του Δήμου Αβδελιώδη
(η κριτική του Σωτήρη Ζήκου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_earini-synaxi.jpg

Η ταινία είναι παραγωγής 1999, πριν μπει ο 21ος αιώνας (που μας πήρε και μας σήκωσε από τη γη). Οι ιστορίες της διαδραματίζονται το 1960, στο νησί Χίου (όπου φαίνεται πως υπήρχαν ακόμα το 1999 στα -μη τουριστικά- χωριά οι ποιότητες της υπαίθρου στη φυσική τους κατάσταση). Ο φιλμικός της χρόνος διαρκεί κάτι λιγότερο από τρεις ώρες, ο μυθοπλαστικός της χρόνος όμως δεν μετριέται με ώρες, μέρες (αν και κάποτε βραδιάζει, ξημερώνει, έρχεται η ώρα του μεσημεριού), ούτε με βδομάδες, μήνες, αλλά με τις τέσσερις εποχές του κύκλου της φύσης, που ορίζουν και τις ζωές των ανθρώπων: καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη. Όπου σε κάθε εποχή αναλαμβάνει να φυλάει τους αγρούς κι ένας διαφορετικός αγροφύλακας που γίνεται και πρωταγωνιστής της «εποχικής» ιστορίας. Κι όπου στην παραγωγή της ταινίας αναλαμβάνει την κινηματογράφηση και ένας διαφορετικός διευθυντής φωτογραφίας. Ενώ ακούγεται και σε κάθε εποχή το αντίστοιχο μουσικό μέρος από τις «Τέσσερις εποχές» του Βιβάλντι.
Σε κάθε εποχή καθώς αλλάζει το φυσικό τοπίο, η γη, ο ουρανός, το φως, η βλάστηση, τα χρώματα, οι ήχοι, αλλάζουν και οι ανάγκες και τα μικρά τελετουργικά και οι στιγμές της καθημερινότητας των ανθρώπων, αλλά δεν αλλάζουν τα χούγια τους. Πάνε κι έρχονται από τις δουλειές τους, συναντιούνται στις διαδρομές τους, συναλλάσσονται, κοντράρονται ή κάνουν αναμεταξύ τους χωρατά, τα παιδιά πάνε σχολείο, του γυμνασίου με τα πηλήκια κάνουν και 8 χιλιόμετρα κάθε μέρα στο πήγαιν’ έλα, βοηθάνε όμως και στις δουλειές της οικογένειας, κουβαλάνε τα κοφίνια με τις ελιές, οι άντρες μαζεύονται στον καφενέ, τραγουδούν ή ακούνε τραγούδια από πλάκες (δίσκους), πίνουν, χαρτοπαίζουν… Και η νεαρή Ελισσώ παραμένει άπιαστη πάντα, σε κάθε εποχή, σαν νύμφη αρχαία που μαγαρίζει με την παρουσία της την «έννομη τάξη» των αγρών… Η ζωή της υπαίθρου εδώ είναι σαν ένα ποτάμι που ποτέ δεν σταματά να κυλά, άλλοτε πιο ορμητικά άλλοτε πιο σιγανά, να φέρνει και να παίρνει μαζί του στο ρεύμα πολλά, μικρά πράγματα και στιγμές απλές… Τα διάφορα επεισόδια της ταινίας είναι προφανές που έχουν συγκεντρωθεί από αφηγήσεις παλιών και έχουν αναπαρασταθεί στο παρόν, χωρίς ιδιαίτερη δραματουργική επεξεργασία, με τους ερασιτέχνες ηθοποιούς να κάνουν με σοβαρότητα απλώς ό,τι τους λένε… Δεν υπάρχει καμία αίσθηση πίεσης του χρόνου στα πλάνα, σαν όλα να κυλούν στο φυσικό τους ρυθμό, με την αφέλεια της έκφρασης που τους πρέπει.
Η ταινία αυτή δεν περιγράφεται με λόγια, ούτε της πρέπουν αναγωγές σε άλλες ταινίες, καθότι δεν μοιάζει με καμία (αν και όσοι έχουν δει το «Δέντρο που πληγώναμε» θα καταλάβαιναν βλέποντας έστω και μια σκηνή της πως πρόκειται για ταινία του Δήμου Αβδελιώδη). Κάνει αυτό που δεν καταφέρνει (σύμφωνα με τον τίτλο της) η ταινία του Κιμ Κι Ντουκ «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας… και πάλι άνοιξη»: να δημιουργήσει μια κινηματογραφική πραγματικότητα μοναδική, σε κυκλική ροή, που μόλις τελειώσει η πρώτη θέαση της θέλεις να την ξαναδείς πάλι από την αρχή. Και πάλι για όσο αντέχεις. Επίσης, μετά την πρώτη, ή έστω τη δεύτερη φορά, αν τη διαθέτεις για κατ’ οίκον θέαση, μπορείς να τη βάλεις να παίζει και να ακούς μόνο την ηχητική της μπάντα, τρώγοντας καλοκαίρι μια φέτα καρπούζι με τα μάτια χαμηλωμένα ή ξαπλωμένος στον καναπέ με τα μάτια κλειστά απέναντι από την οθόνη και ν’ αποκοιμηθείς ακούγοντας τα τζιτζίκια… Και μετά να ξυπνήσεις και να συνεχίσεις να βλέπεις από εκεί που προχώρησε η ταινία. Σαν να έχεις στο δωμάτιο σου έναν πίνακα ζωντανό, ένα παράθυρο μαγικό που σε κρατάει σε επαφή με τις τέσσερις εποχές του χρόνου ή ακόμα καλύτερα με έναν κόσμο φυσικής απλότητα (όπως της παιδική σου ηλικίας) που τώρα πια έχει χαθεί ή υπάρχει ίσως κάπου εκεί μακριά, σε κάποιο νησί… Δεν ξέρω αν για να το νιώσει κανείς αυτό θα πρέπει να έχει ζήσει ως παιδί την εποχή των αγροφυλάκων στη δεκαετία του ’60, όπως εγώ, και να έχει επισκεφτεί την Χίο πριν το 1999. Αυτή πάντως είναι η δική μου αγαπημένη ταινία –όλων των εποχών.