Τοπίο της εξωτερικής αλλά κυρίως εσωτερικής περιπλάνησης μιας νεαρής γυναίκας, ως αντανάκλαση της δυσκολίας αποδοχής και αναγνώρισης από τον άλλον, η μικρού μήκους ταινία της Ζακλίν Λέντζου επιλέγει όχι μόνο το παράδοξο ενός τίτλου αλλά και έναν ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης μιας σχεδόν κοινότυπης ιστορίας. Έχοντας στραμμένο το φακό στο πρόσωπο της κεντρικής της ηρωίδας- εξαιρετική η ερμηνεία της Σοφίας Κόκκαλη-, η σκηνοθέτιδα παρακολουθεί στιγμιότυπα από τον πραγματικό και ονειρικό της κόσμο• μια αδιάκοπη ροή εικόνων που απεικονίζουν διαφορετικούς τόπους, αποτυπώνοντας άλλοτε με καθαρότητα και άλλοτε με επιτηδευμένη ασάφεια τις εναλλαγές της ψυχικής της διάθεσης και τις συναισθηματικές της μεταπτώσεις. Η ηρωίδα ζει και δρα μέσω της απουσίας του άλλου, είτε πρόκειται για τον πατέρα είτε για τον ερωτικό σύντροφο. Μοναδική της συντροφιά αλλά και καταφύγιο αποτελεί ο γιγαντόσωμος σκύλος της, μια επικοινωνία που δεν απαιτεί εκφορά λόγου, αγνή και ανιδιοτελής. Με αφετηρία την ηλικία της αθωότητας και τη σκηνή μιας παιδικής παράστασης από οικογενειακό βίντεο η ταινία προσγειώνεται απότομα στο παρόν με ένα αινιγματικό πλάνο. Η αιφνίδια αυτή αντιπαράθεση με μια δυσανάγνωστη εικόνα αλλά και η ανατροπή του εικονιζόμενου από αυτό που ακολουθεί είναι εξάλλου μια τακτική που χρησιμοποιεί η Λέντζου και σε άλλα σημεία της ταινίας: η παρουσία μιας προσωρινής αμφισημίας που διαλύεται με έναν επιδέξιο ελιγμό από μια εικόνα ή την ίδια την κινηματογραφική αφήγηση. Μέσα από θραύσματα διαλόγων, συναντήσεων και μοναχικών διαδρομών σκιαγραφείται έτσι το πορτρέτο μιας κοπέλας επιφανειακά ψυχρής αλλά εσωτερικά ευάλωτης, δοτικής αλλά και απόμακρης, που δυσκολεύεται να προσανατολιστεί σε έναν ανοίκειο κόσμο. Τραυματικές αναμνήσεις, μια ερωτική απόρριψη, η αποστασιοποίηση από μια ανάλαφρη κοριτσίστικη μάζωξη, μια γενική αίσθηση αποξένωσης και μη αποδοχής είναι αυτά που συνοδεύουν σταθερά την ηρωίδα ως την αποκάλυψη της τελικής πράξης που διαδραματίζεται στην οικογενειακή εστία την Τελευταία Μέρα της Χρονιάς. Εκεί που ο αόρατος Έκτορας Μαλό επανέρχεται, βαραίνοντας έντονα με την παρουσία του.
Εναλλάσσοντας διαρκώς τους τρόπους αλλά και τα μέσα της κινηματογραφικής αφήγησης η ταινία δημιουργεί την ανάλογη κάθε φορά ατμόσφαιρα, γεγονός που συνιστά και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της. Από τη νευρική κίνηση της κάμερας στο χέρι ως τα εξαιρετικής ακρίβειας κάδρα κι από τη σαφήνεια και καθαρότητα της εικόνας στην ασάφεια και θολότητα του πεδίου διαγράφεται λακωνικά και με καθαρά ιμπρεσσιονιστικό τρόπο η αγωνιώδης αναζήτηση της αγάπης. Η παρεμβολή του ονείρου στο σώμα της αφήγησης συνιστά, όσον αφορά τη φόρμα, το ενδεικτικότερο σημείο αυτής της πορείας. Η βιτρίνα ενός ανθοπωλείου με εγκλωβισμένα άνθη μεταμορφώνεται αργά και υπνωτικά σε αγχωτικό εφιάλτη. Η πλατιά επιφάνεια ενός φύλλου γίνεται σταδιακά παλάμη, έρημος, ανάσα. Η απεγνωσμένα παλλόμενη ύπαρξη της ίδιας της ηρωίδας.
Η ταινία απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους στην Εβδομάδα Κριτικής του 71ου Φεστιβάλ των Καννών.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]