένο, όπως ακριβώς το μικρό αγόρι αναρριχόμενο αδυνατεί να δραπετεύσει από τον περίκλειστο χώρο. Γιατί τελικά η Κόρη είναι αυτή που παρουσιάζεται στο τελικό πλάνο. Βλέποντας την κάμερα, κοιτάει το χρόνο παροντικά, αγνοώντας το παρελθόν και μηδενίζοντας το μέλλον.