της Εύας Νάθενα
(κριτική: Θόδωρος Σούμας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_fonissa-2.jpg

Σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα- σεναριογράφο- σκηνογράφο- ενδυματολόγο Εύα Νάθενα και τη συν-σεναριογράφο της Κατερίνα Μπέη, σε έναν κόσμο επαχθή και περιορισμένο μέσα σε άτεγκτα πατριαρχικούς, ιδεολογικούς, ηθικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς και ταξικούς φραγμούς, η Φραγκογιαννού τους αντιμετωπίζει κάνοντας επιμελώς μα μηχανικά τις δουλειές της, παρασκευάζοντας φυτικά φάρμακα για τους ασθενείς· και πνίγοντας, τραγικά, τα «περιττά» θηλυκά μωρά, ως παρανοϊκή μα τίμια μάγισσα-δράκαινα, η οποία «απελευθερώνει» τα κορίτσια και φέρεται δίκαια, όπως πιστεύει η ίδια. Στο φιλμ και στο μυθιστόρημα, η Φραγκογιαννού εξεγείρεται στα τυφλά εναντίον της άθλιας και σκληρής κατάστασης, επιζητώντας να κάνει το καλό, κάτι θετικό, να απαλλάξει τα κορίτσια, τους χρεωμένους με το κόστος των προικιών τους, πατεράδες και τις επιβαρυμένες, φτωχές οικογένειες από τα οικονομικά και βιοτικά δεινά που τους περιμένουν.
Οι Νάθενα & Μπέη υιοθέτησαν μια φεμινιστική και αντιπατριαρχική οπτική σχετικά με την καταπίεση των γυναικών της εποχής και την ενδοοικογενειακή βία, ώστε να δημιουργήσουν αυτή την υπερτονισμένη ιδεολογικά, φιλμική διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος του Α.Παπαδιαμάντη.
Ας δούμε το ζήτημα της ταινίας της Εύας Νάθενα, από φιλολογική και ιδεολογικοπολιτική άποψη. Ζούμε στην εποχή της woke κουλτούρας που υπερθεματίζει υπέρ των επιθετικών πολιτικο-ιδεολογικών καταγγελιών & αγώνων και που νοηματοδοτεί τον κόσμο και την κοινωνία μέσω της καταγγελίας· καθώς και στην εποχή της cancel κουλτούρας (πάλι καλά δηλαδή που δεν έπεσε, από δω κι από κει, από σχολιαστές, κινηματογραφιστές ή κριτικούς, και καμιά σχετική ακύρωση του θρησκευόμενου και ένθεου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη). Εν τούτοις σε ορισμένα σημεία η οπτική του Παπαδιαμάντη έχει αλλοιωθεί. Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημά του δεν υπάρχει καμιά γυναικοκτονία όπως στο φιλμ, όπου ο βάναυσος σύζυγος δέρνει μέχρι θανάτου τη γυναίκα του· ούτε, στο βιβλίο, οι άντρες φέρονται ποτέ με άγριες διαταγές στην Φραγκογιαννού όπως o χωρικός Λυρίγκος που στο φιλμ την προστάζει ανάγωγα και πολύ απότομα, να γιατρέψει γρήγορα τη σύζυγό του, όπως επισημαίνει γνωστή φιλόλογος του Πανεπιστημίου Κρήτης. Μα ας μην ξεχνάμε πως η μεταφορά στο σινεμά ενός πεζογραφήματος δεν οφείλει να είναι πιστή σ’ αυτό, γιατί μιλάμε για διαφορετικές γλώσσες, με διαφορετική γλωσσική ύλη, τεχνικά μέσα και υλικά, ενδεχομένως για δυο έργα τέχνης με διαφορετικούς στόχους, προτάγματα και συνέπειες.
Η αντιανδροκρατική, φεμινιστική οπτική γωνία των Νάθενα και Μπέη αξιοποιεί, εκφράζει και τονίζει τα κομμάτια του έργου που εστιάζουν στην εξαθλιωμένη, άσχημη, άδικη κι υποτιμημένη ζωή των γυναικών στην επαρχιακή, αγροτική Ελλάδα της εποχής, στις Σποράδες και στα πέριξ, γύρω στα 1900. Με αυτό τον τρόπο, έχουμε στην οθόνη την ατομική, μα και κοινωνικών διαστάσεών, εξέγερση της Φραγκογιαννούς κατά της καθυστερημένης, μίζερης, πατριαρχικής, μισογύνικης και τραχιάς, κυρίως για τη γυναίκα, κοινωνίας και μοίρας.
Η ταινία μας εκθέτει την ψυχογραφία της Φραγκογιαννούς και εξυψώνει το τραγικό υπαρξιακό δράμα της, έστω χρησιμοποιώντας κάποιον κινηματογραφικό ακαδημαϊσμό. Ο Α.Παπαδιαμάντης γράφει και μας δίνει ως επώδυνο δώρο, την ποιητικορεαλιστική περιγραφή της ζωής μιας εβδομηντάχρονης χήρας, τραγικής γραίας στη Σκιάθο, που υποφέρει από νέα. Το τελευταίο μέρος της αφήγησης μοιάζει με θρίλερ, σε περιπέτεια που περιγράφει το φευγιό και το κυνηγητό της Χαδούλας από τους ανθρώπους του νόμου και τους συμπολίτες της. Η φωτογραφία είναι μουντή, αποχρωματισμένη, γκρίζα και μελαγχολική, και δεν μας ενθουσίασε. Γι’ αυτό η ταινία παίρνει συνολικά, μορφές καταθλιπτικές και πένθιμες. Μερικές στιγμές, το αισθητικό στυλιζάρισμα φαίνεται υπερτονισμένο, με πολύ έντονες, και κατηφείς, μορφικές υπογραμμίσεις.