του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Μια συντροφιά μαστόρων πέτρας, αποκομμένη από τα χωριά της εξαιτίας ενός δεκαετούς πολέμου περιπλανιέται αναζητώντας δουλειά. Υλικά τους οι πέτρες, τα δάκρυα του βουνού. Και οι ίδιοι όμως ορεσίβιοι, ο τόπος τους φτωχός, τους σπρώχνει σαν άλλα δάκρυα του βουνού, να ξενιτευτούν για να ζήσουν. Η προσπάθεια του πρωτομάστορα Μάρκου και των μαστόρων να επιστρέψουν σπίτι τους εξελίσσεται σε μια σκληρή και εξοντωτική οδύσσεια. Άλλωστε η ταινία εμπνέεται από το φερώνυμο έπος. Είναι μια πολύ ελεύθερη μεταγραφή της Οδύσσειας. Ο θεατής εκτός από τη “φανερή” Κίρκη, ίσως αναγνωρίσει και τον Ελπήνορα, τον Πολύφημο, τον ασκό του Αιόλου και τη χώρα των Λωτοφάγων, τα Βόδια του Ήλιου και τους Λαιστρυγόνες, τη μνηστηροφονία και τη ραψωδία λ – τη Νέκυια - την κάθοδο στον κάτω κόσμο και τον Τειρεσία. Ο Μάρκος θα καταλήξει στο τέλος μόνος. Οι σύντροφοι – άλλοι από απληστία, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από ανοησία – θα χαθούν. Μόνο αυτός θα κλείσει τ’ αυτιά στις σειρήνες και το παραμυθητικό κάλεσμά τους. Μόνο αυτός θα περιφρονήσει τις παραπλανητικές υποσχέσεις μιας αναδυόμενης ευδαιμονίας, ενός άλλου νέου κόσμου, του πλούτου και της ευμάρειας. Μια ιστορία των αρχών του 20ου αιώνα και ταυτόχρονα μια αλληγορία για το σήμερα.
Οι κοινωνικές και οικονομικές ορίζουσες της εποχής είναι το υπόρρητο στρώμα πάνω και διαμέσου του οποίου κινούνται οι ήρωες της ταινίας. Διακριτικά, επηρεάζει και καθορίζει τη στάση και τις ενέργειες τους. Οι μαστόροι ολιγαρκείς, λιγόλογοι, σκληροί, πελεκημένοι από τη μοναξιά όπως και το σκληρό υλικό που δουλεύουν, προσπαθούν να επιβιώσουν εν μέσω ενός καταστροφικού πολέμου, εν μέσω αλλαγών που αδυνατούν να καταλάβουν, για να καταλήξουν αθύρματα της Ιστορίας. Μόνο ο Μάρκος, σημαδεμένος από την πληγή μιας απώλειας και ό,τι αυτό συνεπάγεται σαν εμπειρία ζωής, θα πορευτεί ως το τέλος, όχι του ταξιδιού, αλλά μιας πορείας αυτογνωσίας με γνώμονα το καλό.
Σ΄ένα αντίξοο και συχνά εχθρικό περιβάλλον κινούνται σαν ομάδα. Είναι αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη είναι οι συνεκτικοί δεσμοί της ομάδας. Όποτε την εγκαταλείψουν θα το πληρώσουν. Σαν συντροφιά χτιστών μάλιστα διακρίνονται για τη συνεργασία και το συντονισμό τους . Χάρη σ’ αυτά τα στοιχεία θα αφήσουν το θαυμαστό αποτύπωμα τους σε γεφύρια, σπίτια, εκκλησίες . Διόλου τυχαία λοιπόν ο λαός τούς αποκαλούσε “Οι φίλοι του Θεού”.
Κυρίαρχη είναι η παρουσία της φύσης στην ταινία. Είναι τα υλικά της που στα επιδέξια χέρια τους μεταμορφώνονται σε έργα πολιτισμού. Είναι όμως και η διαρκής πάλη του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσης σε μια εποχή που ο εκμηχανισμός δεν έχει γείρει ακόμη την πλάστιγγα στη μεριά του ανθρώπου. Ταυτόχρονα το φυσικό περιβάλλον είναι το φόντο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η ιστορία αυτών των ανθρώπων. Αυτό το περιβάλλον συχνά ορίζει την καθημερινότητά τους και απαιτεί από τη μεριά τους μια συνεχή εγρήγορση. Είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τη γλώσσα της φύσης και έγκαιρα να αποκωδικοποιούν τα μηνύματά της. Γι αυτό και η ηχητική μπάντα έχει μια σημαίνουσα παρουσία στην ταινία. Άλλωστε οι διάλογοι λιτοί, οι απολύτως αναγκαίοι. Οι ήχοι, ισότιμα, δίπλα στους διαλόγους και συχνά αντικαθιστούν το λόγο. Η παρουσία τους πολλές φορές δημιουργεί ρωγμές στο «γλωσσικό προφανές» και επανοηματοδοτεί τις καταστάσεις. Οι άνθρωποι αυτοί, ζώντας για χρόνια μαζί, μακριά από την οικογενειακή εστία, στις παρυφές του πολιτισμένου κόσμου, δεν έχουν να πουν και πολλά μεταξύ τους. Τα πάντα, σχεδόν, έχουν ειπωθεί. Έχουν βγάλει κι οι ίδιοι ρίζες στη σιωπή του βουνού. Είναι ταυτόχρονα μαζί αλλά και ο καθένας μόνος του κλεισμένος στην επιθυμία του νόστου. Στην μακρινή, εκείνη μέρα που θα τους φέρει πάλι στο δικό τους τόπο, στους δικούς τους ανθρώπους, εκεί που έχουν υπόσταση, ταυτότητα.
Στην ταινία η φύση έχει τη δική της χρωματική παλέτα όπως αναδεικνύεται στις διάφορες εποχές και σε διαφορετικές ώρες της μέρας. Από το άσπρο του χιονιού στο σταχτοπράσινο της ελιάς, στο καφεκόκκινο της καστανιάς, στο ζωηρό πράσινο του έλατου την αυγή και το μουντό σκούρο πράσινο στη δύση, στα κίτρινα πλατανόφυλλα του φθινοπώρου, το μπλε της θάλασσας και το δυσερμήνευτα θολό φουσκωμένων ποταμιών και χειμάρρων και τέλος το απόλυτο μαύρο της νύχτας. Στον αντίποδα αυτής της πολύχρωμης κλίμακας, σ’ ό,τι έχει να κάνει με την παρουσία του ανθρώπου, θα βρίσκεται το γκρίζο της πολυκαιρισμένης πέτρας, η εγκατάλειψη, η ερήμωση.
Στο ενδιάμεσο φύσης και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, ο επιχρωματισμένος μαγικός Νέος Κόσμος, ο κόσμος της Lanterna Magica. Και ο ασπρόμαυρος κόσμος της φωτογραφίας να μνημειώνει την ιστορία αυτών των ανθρώπων.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)