του Xavier Dolan
mommy.jpg

Πέντε χρόνια μετά την πρώτη του ταινία, I Killed my Mother(2009), o Xavier Dolan, επιστρέφει στο προσφιλές του θέμα, αυτό της σχέσης μητέρας-γιου, με μια ταινία που κλείνει έναν κύκλο. Με το Mommy μια διαταραγμένη σχέση βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο. Μόνο που η οπτική εδώ αντιστρέφεται-είναι αυτή της μητέρας- και ο δημιουργός περνάει σε ένα πιο ώριμο ως προς την αφήγηση και τη δραματουργική ένταση στάδιο.
Στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται η εδώ και τρία χρόνια χήρα μητέρα. Δυναμική αλλά και εριστική, προκλητική και αυθάδης. Δίπλα της ο βίαιος δεκαπεντάχρονος γιος με επικίνδυνη, επιθετική συμπεριφορά. Υπερκινητικός, ανεξέλεγκτος. Στην ταινία παρακολουθούμε τη δύσκολη σχέση τους. Τις απεγνωσμένες προσπάθειες της μάνας για συμβίωση, για συνεννόηση. Τη σωτήρια μεσολάβηση μιας γειτόνισσας, προσώπου καταλυτικού. Την αισιοδοξία και την ελπίδα για μια επιστροφή στην κανονικότητα. Μόνο που στον κινηματογραφικό κόσμο του Dolan δεν υπάρχουν κανονικότητες.     
Οι ήρωες του Mommy-όπως όλοι σχεδόν οι ήρωες του Dolan- κουβαλάνε κάτι το ακραίο, το υπερβολικό. Παίζουν με τα συμβατικά όρια και τις προσδοκίες του θεατή. Αιρετικοί με τον λατρεμένο trans τρόπο του νεαρού δημιουργού, καθόλου μεταφυσικοί αλλά πέρα ως πέρα γήινοι, απτοί, με στοιχεία γκροτέσκου. Κυρίως όμως εύθραυστοι και συναισθηματικά ευάλωτοι. Για αυτό και φτάνουν συνεχώς στα άκρα. Η ταινία ξεχειλίζει από την ενέργειά τους, από τις συναισθηματικές τους εκρήξεις. Λεκτικές και σωματικές. Που όμως υποχωρούν για λίγο μέχρι να πυροδοτηθούν από κάτι νέο. Η ταινία βασίζεται πάνω σε αυτό το σταθερό δίπολο φόρτισης-αποφόρτισης. Το οποίο ενισχύεται από τα προσωπικά τραύματα και τις διαφορετικές ανάγκες του καθενός. Εκρήξεις οργής, συμφιλίωση, πρόσκαιρες ισορροπίες. Αγάπη. Οι εναλλασσόμενοι τόνοι και οι ψυχικές διακυμάνσεις -κυρίως του γιου, που είναι και το πιο μεταβαλλόμενο πρόσωπο- διατρέχουν την ταινία δημιουργώντας κάτι το απρόβλεπτα ανησυχητικό. Έστω κι αν τα pop ιντερμέδια χαλαρώνουν την ένταση ταξιδεύοντας για λίγο το θεατή από τη δυστοπία στην ουτοπία.

Οι θύελλες των αισθήσεων και συναισθημάτων
Στο Mommy ο κινηματογράφος του Dolan, που παραμένει ένας θυελλώδης κινηματογράφος αισθήσεων και συναισθημάτων, διατηρεί τα βασικά του χαρακτηριστικά, εξισορροπώντας τα ωστόσο με μεγαλύτερη σκηνοθετική ακρίβεια. Η επιτήδευση υποχωρεί και ο ναρκισσισμός του βρίσκεται υπό έλεγχο. Μια τεχνική καινοτομία κάνει από την αρχή φανερή την πρόθεσή του αυτή. Ο σκηνοθέτης επιλέγει το στενό και κάθετο κινηματογραφικό κάδρο, εστιάζοντας έτσι κατευθείαν στα πρόσωπα και στις αντιδράσεις τους. Με αναλογία εικόνας 1:1 οι ήρωες φαίνονται σα να προβάλλουν μέσα από φωτογραφίες instagram. Και παρόλο που οι ηθοποιοί του περιορίζονται σε τετράγωνα και χαμηλού βάθους κλειστοφοβικά πλάνα, βρίσκονται συνεχώς στο επίκεντρο δημιουργώντας εξαιρετικά κινηματογραφικά πορτρέτα. Ο φακός τούς παρακολουθεί κλεισμένους στον προσωπικό τους κόσμο, τον καθένα μόνο του αλλά και τους τρεις μαζί, να παλεύουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες και να μεταπίπτουν από την ευφορία στη δυστυχία. Οι ερμηνείες τους είναι συγκλονιστικές. Η ταινία είναι ως ένα μεγάλο βαθμό  οι ηθοποιοί αυτοί.
Αν και πάλι αντλεί από το προσωπικό βίωμα, ο Dolan με το Mommy φαίνεται να έχει ενηλικιωθεί. Ο φωτισμός, τα σκηνικά και τα χρώματα, η γοητεία της εικόνας και η συναισθηματική φόρτιση μέσω της μουσικής εξακολουθούν να επηρεάζουν το έργο του και να διαμορφώνουν το καλλιτεχνικό του στυλ, δεν έχουν όμως την πρωτοκαθεδρία. Οι παρατεταμένες σεκάνς-αν και δεν εξοβελίζονται εντελώς- δίνουν τη θέση τους σε εξαιρετικά κοντινά πλάνα, ενώ η αφήγηση δομείται πάνω σε διαλεκτικές συγκρούσεις και δυναμικές αντιπαραθέσεις. Κι ενώ το χάος φαίνεται να μπαίνει σε μια τάξη, ο κινηματογράφος του δε χάνει σε τίποτα τον ενστικτώδη χαρακτήρα του. Πληθωρικός, άγριος, ερωτικός θέτει και πάλι στο προσκήνιο θέματα όπως αυτά της απόρριψης και της εφηβικής αποξένωσης, αλλά και της απελευθερωτικής δύναμης του να είσαι ο εαυτός σου. Πάνω από όλα όμως είναι το μεγάλο θέμα της αγάπης που τον απασχολεί. Της άτρωτης, ανεξάντλητης μητρικής αγάπης. Που όμως, όπως λέει στην αρχή της ταινίας μια σωφρονιστική υπάλληλος στη μητέρα, δεν αρκεί τελικά για να σώσει κάποιον.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]