«Άμπρα κατάμπρα Λάμια Μπρινιά, πάρε τον Γιώργο και φέρ’ τον ξανά». Η Βίκυ κάνει μαγικά με κέρματα. Ο αδελφός της ετοιμάζεται να μεταναστεύσει και η μικρή θέλει πάση θυσία να τον κρατήσει κοντά της. Ο τόπος τους όμως είναι παρατημένος στη μοίρα του, η θάλασσα μολυσμένη από τα λύματα, εγκατάλειψη και ανεργία. Η κάμερα παρακολουθεί τα δυο αδέλφια ένα 24ωρο πριν το ταξίδι, τις τελευταίες ετοιμασίες, τις κοινές τους διαδρομές, τη διαρκή ανησυχία της μικρής, τη μεταξύ τους σχέση. Τελικά ο Γιώργος θα χαθεί το πρωί χωρίς να αφήσει ίχνη, σαν τους ξυλοκόπους του Μπρινιά που όταν έμπαιναν στο δάσος δεν επέστρεφαν ποτέ.
Ακολουθώντας μια χαμηλόφωνη νεορεαλιστική γραφή το Βανκούβερ καταγράφει με φυσικότητα αλλά και με μια αίσθηση μελαγχολίας μια πραγματικότητα γνωστή, παραδίδοντάς μας μια σύγχρονη ιστορία μετανάστευσης-«εξαφάνισης», ιδωμένης μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Παράλληλα η ταινία εξελίσσεται και σε ιστορία ενός δύσκολου αποχαιρετισμού, μικρό χρονικό μιας βίαιης ενηλικίωσης στο ξεκίνημα μιας έρημης μέρας. Στο ξεθωριασμένο από τη σκόνη και ένδεια ελληνικό επαρχιακό τοπίο, εκεί όπου η νεανική αξιοπρέπεια περισσεύει και το παιδί με μάτια ορθάνοιχτα και επίμονο βλέμμα δε φοβάται να βουτήξει στο πιο πηχτό σκοτάδι, η μυθική μορφή της Λάμιας ξαναζωντανεύει, ξόρκι στο στόμα των μικρών, χώρα που τρώει τα παιδιά της.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου