(για την “Φαουέγια” της Μύρνας Τσάπα)
του Νίκου Λυγγούρη
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_faouegia-2.jpeg

Πρώτη σκηνή. Ένα φτωχικό δωμάτιο. Η εξηντάχρονη γκριζομάλλα Φαουέγια δείχνει στην κάμερα ένα σεντόνι. Σε σπασμένα ελληνικά μας εξηγεί ότι τόπλυνε. "Εχτές έπεσε φαγητό στα σεντόνια, γέμισαν σάλτσες και λάδια“, λέει γελώντας. Aλλάζει θέμα:"Θέλω να αλλάξω ρούχα. Δεν έχει αέρα.“ Ανοίγει ένα παράθυρο. Στο δωμάτιο επικρατεί αφάνταστη ακαταστασία. Πράγματα, ρούχα, αντικείμενα πεταγμένα φύρδην μίγδην παντού. "Νάχω όρεξη, να κάνω καθαριότητα”, λέει ανόρεχτα. Ανοίγει ένα κινητό, ακούγονται ψαλμωδίες από το Κοράνι.Τραγουδάει λίγο, ύστερα:"Τι να φορέσω;” Εμφανίζεται κρατώντας μια κελεμπία. Ενώ αλλάζει ρούχα, η κάμερα κάνει πανοραμίκ προς τα κάτω αποκαλύπτοντας τα ξυπόλητα πόδια της και το όργιο ακαταστασίας που βασιλεύει στο χώρο. Βουνά ρούχων, αντικείμενα, σακούλες. Σαν να βρισκόμασταν σε ντεκόρ της άθλιας παραγκούπολης του Dodesukaden του Ακίρα Κουροσάβα (στα ελληνικά "Η γειτονιά των καταφρονεμένων“, 1970). Πώς είναι δυνατόν να ζει κανείς μέσα σε αυτό το σκουπιδαριό; Κι όντως, δεν είναι: Η Φαουέγια, έχοντας βάλει μια παντόφλα, ψάχνει απελπισμένη να βρει την άλλη μέσα στα βουνά των πεταμένων ρούχων.

Δεν μαθαίνουμε πολλά στην ταινία της Μύρνας Τσάπα για την πρωταγωνίστρια. Δεν υπάρχουν συνεντεύξεις με την ηρωίδα ούτε επεξηγηματικά σχόλια της σκηνοθέτριας για την ζωή της. Ας το πούμε από την αρχή: Το ντοκιμαντέρ της Τσάπα δεν έχει και πολλή σχέση με τα φιλμ που γεμίζουν συνήθως τα προγράμματα των περισσότερων φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, εννοώ τα φιλμ που καταπιάνονται με τα διάφορα θέματα της εποχής, είτε αυτά λέγονται κοινωνικοπολιτικά είτε όχι. Η Φαουέγια δεν είναι στην υπηρεσία κάποιου ψευτοσπουδαίου ζητήματος, είναι απλά στην υπηρεσία του ανθρώπου, δηλαδή της ποίησης. Για την πρωταγωνίστρια μαθαίνουμε ότι ζει στην Αθήνα με τον άντρα της πάνω από τριάντα χρόνια, ότι ο γιος της πέθανε όταν ήταν 26 χρόνων, ότι τα προηγούμενα χρόνια επιβίωσε ως ρακοσυλλέκτρια - εξαυτού η κουρελαρία στο σπίτι - κι ότι ήταν καθαρίστρια. Τίποτα άλλο. Ανταυτού το φιλμ μας χαρίζει ένα μοναδικό ψυχογράφημα μιας αινιγματικής γυναίκας που η εσωτερική της ζωή δεν είναι πιο φτωχή από αυτήν των γυναικών του Καρλ Ντράγιερ.

Αθήνα 2016. Η ταινία περιγράφει μέρες από την ζωή της Φαουέγιας. Στο κέντρο της ζωής αυτής βρίσκονται πορείες στους δρόμους της πόλης, Μοναστηράκι και Ψυρρή, με σκοπό την αναζήτηση τροφών στους σκουπιδοντενεκέδες για το τάισμα ζώων. Βλέπουμε την Φαουέγια να πηγαίνει από κάδο σε κάδο, να σκαλίζει στα σκουπίδια με επιστημoνική επιμονή, να συνθέτει από διάφορες τροφές εδέσματα δικής της έμπνευσης, να ταίζει αβέρτα γατιά και περιστέρια. Καμμιά φορά βρίσκει ένα ρούχο, μια τσάντα, μια ιατρική μπλούζα, ένα κόμικ και τα βάζει στο καρότσι της. Η κάμερα κολλημένη στην κυριολεξία δίπλα της, πίσω της, μπροστά της, καταγράφει τις δράσεις της, εστιάζοντας εμμονικά στις λεπτομέρειες, ακούραστη, σχεδόν με μανιακή περιέργεια και σχολαστικότητα. Στα ενδιάμεσα, η Φαουέγια ξαπλωμένη στο ντιβάνι της σαν μια οδαλίσκη του Ντελακρουά, κοιτάζει στην τηλεόραση το Ραμαζανι η σκέφτεται την ζωή της.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_faouegia-3.jpeg
Η περιγραφή της καθημερινότητας της πρωταγωνίστριας, η εξονυχιστική επικέντρωση στα ασήμαντα, στους νεκρούς χρόνους, σε καταστάσεις που επαναλαμβάνονται, μας φέρνει στο μυαλό ταινίες μιας άλλης εποχής, μιας εποχής όπου ο κινηματογράφος είχε ακόμα υπαρξιακή σημασία. Σκεφτόμαστε πχ το Umberto D. του Βιτόριο Ντε Σίκα που πρωτοβγήκε στους κινηματογράφους το 1952. Η Φαουέγια, αφανής ήρωας της ζωής, έχει πολλά κοινά με τον ιταλό συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο που ζει μόνος του με το σκυλί του, που δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά, κινδυνεύοντας άμεσα να βρεθεί στο δρόμο.Δεν είναι μόνο η μοναξιά, η φτώχεια, η αξιοπρέπεια, η εγκαρτέρηση, η σχέση με τα ζώα που προσεγγίζουν τους δύο ήρωες. Είναι και η απουσία συναισθηματισμού και μελοδραματικής ευκολίας, είναι το χιούμορ και η τρυφερότητα που χαρακτηρίζουν και τα δύο έργα. Αλλά εδώ σταματάνε οι ομοιότητες. Γιατί η Φαουέγια, σε αντίθεση με τον ήρωα του Ντε Σίκα, δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Είναι στιγμές που την νομίζουμε φτωχή τω πνεύματι. Σαν να της λείπει κάποια διάσταση. Μοιάζει κι η ίδια να το καταλαβαίνει. Σε μια σκηνή λέει: "Όταν θα έχω χάσει τα λογικά μου θα πάω στην Αίγυπτο, να με φροντίζουν - στο Κάιρο. Ή να με σκοτώσουν.” Είναι σαν η ακαταστασία που βασιλεύει στο σπίτι της να καθρεφτίζει την ακαταστασία που επικρατεί στο πνεύμα της. Μωρία; Όχι. Γρήγορα καταλαβαίνουμε: Δεν είναι τρελή η Φαουέγια. Απλά έχει άλλες προτεραιότητες στην ζωή της. Δεν την νοιάζει πχ η τάξη, δεν την νοιάζουν τα πλούτη. Την νοιάζει να ταίζει τα ζώα, χαίρεται που ένα μαραμένο φυτό στην γλάστρα ξαναζωντάνεψε, πλέει σε πελάγη ευτυχίας όταν βρίσκει στα σκουπίδια ένα κόμικ. Η Φαουέγια είναι ένα παιδί. Την χαρακτηρίζει ένα είδος αφέλειας. Όχι όμως βλακείας. Σε αντίθεση με το παιδί είναι "ψαγμένη”, γελάει με τις χαζομάρες της, ποτέ δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Ένα παράδειγμα: Κάποια στιγμή δείχνει στην κάμερα μια ριγέ φούστα που βρήκε στα σκουπίδια. Στην αρχή σκέφτηκε να την κάνει σφουγγαρόπανο αλλά μετά της ήρθε η ιδέα να την χρησιμοποιήσει σαν ένα τουρμπάνι, σαν κι αυτό της Κλεοπάτρας. "Κλεοπάτρα!“, λέει ενθουσιασμένη κι αυτοκοροιδευόμενη. Λίγο αργότερα την βλέπουμε να προσεύχεται στο τζαμί της γειτονιάς με τη φούστα στο κεφάλι της εν είδει μαντίλας.
Η απλότητα, η ένδεια, η φιλοπονία της Φαουέγιας είναι λοιπόν αποτέλεσμα μιας φιλοσοφίας. Σε μια άλλη σκηνή, ενώ περνάει δίπλα σε ένα οικόπεδο, κοιτάζει τα ερειπωμένα θεμέλια και αναρωτιέται πού πήγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ζούσαν κάποτε εκεί. "Φύγανε. Όλοι στον Θεό“, λέει, δείχνοντας προς τα πάνω, προς τον ουρανό. Ανατολίτικος τρόπος παρηγοριάς; Σίγουρα."Τον ουρανό“, έλεγε το 1843 ο Χάινριχ Χάινε σαρκαστικά, "τον εφηύραν για τους ανθρώπους που η γη δεν έχει τίποτα να τους προσφέρει. Να μας ζήσει αυτή η εφεύρεση! Να μας ζήσει αυτή η θρησκεία που ρίχνει στο πικρό ποτήρι της υποφέρουσας ανθρωπότητας λίγες γλυκές αποκοιμιστικές σταγόνες, λίγο πνευματικό όπιο, τρεις σταγόνες αγάπης, ελπίδας και πίστης!“
Και όντως, το όπιο δρα. Το αίσθημα του εφήμερου της ύπαρξης δεν κάνει την Φαουέγια να γογγύζει. Την κάνει χαρoύμενη, χαρούμενη χωρίς κανένα καθωσπρεπισμό, χωρίς η χαρά της να λειτουργεί σαν ιδεολογία, σαν χαζοχαρούμενη προπαγάνδα υπέρ της ευτυχίας.
Κι έτσι, από τον Ντε Σίκα καταλήγουμε στον Ροσελίνι και στα «Λουλούδια του Αγίου Φραγκίσκου» (1950). Από το κοινωνικό δράμα στην εσωτερική περιπέτεια. Η Φαουέγια, που σε μια στιγμή στην αρχή της ταινίας περνώντας μπροστά από μια ταβέρνα κι ακούγοντας την μουσική αρχίζει να χορεύει μέσα στη μέση του δρόμου δεν είναι καθόλου μακριά από τους ημιβλαμένους μοναχούς του τάγματος του Φραγκίσκου που στην ταινία του Ροσελίνι χοροπηδάνε συνεχώς σαν τους καραγκιόζηδες.
Κι αυτό αφορά και το στιλ της ταινίας: Η απλότητα της ζωής της Φαουέγια έχει διαχυθεί και στη φόρμα. Η ταινία μας αφηγείται μια λιτή ζωή με απέριττα μέσα. Ο Ροσελίνι έλεγε: «Δεν υπάρχει καμία τεχνική για να καταδείξεις την πραγματικότητα. Μόνο η ηθική στάση μπορεί να το πετύχει αυτό. Η κάμερα είναι ένα επιστημονικό εργαλείο χωρίς αξία, αν δεν έχεις κάτι σημαντικό να πεις. Το να συζητάμε σήμερα για το σινεμά με αυστηρά αισθητικούς όρους είναι άχρηστο. Υπάρχει μόνο μια ερώτηση: Πώς μπορείς να ξυπνήσεις τις συνειδήσεις. Το σινεμά υπάρχει μόνο με σκοπό να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους».
Φραγκισκανική αισθητική λοιπόν: Το μέλημα της ταινίας δεν είναι να εντυπωσιάσει αλλά να αγγίξει την αυθεντικότητα. Λίγα πλάνα, κοντινά, κάποια γκρο, κάποια γενικά, η κάμερα στο χέρι. Ο ρυθμός: επαναληπτικός. Η λέξη κλειδί: Οστινάτο. Η ταινία είναι μια πασακάλια για ένα όργανο. Μακριά πλάνα. "Ουράνιες διάρκειες“ είχε πει κάποτε ο Ρόμπερτ Σούμαν προσπαθώντας να βρει ένα χαρακτηρισμό για το επιμένον, μακρύ στιλ μιας συμφωνίας του Σούμπερτ. Ο χαρακτηρισμός ταιριάζει κουτί στην Φαουέγια.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_faouegia-4.jpg
Σε μια σκηνή της ταινίας, η ηρωίδα, καταβεβλημένη κι άρρωστη (πάσχει από ψηλή πίεση, της πονάει το πόδι), καθισμένη στο ντιβάνι της φιλοσοφεί. “Πέρασαν τα χρόνια. Τα νιάτα μου πέρασαν εδώ. Δεν μετανιώνω, όλα είναι γραμμένα.Τέλειωσε η ζωή, τι να κάνουμε;“ λέει.
Λίγο αργότερα όμως τη βλέπουμε νάχει πάρει πάλι τα πάνω της και να χοροπηδάει. "Έχω ακόμα μέρες” λέει σκαμπρόζικα, "μόνο ο θεός ξέρει πότε θα πεθάνω.”
Τι ευτυχία για την Τσάπα να έχει μπροστά στην κάμερά της μια τόσο δυνατή προσωπικότητα! Το πρόσωπο της Φαουέγιας είναι κάτι που δεν το ξεχνάς εύκολα. Άσε δε το ταλέντο της. Η γυναίκα αυτή είναι μια σπουδαία ηθοποιός, κυριαρχεί πάνω στην κάμερα σαν να την ήξερε από πάντα: ενώ "παίζει” σχολιάζει τις πράξεις της με απόλυτη αίσθηση του τάιμινγκ και και ρυθμού. Και η κάμερα δεν κάνει τίποτα άλλο από το να καταγράφει την ομορφιά της. Αναρωτιόμαστε: Μα είναι δυνατόν να υπάρχει ένας τέτοιος άνθρωπος; Ε ναι, είναι. Ο φακός της Τσάπα το αποδεικνύει κάθε στιγμή. Αλλά προσοχή: Κάθε πλάνο της ταινίας είναι ωραίο όχι γιατί είναι ωραίο αυτό καθεαυτό, αλλά γιατί αποπνέει την λαμπρότητα του αληθινού. "Οι καλοί σκηνοθετες“, είπε κάποτε ένας από αυτούς, "δεν λένε: πρέπει να το φιλμάρω αυτό επειδή είναι ωραίο, αλλά είναι ωραίο επειδή εγώ το φιλμάρησα έτσι.“

Η Φαουέγια πέθανε τον Ιούλιο του 2017. Αν προλάβαινε να ζήσει λίγο ακόμα θα μπορούσε να δει την ταινία να παίρνει τον Νοέμβριο του 2017 το βραβείο πρεμιέρας στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας. Και είμαι σίγουρος ότι θα χαιρόταν σαν παιδί - και ποιος ξέρει τι φούστες θάβαζε στο κεφάλι της για να παρουσιαστεί μπροστά στο κοινό.

Τελευταία σκηνή της ταινίας. Νύχτα. Η ηρωίδα μας, πάλι στους δρόμους, απομακρύνεται με το καρότσι της προς το βάθος, λίγο όπως ο Σαρλό στις ταινίες του Τσάπλιν. Μένουμε έκθαμβοι με αυτό το υπέροχο, κλασικό και κλασικιστικό κλείσιμο: Τρία δευτερόλεπτα πριν το τέλος η ταινία μας έχει προσφέρει το κλειδί του αινίγματος της πρωταγωνίστριάς της: Η Φαουέγια δεν είναι του κόσμου τούτου. Είναι ένας ταξιδιώτης πάνω στη γη.
Και η ταινία της Μύρνας Τσάπα με τις γεμάτες αλήθεια στιγμές της μας αποδεικνύει ότι κόντρα στην χυδαιότητα του κινηματογράφου της θεματίλας, του εξυπνακισμού, της δημοσιογραφίλας και της κάθε λογής μοντερνιάς και μεταμοντερνιάς που κατακλύζει τον πλανήτη ο αληθινός κινηματογράφος εξακολουθεί να ζει.

(Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την προβολή της ταινίας “Φαουέγια” της Μύρνας Τσάπα, 61´λεπτά, 2017, την Πέμπτη 8 Μάρτη, αίθουσα Φρίντα Λιάπα, 18:00 στα πλαίσια του 20ου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης )